«Δεν θα βάλετε κάποιο έκτακτο δρομολόγιο για σήμερα;» Όλες οι θέσεις είναι πιασμένες. Όσοι περιμένουν στις ουρές των γκισέ του ΚΤΕΛ Μακεδονία στη Θεσσαλονίκη, χωρίς πρώτα να έχουν κάνει μια τηλεφωνική κράτηση, ελπίζουν σε ένα «ναι». Δεν υπάρχουν λύσεις. Αναγκάζονται να περιμένουν εικοσιτέσσερις ώρες για την απόδραση του τριημέρου από την μεγάλη πόλη.
Το λεωφορείο φτάνει στη Δράμα. Τα αμάξια παγιδεύονται σε ένα κυκλοφοριακό κομφούζιο. Όλα κινούνται γύρω από την πλατεία Ελευθερίας και τους γύρω δρόμους. Τα κινητά χτυπούν μανιωδώς για τα ψώνια της τελευταίας στιγμής. Όποιος συγγενής έκανε το λάθος να κατέβει στην πόλη, αναλαμβάνει και την αγγαρεία. Τα γλυκά που θα φέρει η κάθε οικογένεια στο μεγάλο τραπέζι είναι το επόμενο ζήτημα που πρέπει να λυθεί όσο η αγορά παραμένει ανοιχτή: ποιοι θα φέρουν τα σιροπιαστά και ποιοι τα τυλιχτά. Στις καφετέριες και τους πεζόδρομους, οι γονείς χαιρετούν φίλους που είχαν να δουν χρόνια. Αυτοί θυμούνται ποιοι είμαστε εγώ και η αδερφή μου, εμείς όμως θέλουμε πολύ να τους ρωτήσουμε «τίνος είστε εσείς;», γιατί δεν τους θυμόμαστε.
Το σόι έρχεται και φέρνει τα προσυμφωνημένα γλυκά. Στα τραπέζια αυτών των δύο τριημέρων εφαρμόζονται τέλεια τα παραδείγματα μιας zero waste φιλοσοφίας: ό, τι δεν φαγώνεται σήμερα, θα φαγωθεί αύριο. Ο σταθμός από τη Θάσο παίζει ποντιακά, νησιώτικα, ηπειρώτικα, Πίτσα Παπαδοπούλου και Βασίλη Σαλέα, χωρίς να προειδοποιεί για ξαφνικές μουσικές εναλλαγές. Η ατάκα «και του χρόνου με ένα καλό ταίρι» ακούγεται για πρώτη φορά στο τραπέζι με πολλαπλούς αποδέκτες. Τσουγκρίζουμε ποτήρια και τενεκεδάκια με σόδες για το καλό.
«Θυμάσαι που παίζαμε κρυφτό σ’ αυτά εδώ τα στενά; Πόσα χρόνια πέρασαν;» ρωτάει ένας ξάδερφος που έτυχε να συναντηθούμε έξω από την εκκλησία. «Αν είναι αυτό το πρώτο πράγμα που βρήκες να με ρωτήσεις μετά από πέντε χρόνια που κάναμε να ιδωθούμε, την κάτσαμε» και σκέφτομαι πως πέρασαν δώδεκα χρόνια από εκείνη την εποχή. Δύο εβδομάδες πριν, το χωριό βγήκε ξανά στους δρόμους για την περιφορά του Επιταφίου. Το κουβούκλιο κρατούσαν τέσσερα παλικάρια που φορούσαν τις ποντιακές φορεσιές, το οποίο είχαν ανθοστολίσει οι γυναίκες του χωριού.
Τις ημέρες μετά το Πάσχα, στο χωριό διοργανώνεται το έθιμο των «Αυγομαχιών», ένα παραδοσιακό αγώνισμα των χωριών της Δράμας που έρχεται από τον Πόντο, στο οποίο νικάει εκείνος που έχει το πιο γερό αυγό. Λένε πως το μυστικό βρίσκεται σε μια ειδική εκτροφή κοτόπουλων από τη Γερμανία που ειδικεύονται στην αυγοπαραγωγή. Στο σχολείο όπου γίνονται οι Αυγομαχίες, από τα παιδιά που κάποτε κάναμε παρέα, δεν εντοπίζω κανένα. Είτε μετακόμισαν στη Θεσσαλονίκη, είτε στη Γερμανία.
Την ημέρα μετά την Πρωτομαγιά, οι καμπάνες χτυπούν πένθιμα. Μεταφέρεται η είδηση πως εκοιμήθη ο Μητροπολίτης της πόλης Παύλος από έμφραγμα. Οι γυναίκες της γειτονιάς σοκάρονται από την είδηση, θυμούνται την προσφορά και το έργο του στην εκκλησία του χωριού. Αναφέρουν το πόσο ενθάρρυνε ολοένα και περισσότερους να προσέχουν στην εκκλησία και να σπεύσουν να εμβολιαστούν. Στον αντίποδα του κλίματος του χωριού, υπάρχει το μίσος και η τοξικότητα στο ίντερνετ με λογαριασμούς στο Twitter να καταφέρονται εναντίον του για την ενεργή στάση του ενάντια στη διασπορά ψευδών ειδήσεων σχετικά με την πανδημία.
Αν και ο μουντός καιρός δεν επιτρέπει το μάζεμα των λουλουδιών και το πλέξιμο του στεφανιού, οι μεγάλοι αναπολούν τα «αθώα χρόνια» στα οποία έζησαν. Όσο βλέπουν τα παιδιά της γειτονιάς να παίζουν «αγαλματάκια ακούνητα», είναι έτοιμοι να ξαναθυμηθούν το τζαμί, ένα παιχνίδι της γενιάς τους. Πρώτα όμως θα τους πάνε στο παρεκκλήσι, έξω απ’ το χωριό. Τα μικρά χτυπούν την καμπάνα, αλλά ο μικρός ρωτάει: «Μπορώ να φωνάξω δυνατά από χαρά;». Η θεία του νεύει θετικά και εκείνος πατάει μια τσιρίδα που σπάει την ησυχία του κάμπου σαν μικρό βεγγαλικό.
Πηγή: kathimerini.gr
Κείμενο-Φωτογραφία: Παντελής Τσομπάνης