Ο Φρανσουά Μιτεράν έλεγε ότι κοιμάται ανάμεσα σε έργα του Αλέκου Φασιανού.
Σε κάθε γωνιά της χώρας, αγρότες, ψαράδες, ξυπνούν αχάραγα και πίνουν τον καφέ σε ένα φλιτζάνι με σχέδια του Αλέκου Φασιανού. Εζησε ένδοξα, τιμήθηκε, αγαπήθηκε, επιμένοντας να υμνεί τη λαϊκότητα και την καθημερινότητα του ανθρώπου.
Ηταν περίπου επτά χρονών. Εβλεπε τον ιερέα παππού του να ζωγραφίζει σχεδόν με μια γραμμή το προφίλ διαφόρων ανθρώπων. Προσπαθούσε να τον μιμηθεί. Δεν τα κατάφερνε. Τότε ο παππούς του, έπιανε το χέρι του μικρού Αλέκου – η μάνα του τον φώναζε και Αλέξη- και το οδηγούσε μέχρι να μάθει να φτιάχνει αυτή τη φιγούρα. Ένα πρόσωπο προφίλ, με έντονη μύτη, γεμάτα χείλη, που παραπέμπει σε προτομές από τον αρχαιότητα -σαν και αυτά που κυριαρχούν στα έργα του, διατρέχουν τους χιλιάδες καμβάδες του. Ο Αλέκος Φασιανός, ήταν γεννημένος για να γίνει ζωγράφος. Δεν υπήρξε ποτέ δεύτερη σκέψη στο μυαλό του, ακόμα και όταν το χέρι δεν ακολουθούσε την επιθυμία σε εκείνα τα παδικά χρονια.
Όταν ο Μιτεράν είπε ότι κοιμάται με τα έργα του Φασιανού
Ελάχιστοι ζωγράφοι κατόρθωσαν να γίνει η τέχνη τους τόσο αναγνωρίσιμη. Ακαριαία. Ο Αλέκος Φασιανός ήταν ο τελευταίος μεγάλος του καμβά που το βίωσε αυτό. Οχι το βίωσε, το επέβαλε είναι η ορθότερη λέξη. Με κάθε τρόπο, σε κάθε επίπεδο. Όπως τότε που ο οδηγός ενός φορτηγού φρέναρε απότομα και του φώναξε: «Κύριε Φασιανέ, κοιτάξτε με! Δεν μοιάζω με τα πρόσωπα των έργων σας; Μου αρέσουν. Μου δίνουν χαρά! Θέλω να έρθω να σας βρω. Να με ζωγραφίσετε!». Όπως όταν ο Καραμανλής επέστρεψε στην Ελλάδα, τον γνώρισε και ζήτησε να τον ζωγραφίσει. «Μα αυτός ζωγραφίζει ποδηλάτες, λαϊκούς ανθρώπους» του είπαν. «Ε, να με ζωγραφίσει και εμένα με ποδήλατο» απάντησε ο Καραμανλής.
Βλέπετε, ο Αλέκος Φασιανός που πέθανε στις 16 Ιανουαρίου σε ηλικία 87 ετών, όταν μιλούσε για την Τέχνη του -πάντα λακωνικός χωρίς βερμπαλισμούς- επέμενε να επαναλαμβάνει τις λέξεις «άνθρωπος», «λαϊκό», «καθημερινότητα». Το βλέμμα που ακουμπούσε το έργο του, ο θεατής του, δεν είχε εμπόδια στην κατανόηση του δημιουργικού τρόπου και της φιλοσοφίας του Φασιανού. Οποιος και αν ήταν αυτός. Από τον μανάβη στη γειτονιά μέχρι τους κορυφαίους ηγέτες του κόσμου. Όταν τον γνώρισε ο Φρανσουά Μιτεράν στο Ελιζέ του είπε «jJe couche avec ton œuvre ». Κοιμάμαι με τα έργα σου. Ο Γάλλος Πρόεδρος είχε μια μικρή συλλογή έργων Τέχνης του Αλέκου Φασιανού. Του Ελληνα -αδιαπραγμάτευτα ελληνική η καλλιτεχνική του φύση, με την αρχαία Ελλάδα, τη βυζαντινή εικονογραφία και τις σκηνές του δρόμου στην Αθήνα να κυριαρχούν.
Επτά χρονών έκανε το πρώτο του κιαροσκούρο
Oτιδήποτε έγινε θέμα σε καμβά του Φασιανού, έπρεπε πρώτα να έχει γίνει βίωμα. Σε ένα από τα πολλά φιλμ που κυκλοφορούν για τη ζωή του, τον είδα με το ένα χέρι να σχεδιάζει με μολύβι σε χαρτί ένα πουλί, και με το άλλο χέρι να κρατά ένα περιστέρι που ανοιγόκλεινε τα φτερά του για να πετάξει. Αυτά τα φτερά που φύτρωσαν σε τόσους και τόσους καμβάδες του, ανοιχτά, στον αέρα, με μια κίνηση μέσα από τη λιτότητα της μονοκονδυλιάς που εκπλήσσει. Αυτός ήταν ο τρόπος του Αλέκου Φασιανού, που γεννήθηκε ζωγράφος αν και πάλεψε για να το πετύχει. Κόντρα στη φιλόλογο μάνα του, την Ελένη που επέμενε να γίνει ο Αλέκος δάσκαλος και να κρατήσει τη ζωγραφική ως χόμπι για τα Σαββατοκύριακα.
O Αλέκος Φασιανός, γιος του καθηγητή μουσικής Επαμεινώντα, της φιλόλογου Ελένης, αδελφός του Σπύρου και του Ανδρέα, παιδικός φίλος του Λευτέρη Παπαδόπουλου και του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, ήθελε από τα πέντε του χρόνια να μάθει να ζωγραφίζει. Θυμόταν τα καλοκαίρια που… παραθέριζαν στο Χαλάνδρι και προσπαθούσε να ζωγραφίσει τα πρόβατα που έβλεπε στα χειμαδιά που ήταν εκεί που τώρα είναι η πλατεία Κένεντι. Θυμόταν εκείνο το καλοκαίρι του Αυγούστου που στην ταράτσα του σπιτιού στο Χαλάνδρι είδε απέναντι ένα σκοτεινό δωμάτιο να ξεχωρίζει κάτω από τον ηλιόλουστο ουρανό και μέσα διέκρινε μια ηλικιωμένη γυναίκα με ένα μαντήλι στο κεφάλι. Την ζωγράφισε, ήταν το πρώτο του κιαροσκούρο – ήταν επτά ετών περίπου.
Παιδί νόμιζε ότι ακούει τον θεό
Όταν έγινε 11 ετών, ο πατέρας του τον πήγε σε ένα συνεργείο ζωγραφικής πινακίδων, προκειμένου να μάθει ζωγραφική – προς μεγάλη απογοήτευση του Αλέκου που ήθελε έναν κανονικό ζωγράφο για πρώτο δάσκαλο. Τελικά οι πρώτοι του δάσκαλοι έγιναν άλλοι. Οι αγιογραφίες και οι εικόνες στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων στην Πλάκα – ο παππούς του ήταν ο ιερέας της εκκλησίας. Ο Φασιανός γεννήθηκε ανήμερα της Αγίας Αικατερίνης, στις 25 Νοεμβρίου του 1935 σε ένα από τα κελιά του ναού όπου ζούσαν τότε οι γονείς του. Μια από τις πρώτες αναμνήσεις της ζωής του ήταν να μπαίνει στο ιερό και να ακούει κάτι περίεργους κρότους από το υπόγειο. Νόμιζε ότι ακούει τον θεό. Και ένιωθε ξεχωριστός.
Άλλος δάσκαλος του ήταν η αρχαία Ελλάδα, τα αριστουργήματα που έμειναν πίσω. Η μητέρα του τον πήγαινε στην Ακρόπολη, σε μουσεία, τον δίδασκε τα πάντα για τα εκθέματα που έβλεπε, τον καλούσε να ακουμπήσει με τα γυμνά του χέρια τις αρχαιότητες στους υπαίθριους χώρους. Eλεγε πάντα πόσο των εντυπωσιάζαν τότε τα κυκλαδικά ειδώλια. Μετά ήρθαν οι άλλοι δάσκαλοι. Ο Μόραλης στην ΑΣΚΤ. Αλλά νωρίτερα, ο Γιάννης Τσαρούχης που όταν είδε για πρώτη φορά έργα του, καθηλώθηκε, κατάλαβε τι σημαίνει πραγματικά να είσαι ζωγράφος. Τον αποκαλούσε έκτοτε «δάσκαλο του Γένους». Τον συνεπήρε αυτό που έγινε και η δική του σημαία: η λαϊκότητα. Ελεγε ο Φασιανός ότι αυτό που θέλει να ζωγραφίζει είναι ο άνθρωπος στην καθημερινότητά του. Έναν που χαιρετάει κάποιον πάνω σε ένα πλοίο που φεύγει από το λιμάνι. Κάποιον που στέκεται στο μπαλκόνι του και κοιτάζει τον δρόμο. Τον μανάβη απέναντι. Αλλά τους ζωγράφιζε ταυτόχρονα σαν ένδοξους αγωνιστές του 1821, ή σαν αγίους, σαν μορφές που καθόρισαν την ιστορία του τόπου του.
Καθημερινοί άνθρωποι με φλεγόμενα σπαθιά
Το έχει περιγράψει ο ίδιος υπέροχα σε ένα από τα κείμενά του το 1964, όταν είχε αποφοιτήσει μόλις από την Beux-Arts στο Παρίσι όπου σπούδασε λιθογραφία με υποτροφία από το γαλλικό υπουργείο Πολιτισμού: «Πάντα σκεφτόμουνα τους Αγίους με τα φωτοστέφανα, τα κοντάρια τους, τα σπαθιά τους, τις πολυποίκιλες στολές τους και τα κόκκινα ή άσπρα άλογα που πηδούσαν πάνω από φλεγόμενους δράκοντες. Μου άρεσε επίσης η γιαπωνέζικη τέχνη και η ινδική ζωγραφική-ταντρική. Όμως δεν είχα τη μυστικοπάθεια. Άρχισα να ζωγραφίζω πάλι ανθρώπους με στολή και παράσημα μέσα σε κήπους. Δεν είχαν καμιά κίνηση, ήταν ανέκφραστοι και κρατάγανε λουλούδια. Αργότερα οι μικρές αυτές φιγούρες των ανθρώπων με τις στολές που έκανα άρχισαν να διαλύονται, να γίνονται τα όντα τα χρωματιστά με τα λουλούδια γύρω-γύρω, άλλοτε καλά, άλλοτε τρομερά. Και τώρα αυτά πού ζωγραφίζω κρατούν φλεγόμενα σπαθιά, όπως οι βυζαντινοί Άγιοι. Είναι όμως πλάσματα απόκοσμα, της δικιάς μου φαντασίας, όπως προήλθαν μέσα από τις σκοτεινές εκκλησίες. Μου αρέσει η κόκκινη μάζα ή η μπλε, όχι όμως αφηρημένη. Τo χρώμα πρέπει πάντα να έχει μια σημασία».
Στο Παρίσι έφτασε ο Αλέκος Φασιανός το 1960 αφού πρώτα ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην ΑΣΚΤ στην Αθήνα – εκεί μαγεύτηκε από τον δάσκαλό του Γιάννη Μόραλη, όμως παραπονιόταν ότι ως φοιτητής ένιωθε να χάνει την ελευθερία του, το προσωπικό του στυλ, για χάρη των κανόνων και των ρευμάτων. Ηδη όταν έφτασε στο Παρίσι είχε αποφασίσει να ακολουθήσει μόνο το προσωπικό του ύφος με κάθε κόστος. Από το 1963 και μετά και ως το 2004 ζούσε σχεδόν μόνιμα στο Παρίσι, αλλά ερχόταν πάντα τα καλοκαίρια στην Ελλάδα. Του το είχε σχεδόν επιβάλει ο αγαπημένος του φίλος Οδυσσέας Ελύτης, που είχε γράψει για αυτόν «ο Φασιανός χάραξε τον δρόμο του με το σπαθί του». Λάτρευε τους ποιητές ο Φασιανός, τους ήθελε δίπλα του -ίσως επειδή και ο ίδιος ήθελε να γίνει ποιητής αλλά κάθε του προσπάθεια τον απογοήτευε. Και οι ποιητές όμως τον λάτρεψαν. Όχι μόνο οι Ελληνες, οι προσωπικοί του φίλοι, ο Ελύτης, ο Σαχτούρης. Αλλα και οι Γάλλοι. Ο Λουί Αραγκόν του έλεγε «Είσαι ο τελευταίος μεσογειακός ζωγράφος» ενώ έγραψε για αυτόν: «Ω, Φασιανέ! Θυμάμαι τις πρώτες μέρες, την πρώτη έκπληξη ενός καινούργιου τρόπου να αγαπάς».
Αρνήθηκε να πάρει γαλλικό διαβατήριο
Πληθωρικός στον δημιουργικό του τρόπο και στην παραγωγή έργων, κυριάρχησε για δεκαετίες όχι μόνο στην Αθήνα αλλά κυρίως στο Παρίσι μέσα από δεκάδες εκθέσεις, με τα έργα του να αποκτούν αποφασισμένους συλλέκτες. Όταν κάποτε η Μελίνα Μερκούρη τον παρουσίασε ως Ελληνα ζωγράφο, ο Φρανσουά Μιτεράν φέρεται να διαμαρτυρήθηκε μεταξύ σοβαρού και αστείου «α, όχι, ο Φασιανός είναι Γάλλος ζωγράφος». Δεν δέχθηκε ποτέ το γαλλικό διαβατήριο που του προσέφεραν. Και δεν τον ενδιέφερε να ανήκει μόνο σε αυτή την παρέα, δεν ήθελε το έργο του να βρίσκεται μόνο στον χώρο όπου ιδιωτεύουν οι σπουδαίοι της Ευρώπης. Ηθελε να φτάσει παντού, για αυτό ασχολήθηκε τόσο πολύ με τη δημιουργία για απλά χρηστικά αντικείμενα -σε πόσα και πόσα ελληνικά σπίτια ανά την Ελλάδα δεν υπάρχουν φλιτζάνια με σχέδια του Αλέκου Φασιανού; Ο ψαράς που ξημερώματα φτιάχνει τον ελληνικό καφέ σε μια κούπα ζωγραφισμένη από τον Φασιανό, είναι ίσως η εικόνα που αποτελούσε τη μεγαλύτερη ανταμοιβή για τον ζωγράφο.
Όλα έπρεπε να είναι αληθινά, να μοιάζουν σαν δέρμα με πόρους και γρατζουνιές. Ακόμα και το κασκόλ του που από τα 18 του χρόνια δεν αποχωριζόταν, έβαζε στις φιγούρες των έργων του. Οταν παλαιότερα κάπνιζε φανατικά, έχωνε ένα τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα των ηρώων του. Οταν έκοψε το κάπνισμα, το τσιγάρο έγινε κλαδί ελιάς. Οταν του έλεγαν ότι εντυπωσιάζει η μεγάλη παραγωγή των έργων που δημιούργησε απαντούσε «Έχω έμπνευση και κάνω συνέχεια έργα. Και ο Picasso δεν έκανε πολλά έργα; Οι ζωγράφοι της Αναγεννήσεως έκαναν ολόκληρους τοίχους.»
Χαίρε, Ελα: Οι λέξεις που έγραψε στις εισόδους του σπιτού του
Ο Αλέκος Φασιανός που τιμήθηκε όσο λίγοι, μπήκαν τα έργα του στα μεγαλύτερα μουσεία, έγιναν μέρος των μεγαλύτερων δημοπρασιών ελληνικής τέχνης των τελευταίων ετών, δεν ξέχασε ποτέ πώς μεγάλωσε. Μέσα στον Κατοχή και τον Εμφύλιο. Τότε που από τον πείνα έφαγε μια πατημένη σταφίδα από τον δρόμο. Τότε που καθόταν ακίνητος με τα μάτια κλειστά, ξαπλωμένος, για να μην λιποθυμήσει από την πείνα. Που οι Γερμανοί εκτέλεσαν τον θείο του. Με όλους τους αγίους και τους θεούς της προσωπικής του εικονογραφίας πάνω από το κεφάλι του και με τα πόδια γυμνά να ακουμπούν τα λιθόστρωτα της Πλάκας, τις παραλίες στη Τζια.
Eγραφε στο βιβλίο του «Περιπλανώμενα» (εκδόσεις Καστανιώτη): «Εγώ προτιμώ την πόλη μου που ζω όπως είναι. Γιατί στην πόλη δημιουργείται ο πολιτισμός. Μέσα σ’ αυτή την πόλη, όσο ελεεινή και να είναι, δημιουργούμε. Εγώ, άμα δεν είχα περιπλανηθεί στους δρόμους της πόλης, δεν θα είχα αναπτυχθεί πνευματικά. Περιπλανιόμουν στην Πανεπιστημίου, κοιτούσα φωτογραφίες των κινηματογράφων, πήγαινα στο Σινεάκ, στο Pοζικλέρ και στην Αλάσκα, στο Πεδίον του Άρεως, στο Γκρην Πάρκ, στο Αρχαιολογικό Μουσείο, στα θέατρα Περοκέ και Σαμαρτζή, στη Βικτώρια και στο Αλκαζάρ, τα δύο σινεμά στο σταθμό Λαρίσης, στο Άστρα, με τα νέα ταλέντα που γαλουχήθηκαν εκεί. Και μετά πήγαινα στο Ωδείο Αθηνών-Πειραιώς και στη Σχολή Καλών Τεχνών, οδός Πατησίων, στην πιο ωραία σχολή. (Τώρα εκεί στο Γκάζι που την πήγαν, τι εικόνες θα αποκομίσουν οι σπουδαστές;) Και μετά στο Σύνταγμα, στην πλατεία Κλαυθμώνος, στο θέατρο Κουν. Καθόμασταν και στα παγκάκια πολλές φορές στο Βασιλικό Κήπο, όπου πηγαίνω ακόμα. Όταν μπαίνω εκεί, έχω πάντα αυτή τη μυρωδιά της δροσιάς των δέντρων. Μου άρεσαν και οι ανδριάντες, οι προτομές που πρόβαλλαν στο πράσινο φόντο των φυτών. Και μάλιστα ζωγράφισα πολλά έργα με αυτό το θέμα».
Στο σπίτι του στου Παπάγου, στις εισόδους, είχε γράψει στο πάτωμα τις λέξεις «Χαίρε» και «Ελα». Βαθιά γήινος, ανθρώπινος. Εκανε την καθημερινότητα πρωταγωνίστρια, τον ρεαλισμό καύσιμο δημιουργίας. Αφήνει πίσω του τα παιδιά του Νίκο και Βικτώρια, και την αγαπημένη του σύζυγο, επί χρόνια δίπλα του πολλά περισσότερα από σύντροφος, τη Μαρίζα. Που όταν ο Αλέκος Φασιανός την έφερε στο πατρικό του πρώτη φορά να γνωρίζει τους δικούς του, η μητέρα του μετά το καλημέρα της ζήτησε να της πει τον αόριστο του ρήματος λαμβάνω.
Πηγή: iefimerida.gr