Υποψήφια ανήλικα θύματα σε ορφανοτροφεία της βόρειας Ελλάδας αναζητούσε η 33χρονη απαγωγέας της 10χρονης Μαρκέλας στη Θεσσαλονίκη, σύμφωνα με ευρήματα στον υπολογιστή της.
Νέα συνταρακτικά στοιχεία έρχονται στο φως μέσα από τη δικογραφία για την απαγωγή και κακοποίηση του δεκάχρονου κοριτσιού στη Θεσσαλονίκη, τον Ιούνιο του 2020, μια υπόθεση που συγκλόνισε και συνεχίζει να συγκλονίζει το πανελλήνιο.
Προκύπτει ότι η 33χρονη απαγωγέας είχε επαφές με επιχειρηματία της συμπρωτεύουσας, ο οποίος και γνώριζε για την απαγωγή του ανήλικου κοριτσιού αλλά και χρηματοδοτούσε την κατηγορούμενη με χρηματικά ποσά κατά την διάρκεια της σχέσης τους.
Φρίκη προκαλούν τα νέα ευρήματα μέσα από τον υπολογιστή της 33χρονης απαγωγέα του 10χρονου κοριτσιού στην υπόθεση που είχε συγκλονίσει όλη την Ελλάδα. Οι έρευνες στον υπολογιστή της, σύμφωνα με την ΕΡΤ, έλεγαν πως αναζητούσε υποψήφια ανήλικα θύματα στα ορφανοτροφεία της Βορείου Ελλάδας και σχεδίαζε επισκέψεις σε παιδικές κατασκηνώσεις.
Η 33χρονη είχε συχνές επαφές με τον συνεργό της, επιχειρηματία από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος της έδινε και χρήματα. Ο ίδιος γνώριζε για την απαγωγή, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, αν και ισχυρίζεται ότι δεν ήρθε σε επαφή με το παιδί.
Το χρονικό της απαγωγής
Το μεσημέρι της Πέμπτης 11 Ιουνίου του 2020 εμφανίζεται στο Τ.Α. Τούμπας η μητέρα της 10χρονης Μαρκέλλας και δηλώνει την εξαφάνισή της. Κατόπιν πραγματοποιούνται εκτεταμένες αναζητήσεις από τις αστυνομικές αρχές, από τις οποίες προκύπτει ότι η ανήλικη είχε γίνει αντιληπτή από τους συμμαθητές της να συναντά άγνωστη γυναίκα σε σημείο πλησίον του σχολείου και να αναχωρεί μαζί της προς άγνωστη κατεύθυνση. Ταυτόχρονα ενεργοποιείται η διαδικασία Amber Alert και δημοσιεύονται σε μέσα ενημέρωσης η φωτογραφία και τα στοιχεία της ανήλικης, προκειμένου να γνωστοποιηθεί στους πολίτες η εξαφάνισή της και να συλλέγουν πληροφορίες για την τύχη της.
Η ανήλικη εντοπίζεται δύο ημέρες μετά, συγκεκριμένα στις 08.40 της 13ης Ιουνίου, να περιφέρεται στη συμβολή των οδών Καθηγητού Ρωσσίδου και Θεμιστοκλή Σοφούλη στην Καλαμαριά. Αναγνωρίζεται από κατοίκους της περιοχής και παραλαμβάνεται από αστυνομικούς του Τμήματος Προστασίας Ανηλίκων. Σύμφωνα με τις καταθέσεις των αστυνομικών και των αυτοπτών μαρτύρων, το κορίτσι είναι σε προφανή σύγχυση, μη γνωρίζοντας ούτε τι μέρα είναι, ούτε πού βρίσκεται.
Είναι σωματικά εξουθενωμένη και δίνει την εντύπωση ότι βρίσκεται υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών. Μεταφέρεται αμέσως στη Γ’ Παιδιατρική Κλινική του Ιπποκρατείου Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης, όπου υποβάλλεται σε ιατρικές εξετάσεις. Προκύπτει ότι πράγματι είχε κάνει χρήση κοκαΐνης και αλπραζολάμης, που είναι η δραστική ουσία των συσκευασμάτων Xanax.
Την επομένη με τη βοήθεια των γιατρών, ανακτά την πνευματική της διαύγεια και δίνει κατάθεση στους αστυνομικούς. Ενώπιόν τους κατονομάζει τη γυναίκα που την άρπαξε.
Αναφέρει ότι η κατηγορούμενη, την οποία γνώριζε, διότι διέμεναν στο παρελθόν στην ίδια πολυκατοικία, την περίμενε έξω από το σχολείο της και επικαλούμενη ότι την είχε στείλει η μητέρα της για να την παραλάβει, την έπεισε να επιβιβαστεί μαζί της σε ταξί και να μεταβούν στο διαμέρισμά της.
Πηγή: Dikaiologitika.gr