ΑΡΘΡΟ
Της Σωτηρίας Γιαννακοπούλου
Πτυχιούχου του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ.
Πριν από λίγες ημέρες γράφτηκε ο επίλογος μίας μακρόχρονης υπόθεσης που δίχασε την ελληνική κοινωνία, βασισμένη στο δίλημμα περί βιομηχανικής-οικονομικής ανάπτυξης και περιβαλλοντικής ηθικής. Η επενδυτική συμφωνία της «Ελληνικός Χρυσός» (100% θυγατρική της Καναδικής Eldorado Gold) υπερψηφίστηκε στη Βουλή, ανοίγοντας το δρόμο για την πλήρη ανάπτυξη και επέκταση των μεταλλευτικών εγκαταστάσεων στις Σκουριές, την Ολυμπιάδα και το Στρατώνι. Υπέρ της αρχής τάχθηκαν 180 Βουλευτές ενώ κατά ψήφισαν 119.
Οι αντιδράσεις των κατοίκων της περιοχής ήταν άμεσες, επισημαίνοντας του κινδύνους που εγκυμονούν οι μεταλλευτικές δραστηριότητες, ενώ και ο Βουλευτής Χαλκιδικής της Ν.Δ. Γιώργος Βαγιωνάς, αντιτάχθηκε στο κόμμα του, χαρακτηρίζοντας την συμφωνία ως «ετεροβαρή υπέρ της εταιρείας». Πιο συγκεκριμένα αναφέρει ότι:
«Στις Σκουριές, ψιθυρίζεται, έχει λεχθεί, ότι θα γίνει επιφανειακή εξόρυξη. Είναι χίλια στρέμματα εκεί. Θα δημιουργηθεί ένας κρατήρας στη περιοχή που θα φαίνεται από τη σελήνη που θα είναι επικίνδυνος για την υγεία των κατοίκων. Αυτό είναι βαθιά κόκκινη γραμμή», ενώ πρόσθεσε ότι, «μικρότερη κόκκινη γραμμή είναι η κατάργηση της εντοπιότητας για τους εργαζόμενους και αυτό δεν θα γίνει αποδεκτό από τους κατοίκους».
«Το ερώτημα είναι ένα. Θέλουμε ή δεν θέλουμε βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας; Θέλουμε ή δεν θέλουμε επενδύσεις και νέες θέσεις εργασίας;», αντέτεινε ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας Σκρέκας, διαβεβαιώνοντας ότι, «διασφαλίζονται πλήρως τόσο τα δικαιώματα και τα συμφέροντα του ελληνικού δημοσίου όσο και η προστασία του περιβάλλοντος ενώ ταυτόχρονα ενισχύεται η ανάπτυξη της περιοχής με την δημιουργία χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας».
Το ανανεωμένο επενδυτικό σχέδιο της εταιρείας, το οποίο επεκτείνει την διάρκεια της λειτουργίας των μεταλλείων σε περισσότερα από 25 χρόνια, έναντι 18 που όριζαν τα προηγούμενα πλαίσια, προβλέπει επιπλέον επενδύσεις ύψους 1,9 δις. δολαρίων για τον εκσυγχρονισμό και την επαναλειτουργία των Μεταλλείων της Κασσάνδρας, ποσό το οποίο προστίθεται στα 1,4 δισ. δολάρια που έχουν ήδη επενδυθεί από την εταιρεία. Επιπλέον, η εν λόγω επένδυση συνεπάγεται αύξηση των θέσεων εργασίας κατά 1.400 άτομα, φτάνοντας τους 3.000 εργαζόμενους, ενώ συνολικά οι άμεσες και έμμεσες θέσεις εργασίας υπολογίζονται στις 5.000.
Σύμφωνα με το κατατεθέν σχέδιο το συνολικό κέρδος για το ελληνικό δημόσιο από την εν λόγω επένδυση ανέρχεται στα 2 δισ. ευρώ, τα οποία προέρχονται από τους φόρους εισοδήματος, τις κοινωνικές εισφορές και φυσικά από τα μεταλλευτικά δικαιώματα, ενώ τα έσοδα από τα μεταλλευτικά τέλη για το κράτος και την τοπική κοινωνία αναμένεται να ξεπεράσουν τα 191 εκατ. ευρώ.
Αναμφίβολα, οι προβλέψεις για τα περιθώρια κέρδους είναι ιδιαίτερα ελκυστικές. Ειδικά σε μία εποχή όπου τα αυξημένα ποσοστά ανεργίας και η οικονομική ύφεση που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η χώρα υπό τη σκιά της πανδημίας, σφίγγουν τον κλοιό, καθιστώντας αναγκαίες τις μεγάλες επενδύσεις για την επανάκαμψη της οικονομικής σταθερότητας. Ωστόσο, σε περιπτώσεις που οι επενδύσεις έχουν παρεμβατικό χαρακτήρα στη φύση, το κόστος δεν περιορίζεται αποκλειστικά στον εξοπλισμό ή την εξασφάλιση των μεταλλευτικών δικαιωμάτων αλλά και στον αντίκτυπο του εκάστοτε έργου στο φυσικό περιβάλλον της περιοχής, καθώς και στις προεκτάσεις του στη τοπική κοινωνία. Βέβαια, όπως προκύπτει από τη συνολική διαχείριση της επένδυσης τα τελευταία χρόνια, οι μονάδες αυτές μοιάζουν αμελητέες στους κυβερνητικούς κύκλους, οι οποίοι ακολουθώντας την πολιτική του στρουθοκαμηλισμού, εθελοτυφλούν έναντι των μελλοντικών συνεπειών του έργου.
Όπως πολλάκις έχουν επισημάνει οι ειδικοί, το έργο αυτό θα έχει καταστροφικές επιπτώσεις για το περιβάλλον. Η χλωρίδα και η πανίδα της περιοχής, θα αποτελέσουν τα πρώτα θύματα των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων. Για την έναρξη των εργασιών απαιτείται η αποψίλωση των δασών, διαταράσσοντας το οικοσύστημα της περιοχής, ενώ παράλληλα η επιβάρυνση των δασών από τα βιομηχανικά απόβλητα και τους ρύπους θα θέσει σε κίνδυνο τη σπάνια πανίδα του δάσους. Αξίζει να σημειωθεί, ότι η περιοχή έχει χαρακτηριστεί ως προστατευόμενη με την ένταξή της στο πρόγραμμα Natura 2000.
Οι υδάτινοι πόροι της Βορειοανατολικής Χαλκιδικής μπαίνουν επίσης στο στόχαστρο, με τη ρύπανσή τους να καθιστά την περιοχή εξαιρετικά επικίνδυνη για τους κατοίκους. Σύμφωνα με την έκθεση βιώσιμης ανάπτυξης της εταιρείας, οι εξορύξεις που θα πραγματοποιηθούν θα είναι τόσο επιφανειακές, όσο και υπόγειες ανάλογα με το υπέδαφος της εκάστοτε περιοχής. Οι επιφανειακές εξορύξεις απελευθερώνουν στην ατμόσφαιρα μεγάλες ποσότητες αμίαντου και μόλυβδου, ουσίες εξαιρετικά επιβλαβείς για τη δημόσια υγεία, η διασπορά των οποίων ασφαλώς επεκτείνεται λόγω των ανέμων. Όσον αφορά τις υπόγειες εξορύξεις είναι απαραίτητη η αποστράγγιση του Όρους Κακαβός, το οποίο καλύπτει τις ανάγκες υδροδότησης ενός μεγάλου μέρους της Χαλκιδικής, ενώ τα υπόγεια ύδατα πρόκειται να επιβαρυνθούν με τοξικές ουσίες, καθιστώντας ακατάλληλο το υπέδαφος για οποιαδήποτε μορφή καλλιέργειας.
Αν και υπάρχει πρόβλεψη από πλευράς της εταιρείας για τη διαχείριση των υδάτων που θα χρησιμοποιηθούν κατά τη βιομηχανική διαδικασία, η επιστημονική κοινότητα εξακολουθεί να είναι ανήσυχη, δεδομένου ότι το επενδυτικό σχέδιο δεν περιλαμβάνει προβλέψεις για τυχόν επιπλοκές, κακοδιαχείριση ή ατυχήματα. Η διάχυση των αποβλήτων στο Στρυμωνικό Κόλπο, όπως προβλέπει το σχέδιο της εταιρείας, θα προκαλούσε την καταστροφή της θαλάσσιας ζωής, σε μία περιοχή με έντονη αλιευτική δραστηριότητα. Η συγκεκριμένη ζώνη αποτελεί ένα από τα σημεία με τα υψηλότερα ποσοστά θαλάσσιας βιοποικιλότητας στη Μεσόγειο, με μεγάλη παράδοση στην αλιεία, η οποία αποτελεί μία σημαντική πηγή εισοδήματος για τη τοπική κοινωνία, που πρόκειται να πληγεί άμεσα από τις μεταλλευτικές δραστηριότητες.
Ασφαλώς, μία τέτοιου είδους εξέλιξη θα είχε σημαντικό οικονομικό κόστος για την περιοχή, πλήττοντας παράλληλα τόσο τον πρωτογενή τομέα, όσο και τη τουριστική κίνηση. Αναμφίβολα, το σενάριο περί συνύπαρξης του πρωτογενούς τομέα και του τουριστικού κλάδου με τα μεταλλεία δεν συνάδει με την πραγματικότητα. Η ρύπανση του υπεδάφους θα καθιστούσε επικίνδυνη την οποιαδήποτε μορφή καλλιέργειας για τους καταναλωτές, γεγονός που σταδιακά θα διέκοπτε κάθε δραστηριότητα σχετική με την κτηνοτροφία και την αγροτική παραγωγή, ενώ είναι οφθαλμοφανές ότι το κόστος για τις επιχειρήσεις εστίασης και τουρισμού θα ήταν ανυπολόγιστο, καθώς το στίγμα της περιοχής ως βιομηχανική θα μείωνε το ενδιαφέρον των τουριστών. Η πρόβλεψη περί της ανάπτυξης συνεδριακού και βιομηχανικού τουρισμού που αναφέρεται ως αντίβαρο στο πλάνο βιώσιμης ανάπτυξης της εταιρείας είναι τουλάχιστον παραπλανητική.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι ο πρωτογενής τομέας και οι επιχειρήσεις εστίασης και φιλοξενίας αποτελούν δύο από τις βασικές πηγές εισοδήματος για τους κατοίκους, καθώς σύμφωνα με την Έκθεση της ΕΛΣΤΑΤ για το 2011 στους τομείς αυτούς εργάζονται συνολικά 11.632 κάτοικοι της περιοχής. Το ποσοστό αυτό είναι διπλάσιο από τον εκτιμώμενο αριθμό των άμεσα εργαζομένων αλλά και εξωτερικών συνεργατών που επισημαίνει η εταιρεία, γεγονός που καθιστά άκυρο το επιχείρημα περί οικονομικής ανάκαμψης της περιοχής μέσω της μείωσης της ανεργίας, επιφέροντας τα αντίθετα αποτελέσματα.
Στην πραγματικότητα, το κύριο όπλο που κρατά στα χέρια της η Ελληνικός Χρυσός είναι η «Μηδενική Λύση», δηλαδή η εναλλακτική της οριστικής διακοπής του έργου. Σε αυτήν την περίπτωση δεν προβλέπεται η ανάπτυξη οποιασδήποτε δραστηριότητας στα υπάρχοντα μεταλλεία, ενώ ο ορυκτός πλούτος της περιοχής παραμένει ανεκμετάλλευτος. Σύμφωνα με την εταιρεία, το κλείσιμο των μεταλλείων θα επιβάρυνε τα ποσοστά ρύπανσης, δεδομένου ότι δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για την αποκατάσταση της περιοχής και τη διαχείριση των υπαρχόντων βιομηχανικών αποβλήτων ούτε από το ελληνικό δημόσιο, ούτε από το Δήμο Αριστοτέλη, καθιστώντας τα μεταλλεία εστίες ρύπανσης για τη περιοχή. Συνεπώς, όπως τονίζει η εταιρεία, η ρύπανση είναι θα αναπόφευκτη και στην περίπτωση της παύσης των έργων, ενώ παράλληλα πρόκειται να χαθούν με το κλείσιμο των εργοστασίων 1500 θέσεις εργασίας.
Πράγματι οι εν λόγω ισχυρισμοί ευσταθούν. Η αδιαφορία των κυβερνήσεων, καθώς και η αδυναμία των τοπικών αρχών να διαχειριστούν το βάρος και ασφαλώς το κόστος της αποκατάστασης, ενισχύουν έμμεσα την επιλογή της επαναλειτουργίας και επέκτασης των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων, εξυπηρετώντας άμεσα τα συμφέροντα της εταιρείας. Άλλωστε, οι κυβερνώντες ποτέ δεν έκρυψαν τις αδυναμίες επί του ζητήματος… Το ερώτημα βέβαια που προκύπτει από την όλη συζήτηση είναι σαφές. Ποιος θα αναλάβει εν τέλει την ευθύνη για την υποβάθμιση της περιοχής;
*Το άρθρο της κ. Γιαννακοπούλου δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα insuranceforum.gr