Σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «The Lancet» το 2020, ο παγκόσμιος πληθυσμός σήμερα, είναι περίπου 7,8 δισεκατομμύρια. Πρόκειται για μια εκτίμηση του συνολικού αριθμού των ανθρώπων που ζουν στον πλανήτη, και όχι ενός πραγματικού συνολικού αριθμού κάθε μωρού που γεννήθηκε, μείον κάθε ατόμου που πέθανε μια δεδομένη στιγμή. Επειδή είναι αδύνατο να παρακολουθείται ο αριθμός γεννήσεων και θανάτων σε πραγματικό χρόνο παγκοσμίως, οι δημογράφοι ή οι στατιστικοί που μελετούν τους ανθρώπινους πληθυσμούς, υπολογίζουν τον παγκόσμιο πληθυσμό προσθέτοντας εκτιμήσεις για τους περιφερειακούς πληθυσμούς, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη.
Οι επιστήμονες υπολογίζουν αυτές τις περιφερειακές εκτιμήσεις λαμβάνοντας υπόψη μια ποικιλία παραγόντων, συμπεριλαμβανομένου του ποσοστού γονιμότητας, ή του μέσου αριθμού των παιδιών που έχει μια γυναίκα στη ζωή της, του ποσοστού θνησιμότητας, ή του προσδόκιμου ζωής ενός ατόμου, δεδομένων των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών μιας περιοχής. Ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξήθηκε ραγδαία τους τελευταίους δύο αιώνες, κυρίως λόγω της αύξησης του αριθμού των ατόμων που επιβιώνουν σε αναπαραγωγική ηλικία, δεδομένου ότι η ποιότητα ζωής και η υγειονομική περίθαλψη έχουν βελτιωθεί σχεδόν σε κάθε χώρα του κόσμου.
Ωστόσο, από τότε που κορυφώθηκε τη δεκαετία του 1970, ο παγκόσμιος ρυθμός αύξησης του πληθυσμού επιβραδύνεται σύμφωνα με έκθεση του 1993 που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Population Today».
Ο παγκόσμιος πληθυσμός έφτασε το 1 δισεκατομμύριο το 1800, σύμφωνα με το Our World in Data, μια βάση δεδομένων ανοιχτού κώδικα και φιλανθρωπική οργάνωση που εδρεύει στην Αγγλία και την Ουαλία. Ο ρυθμός ανάπτυξης επιταχύνθηκε γρήγορα τα επόμενα χρόνια. Το επόμενο δισεκατομμύριο ήρθε λίγο περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα, το 1927. Το 1959 ο παγκόσμιος πληθυσμός έφτασε τα 3 δισεκατομμύρια, το 1975, τα 4 δισ., τα 5 σισ. το 1987 και τα 6 δισεκατομμύρια το 1999, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη. Στις 31 Οκτωβρίου 2011 ο παγκόσμιος πληθυσμός ήταν 7 δισεκατομμύρια και ο αριθμός αυτός αναμένεται να φτάσει τα 8 δισεκατομμύρια το 2023, τα 9 δισεκατομμύρια το 2037 και τα 10 δισεκατομμύρια έως το 2057.
Τα Ηνωμένα Έθνη προβλέπουν ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός θα φτάσει περίπου τα 11 δισεκατομμύρια έως το 2100, αν και οι μακροπρόθεσμες μελλοντικές προβλέψεις ενδέχεται να αλλάξουν. Σύμφωνα με έκθεση του Ο.Η.Ε. που δημοσιεύθηκε το 2019, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού θα μειωνόταν σε λιγότερο από 0,1% έως το 2100, λόγω του μειωμένου αριθμού παιδιών που γεννιούνται παγκοσμίως.
Τα τελευταία 50 χρόνια, η σύνθεση του παγκόσμιου πληθυσμού ή ο αριθμός των ατόμων που ανήκουν σε διάφορες δημογραφικές κατηγορίες όπως η εθνικότητα, η εθνότητα και η ηλικία, έχει αλλάξει επειδή η φύση της αύξησης του πληθυσμού δεν είναι ομοιόμορφη σε όλο τον κόσμο. Οι πληθυσμοί σε ορισμένες περιοχές αυξάνονται ταχύτερα από άλλους λόγω των διαφορών στα ποσοστά γονιμότητας και θνησιμότητας, καθώς και στα διαφορετικά πρότυπα μετανάστευσης. Σε γενικές γραμμές, οι δημογράφοι έχουν εντοπίσει τέσσερις «μεγα-τάσεις» που επεξηγούν τις αλλαγές στη σύνθεση του παγκόσμιου πληθυσμού: την συνολική αύξηση του πληθυσμού, τη γήρανση, την αύξηση της διεθνούς μετανάστευσης και την αστικοποίηση. Αυτά είναι γενικά θέματα που δείχνουν πώς και γιατί ο παγκόσμιος πληθυσμός θα αλλάξει τα επόμενα χρόνια.
Η ιστορία της παγκόσμιας αύξησης του πληθυσμού
Ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξήθηκε σχετικά αργά ως προς το μεγαλύτερο κομμάτι της ανθρώπινης ιστορίας. Οι ιστορικοί δημογράφοι εκτιμούν ότι το 10.000 π.Χ. ζούσαν περίπου 4 εκατομμύρια άνθρωποι στη Γη, σύμφωνα με το Our World in Data. Αυτός ο αριθμός αυξήθηκε στα περίπου 190 εκατομμύρια ανθρώπους στην αρχή της πρώτης χιλιετίας. Ο πληθυσμός συνέχισε να αυξάνεται από τότε, αν και μπορεί να παρέμεινε ο ίδιος ή να μειώθηκε κατά τη διάρκεια του Μαύρου Θανάτου, όταν η Βουβωνική πανούκλα έπληξε την Ευρώπη και σκότωσε μεταξύ 33% και 55% του πληθυσμού το 1300.
Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του πληθυσμού ήταν 0,04% ετησίως από το 10.000 π.Χ. έως το 1700 μ.Χ. Μέχρι το 1800, ζούσαν περίπου 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι στον κόσμο. Η Βιομηχανική Επανάσταση στα τέλη του αιώνα οδήγησε στην επιτάχυνση του παγκοσμίου ρυθμού αύξησης του πληθυσμού, κάτι που διήρκησε τα επόμενα 100 χρόνια.
Από το 1920 έως το 1950, ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού ήταν κατά μέσο όρο περίπου 1% ετησίως. Μέχρι τα μέσα του αιώνα, η πρόοδος στη δημόσια υγεία και ειδικά η ανακάλυψη των αντιβιοτικών, αύξησε το μέσο προσδόκιμο ζωής με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο αριθμός των ανθρώπων στον πλανήτη. Το 1960 ο παγκόσμιος πληθυσμός έφτασε τα 3 δισεκατομμύρια. Ο ρυθμός ανάπτυξης κατά το τελευταίο εξάμηνο της δεκαετίας του 1960 έφτασε στο αποκορύφωμα όλων των εποχών-κατά μέσο όρο 2,04% ετησίως- σύμφωνα με μελέτη του 1998 που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Medicine & Global Survival».
Ο αριθμός του πληθυσμού εκτοξεύθηκε προς το τέλος του 20ού αιώνα για διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένης της ευρείας μείωσης της θνησιμότητας, ειδικά μεταξύ των παιδιών, λέει στο Live Science η Sara Hertog, δημογράφος των Ηνωμένων Εθνών. «Η επιβίωση των παιδιών σημαίνει περισσότερους ενήλικες μερικές δεκαετίες αργότερα, οι οποίοι θα έχουν περισσότερα παιδιά για την επόμενη γενιά. Επίσης, η μεταπολεμική έκρηξη των γεννήσεων (baby-boom) που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1940, οδήγησε στην αύξηση του πληθυσμού στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη».
Μέχρι τη δεκαετία του 1970, η διάδοση της αντισύλληψης συνέβαλε στην επιβράδυνση της αύξησης του πληθυσμού και πάλι. Αλλά επειδή ήδη ζούσαν πολλοί άνθρωποι στον πλανήτη, άρχισε να παρατηρείται η λεγόμενη «έκρηξη του πληθυσμού», με τον αριθμό να φτάνει τα 4 δισεκατομμύρια το 1974. Το 1987, μόλις 13 χρόνια αργότερα, στον πλανήτη μας ζούσαν 5 δισεκατομμύρια άνθρωποι. Το 1999 υπήρχαν 6 δισεκατομμύρια, το 2011, 7 δισεκατομμύρια, και προβλέπεται ότι σε άλλα 12 χρόνια ο παγκόσμιος πληθυσμός θα φτάσει τα 8 δισεκατομμύρια το 2023, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών.
Ωστόσο, ο ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού έχει επιβραδυνθεί σημαντικά από την έκρηξη του πληθυσμού της δεκαετίας του 1970. Αυτή τη στιγμή είναι περίπου 1,05% από το 2020, σύμφωνα με το Worldometer, μια ανεξάρτητη βάση δεδομένων ανοιχτού κώδικα χρησιμοποιεί τα δεδομένα του πληθυσμού των Ηνωμένων Εθνών. Ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν 1,08% το 2019, 1,10% το 2018 και 1,12% το 2017. Όπως δείχνουν τα στοιχεία, αυτή η πτωτική τάση του ρυθμού ανάπτυξης του παγκόσμιου πληθυσμού δεν παρατηρείται σε όλες τις χώρες του κόσμου. Για παράδειγμα, ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού είναι περίπου 2,7% στην υποσαχάρια Αφρική, σύμφωνα με τον Economist. Οι δημογράφοι αναμένουν ότι ο μισός πληθυσμός του κόσμου θα αυξηθεί εκεί τον επόμενο αιώνα, κυρίως λόγω των υψηλών ποσοστών γονιμότητας και της μείωσης των ποσοστών θνησιμότητας.
Το ποσοστό γονιμότητας και ο παγκόσμιος πληθυσμός
Το συνολικό ποσοστό γονιμότητας ενός πληθυσμού υπολογίζει τον μέσο αριθμό απογόνων ανά γυναίκα και επειδή είναι ένας μέσος όρος, υπολογίζεται στο δέκατο δεκαδικό σημείο. Εάν το ποσοστό γονιμότητας αυξηθεί ενώ άλλοι παράγοντες παραμένουν οι ίδιοι, θα αυξηθεί και ο πληθυσμός. Το παγκόσμιο μέσο ποσοστό γονιμότητας είναι 2,5 από το 2015, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη. Αλλά τα ποσοστά γονιμότητας σε όλο τον κόσμο ποικίλλουν ευρέως ανάλογα με τη συγκεκριμένη περιοχή. Το συνολικό ποσοστό γονιμότητας στην Υποσαχάρια Αφρική είναι 4,6, για παράδειγμα, ενώ στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη είναι 1,7.
«Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που επηρεάζουν το ποσοστό γονιμότητας μιας δεδομένης χώρας», εξηγεί η Hertog. «Πιο συγκεκριμένα, το επίπεδο της ανθρώπινης ανάπτυξης και η πρόσβαση των γυναικών στην εκπαίδευση και τις ευκαιρίες απασχόλησης, καθώς και σε πληροφορίες και πόρους που αφορούν τον οικογενειακό προγραμματισμό, τους επιτρέπουν να αποφασίζουν σχετικά με τον αριθμό των παιδιών που θα κάνουν».
Αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι όταν οι γυναίκες έχουν τις ίδιες εκπαιδευτικές ευκαιρίες με τους άνδρες, θα έχουν και περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες αργότερα στη ζωή τους με αποτέλεσμα να τείνουν να κάνουν λιγότερα παιδιά. Αυτό θα μπορούσε να οφείλεται στο γεγονός ότι οι γυναίκες μπορούν να επιλέξουν να καθυστερήσουν την μητρότητα για χάρη της εκπαίδευσης και της εργασίας.
Επιπλέον, η αστικοποίηση τείνει να οδηγήσει σε χαμηλότερα ποσοστά γονιμότητας. Οι αστικές περιοχές υπόκεινται συνήθως σε «δημογραφική μετάβαση» – μια μετάβαση δηλαδή από υψηλά σε χαμηλά ποσοστά γεννήσεων και θανάτων. Ωστόσο, τα χαμηλότερα ποσοστά γεννήσεων και θανάτων στις αστικές περιοχές δεν αποτελούν εγγύηση, «δεδομένου ότι η ποιότητα της υγειονομικής περίθαλψης και της υγιεινής δεν είναι καθολικά καλύτερη στις αστικές περιοχές, ειδικά, για παράδειγμα, σε συνθήκες παραγκούπολης», δήλωσε η Hertog. «Αλλά ένα πράγμα που συμβαίνει σε αστικές περιοχές και που επηρεάζει τη γονιμότητα και, συνεπώς, την αύξηση του πληθυσμού, είναι ότι οι γυναίκες τείνουν να έχουν περισσότερη πρόσβαση σε εκπαίδευση, ευκαιρίες απασχόλησης και περίθαλψη.
Θνησιμότητα και παγκόσμιος πληθυσμός
Η θνησιμότητα αναφέρεται στον αριθμό των θανάτων ενός πληθυσμού. Μπορεί να είναι δύσκολο για τους δημογράφους να έχουν έναν ακριβή αριθμό θανάτων ενός πληθυσμού για ένα δεδομένο χρονικό διάστημα, γιατί δεν διατηρούν όλες οι χώρες εθνικές βάσεις δεδομένων γεννήσεων και θανάτου ή δεν διεξάγουν απογραφή.
Σε αυτή την περίπτωση οι δημογράφοι μπορούν να εκτιμήσουν τον αριθμό των θανάτων σε έναν πληθυσμό βάσει έρευνας και να υπολογίσουν αυτόν τον αριθμό μαζί με το προσδόκιμο ζωής και άλλους δημογραφικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του φύλου, για τον υπολογισμό του ποσοστού θνησιμότητας. (Το προσδόκιμο ζωής εκτιμάται με βάση τα ποσοστά φτώχειας, την ποιότητα της υγείας και τον επιπολασμό των μολυσματικών ασθενειών, για ένα δεδομένο έτος.)
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων Our World in Data, οι ιστορικοί δημογράφοι έχουν εκτιμήσει ότι το προσδόκιμο ζωής ήταν περίπου 30 χρόνια σε όλες τις περιοχές του κόσμου πριν από την εκβιομηχάνιση, η οποία ξεκίνησε στην Ευρώπη γύρω στο 1800. Τότε υπήρχαν υψηλά ποσοστά θνησιμότητας βρεφών και παιδιών, με περίπου το 27% των παιδιών να πεθαίνει πριν τη συμπλήρωση του πρώτου έτους ζωής και το 47% να πεθαίνει πριν από την ηλικία των 15 ετών, σύμφωνα με μελέτη του 2013 που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Evolution and Human Behavior».
Το παγκόσμιο ποσοστό γονιμότητας ήταν 5,77, σύμφωνα με τον οικονομολόγο Mattias Lindgren στο παγκόσμιο ίδρυμα ανάπτυξης Gapminder, αν και εξαρτιόταν από την χώρα. Για παράδειγμα στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν 7, ενώ στη Νορβηγία ήταν 4,3. Ωστόσο, η θνησιμότητα των βρεφών, των παιδιών και των ενηλίκων έχει μειωθεί σε όλο τον κόσμο, ανεβάζοντας το προσδόκιμο ζωής, κυρίως λόγω της προόδου στην παραγωγή τροφίμων, την ιατρική και την αποχέτευση, σύμφωνα με έκθεση του 2013 που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «The Lancet».
Το μέσο παγκόσμιο προσδόκιμο ζωής αυξήθηκε από τα 46,5 έτη (1950 – 1955) στα 65 (1995 – 2000), σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Το 2019, τα Ηνωμένα Έθνη υπολόγισαν το παγκόσμιο μέσο προσδόκιμο ζωής στα 72,6 έτη. Ωστόσο, ποικίλλει σε όλο τον κόσμο. Για παράδειγμα, το 2016 ήταν στα 72 χρόνια κατά μέσο όρο, αλλά κυμάνθηκε από τα 61,2 χρόνια σε ολόκληρη την Αφρική έως τα 77,5 χρόνια στην Ευρώπη, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.
Μελέτες έχουν δείξει ότι υπάρχει σχέση μεταξύ χαμηλού βιοτικού επιπέδου και χαμηλότερου προσδόκιμου ζωής. Επιπλέον, μεγάλα γεγονότα όπως πόλεμοι, φυσικές καταστροφές, λιμοί και πανδημίες έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη συνολική θνησιμότητα ενός πληθυσμού.
Πώς βρίσκουν τα δεδομένα οι δημογράφοι για να κάνουν αυτούς τους υπολογισμούς
Οι δημογράφοι βασίζονται στα ζωτικά στατιστικά στοιχεία και τις απογραφές της κάθε χώρας για τη συλλογή δεδομένων σχετικά με τον αριθμό των γεννήσεων, των θανάτων και της μετανάστευσης. Ωστόσο, δεν διατηρούν όλες οι χώρες αυτά τα αρχεία, και ακόμη και όταν το κάνουν, δεν είναι πάντα ακριβή. Πολλές αναπτυσσόμενες χώρες που αντιμετωπίζουν συγκρούσεις ή περιοχές όπου οι φυσικές καταστροφές έχουν προκαλέσει μαζικό εκτοπισμό ανθρώπων, δεν έχουν διαθέσιμα δεδομένα.
Εάν δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα σε όλη τη χώρα, οι δημογράφοι βασίζονται σε έρευνες νοικοκυριών οι οποίες αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα. Ένας ερευνητής επισκέπτεται κάθε ένα από αυτά τα νοικοκυριά και παίρνει συνεντεύξεις από τα άτομα που ζουν εκεί, θέτοντάς τους βασικές ερωτήσεις σχετικά με την ηλικία τους, το επίπεδο εκπαίδευσης, το εισόδημα, καθώς και τις γεννήσεις και τους θανάτους που έχει καταγράψει η οικογένεια. Στη συνέχεια, οι δημογράφοι χρησιμοποιούν αυτά τα δεδομένα για να υπολογίσουν τη γονιμότητα και τη θνησιμότητα του πληθυσμού της χώρας.
Προβλέψεις για τον παγκόσμιο πληθυσμό
Οι προβλέψεις για τον αριθμό του παγκόσμιου πληθυσμού δείχνουν πόσα άτομα θα ζουν στον πλανήτη στο εγγύς μέλλον και μακροπρόθεσμα. Οι προβλέψεις των μελλοντικών παγκόσμιων πληθυσμών δεν είναι σαφείς, δεδομένου ότι οι συνθήκες που καθορίζουν πόσα παιδιά θα γεννηθούν και πόσα άτομα θα πεθάνουν, αλλάζουν συνεχώς.
Μια έκθεση των Ηνωμένων Εθνών του 2019 διαπίστωσε ότι εννέα χώρες θα συνεισφέρουν περισσότερο από το ήμισυ του συνόλου της προβλεπόμενης παγκόσμιας αύξησης του πληθυσμού έως το 2050: η Ινδία, η Νιγηρία, το Πακιστάν, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, η Αιθιοπία, η Ηνωμένη Δημοκρατία της Τανζανίας, η Ινδονησία, η Αίγυπτος και οι ΗΠΑ.
Η ακριβής προβολή του παγκόσμιου πληθυσμού είναι σημαντική για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι θα χρησιμοποιούν τους πεπερασμένους πόρους του πλανήτη αλλά και για να κατανοήσουμε πώς μπορούμε να κατανέμουμε καλύτερα αυτούς τους πόρους. Για παράδειγμα, το να προβλέψουμε πόσα παιδά θα γεννηθούν και πού, μπορεί να βοηθήσει στον προσδιορισμό των πόρων για την υγειονομική περίθαλψη και την εκπαίδευσή τους. Η πρόβλεψη του αριθμού των ατόμων που εισέρχονται στο εργατικό δυναμικό μιας περιοχής μπορεί να βοηθήσει τις χώρες να δημιουργήσουν πιο αποτελεσματικές αγορές εργασίας.
ΠΗΓΗ: LiveScience , ert.gr