Η ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΔΡΑΜΑΣ ΣΥΜΜΕΤΕΧΕΙ ΣΤΟΥΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ 200 ΧΡΟΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 2021 «ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΠΥΡΗ ΕΥΧΗ ΝΑ ΣΥΜΒΑΛΕΙ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΜΩΜΕΝΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΩΝ, ΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΙΕΡΟ
Αφιερώμενο στην Επανάσταση του 1821 είναι το ημερολογίο της Ιεράς Μητρόπολης Δράμας για το 2021. Με τον τρόπο αυτό, όπως αναφέρει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δράμας κ. Παύλος, στα προλεγόμενά του, η Ιερά Μητρόπολη συμμετέχει στούς ἑορτασμούς «μέ τήν ἔκδοση τοῦ παρόντος ἡ μερολογίου, μέ τήν διάπυρη εὐχή νά συμβάλει στήν πνευματική ἀφύπνιση τῶν κοιμωμένων Νεοελλήνων, καθιστώντας τόν ἀγώνα ἱερό». Ο Σεβασμιώτατος κ. Παύλος σημειώνει πως η επέτειος της συμπλήρωσης 200 ετών από την Επανάσταση του 1821 «πρέπει νά στοχεύσει στόν ἐπανευαγγελισμό μας στήν ἐθνική ἱστορία, ὄχι στήν ἱστορία τῶν νεοεποχιτῶν διανοουμένων, πού τήν τραβᾶνε ἀπό τά μαλλιά, γιά νά στερεώσουν τίς καταστροφικές γιά τό ἔθνος ἀπόψεις τους». Όπως, χαρακτηριστικά, τονίζει ο Μητροπολίτης Δράμας «όλοι ἀνεξαιρέτως οἱ ἀγωνιστές ὑπῆρξαν εὐσεβέστατοι καί μᾶς ἄφησαν ἀτράνταχτα τεκμήρια τῆς εὐσεβείας τους» και «τό ἰσχνό κρατίδιο πού ἐπέτρεψαν οἱ χριστιανικές δυνάμεις νά δημιουργηθεῖ ἦταν χριστιανικό καί Ὀρθόδοξο». Όμως, συνεχίζει, «δυστυχῶς, σήμερα τό κράτος ἀγωνίζεται νά ἀποτινάξει ἀπό πάνω του τό ἱερό ἔνδυμα τῆς Ὀρθοδοξίας καί θέλει νά φορέσει τά ράκη τῆς οὐδετεροθρησκείας» και «Ἡ ἀθεΐα μέ περισσή θρασύτητα ὕψωσε τήν ἀναιδῆ κεφαλή της καί προκαλεῖ».
Αναλυτικά το περιεχόμενο του ημερολογίου έχει ως εξής:
Προλεγόμενα Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Δράμας κ. Παύλου
Τό νέον ἔτος 2021 εἰσάγει τόν ἑορτασμό τῶν 200 ἐτῶν ἀπό τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Ἡ ἐπέτειος αὐτή δέν πρέπει νά ἀρκεσθεῖ στή διοργάνωση ἐκδηλώσεων γιά τό ξεχωριστό γιά τήν ἱστορία μας γεγονός. Πρέπει νά στοχεύσει στόν ἐπανευαγγελισμό μας στήν ἐθνική ἱστορία, ὄχι στήν ἱστορία τῶν νεοεποχιτῶν διανοουμένων, πού τήν τραβᾶνε ἀπό τά μαλλιά, γιά νά στερεώσουν τίς καταστροφικές γιά τό ἔθνος ἀπόψεις τους.
Τό ποιός ἦταν ὁ σκοπός τῆς Ἐπαναστάσεως μᾶς τό λέει καλύτερα ἀπό τόν καθένα ὁ Ἀρχιστράτηγός της, ὁ θρυλικός Γέρος τοῦ Μωριᾶ:
«Ἡ ἐπανάστασις ἡ ἐδική μας δέν ὁμοιάζει μέ καμμιάν ἀπ’ ὅσες γίνονται τήν σήμερον εἰς τήν Εὐρώπην. Τῆς Εὐρώπης αἱ ἐπαναστάσεις ἐναντίον τῶν διοικήσεών των εἶναι ἐμφύλιος πόλεμος. Ὁ ἐδικός μας πόλεμος ἦτον ὁ πλέον δίκαιος, ἦτον ἔθνος μέ ἄλλον ἔθνος, ἦτον μέ ἕνα λαόν, ὁπού ποτέ δέν ἠθέλησε νά ἀναγνωρισθῆ ὡς τοιοῦτος, οὔτε νά ὁρκισθῆ, παρά μόνο ὅ,τι ἔκαμνε ἡ βία. Οὔτε ὁ Σουλτάνος ἠθέλησε ποτέ νά θεωρήση τόν Ἑλληνικόν λαόν ὡς λαόν, ἀλλ’ ὡς σκλάβους.
Μίαν φοράν, ὅταν ἐπήραμεν τό Ναύπλιον, ἦλθεν ὁ Ἅμιλτον νά μέ ἰδῆ, μοῦ εἶπε ὅτι: «Πρέπει οἱ Ἕλληνες νά ζητήσουν συμβιβασμόν, καί ἡ Ἀγγλία νά μεσιτεύση». Ἐγώ τοῦ ἀποκρίθηκα, ὅτι: Αὐτό δέν γίνεται ποτέ, ἐλευθερία ἤ θάνατος. Ἐμεῖς, Καπετάν Ἅμιλτον, ποτέ συμβιβασμόν δέν ἐκάμαμεν μέ τούς Τούρκους. Ἄλλους ἔκοψε, ἄλλους ἐσκλάβωσε μέ τό σπαθί καί ἄλλοι, καθώς ἡμεῖς, ἐζούσαμεν ἐλεύθεροι ἀπό γενεά εἰς γενεά. Ὁ βασιλεύς μας ἐσκοτώθη, καμμία συνθήκη δέν ἔκαμε, ἡ φρουρά του εἶχε παντοτινόν πόλεμον μέ τούς Τούρκους καί δύο φρούρια ἦτον πάντοτε ἀνυπότακτα». Mέ εἶπε: «Ποία εἶναι ἡ βασιλική φρουρά του, ποῖα εἶναι τά φρούρια;» – «Ἡ φρουρά τοῦ Βασιλέως μας εἶναι οἱ λεγόμενοι Κλέφται,τά φρούρια εἶναι ἡ Μάνη καί τό Σούλι καί τά βουνά». Ἔτζι δέν μέ ὁμίλησε πλέον».
Τό μαρτύριο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ στίς 10 Ἀπριλίου 1821, ἀνήμερα τοῦ Πάσχα, ἐξαγρίωσε τούς ἐπαναστάτες καί κατετάραξε ὁλόκληρο τόν χριστιανικό κόσμο. Ἡ φρικτή αὐτή πράξη ἄνοιξε τόν δρόμο γιά τήν ἀπελευθέρωση τῶν Ἑλλήνων, διέρρηξε κάθε σκέψη συμβιβασμοῦ καθιστώντας τόν ἀγώνα ἱερό.
Ὁ ξένος ἱστορικός G. Gervinus ἔγραψε γιά τό μαρτύριο τοῦ Πατριάρχη τά ἑξῆς: «Σέ ὅλες τίς ἐπαρχίες ἔδωσε τό σύνθημα γιά τήν πιό τρομερή ἐκδίκηση. Στιγμάτισε τόν Σουλτάνο στά μάτια ὅλων τῶν Ἑλλήνων μέ τό στίγμα τοῦ σφαγέα. Ἔδωσε στόν ἀγώνα τόν χαρακτήρα ἑνός καταστροφικοῦ πολέμου. Ἐξαφάνισε καί τήν τελευταία σκέψη μιᾶς πιθανότητας συμφιλίωσης, συμβιβασμοῦ καί ὑποταγῆς. Διήγειρε τόν οἶκτο ὅλου τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου ὑπέρ τοῦ δυστυχισμένου ἔθνους τῶν Ἑλλήνων. Ὑπῆρξε ἡ κρίσιμη ἀφορμή γιά τή ρήξη μεταξύ Ρωσίας καί Πύλης».
Ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ ἀγωνιστές ὑπῆρξαν εὐσεβέστατοι καί μᾶς ἄφησαν ἀτράνταχτα τεκμήρια τῆς εὐσεβείας τους. Τό ἰσχνό κρατίδιο πού ἐπέτρεψαν οἱ χριστιανικές δυνάμεις νά δημιουργηθεῖ ἦταν χριστιανικό καί Ὀρθόδοξο, παρότι τοῦ ἐπέβαλαν ἑτεροδόξους κεφαλές, πού φρόντισαν νά ἀποκόψουν τήν Ἐκκλησία ἀπό τήν πνευματική μή τρα τοῦ Γένους, τό Οἰκουμενικό Πα τριαρχεῖο, καί νά τήν καταστήσουν κρατική δομή, ἐλεγχόμενη ἀπό τόν καίσαρα. Αὐτή τήν παρακαταθήκη μᾶς κληροδότησαν οἱ πατέρες μας. Δυστυχῶς, σήμερα τό κράτος ἀγωνίζεται νά ἀποτινάξει ἀπό πάνω του τό ἱερό ἔνδυμα τῆς Ὀρθοδοξίας καί θέλει νά φορέσει τά ράκη τῆς οὐδετεροθρησκείας. Ἀποορθοδοξοποίησε τήν παιδεία καί ἐπιδιώκει τόν πλήρη ἐξοβελισμό τοῦ ὀρθοδόξου μαθήματος ἀπό τά σχολεῖα. Πάμπολλα εἶναι τά ἀντιευαγγελικά νομοσχέδια πού ψηφίστηκαν τά τελευταῖα χρόνια. Ἡ ἀθεΐα μέ περισσή θρασύτητα ὕψωσε τήν ἀναιδῆ κεφαλή της καί προκαλεῖ.
Ἀλήθεια, τί νόημα ἔχουν οἱ ἑορτασμοί γιά τό μεγάλο αὐτό γεγονός τῆς σύγχρονης Ἑλληνικῆς ἱστορίας; Ἡ μαρτυρική μας Μητρόπολη συμμετέχει στούς ἑορτασμούς καί μέ τήν ἔκδοση τοῦ παρόντος ἡμερολογίου, μέ τήν διάπυρη εὐχή νά συμβάλει στήν πνευματική ἀφύπνιση τῶν κοιμωμένων Νεοελλήνων, καθιστώντας τόν ἀγώνα ἱερό
Ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821
Τό 1821 ἀποτελεῖ μία ἀληθινή κοσμογονία, ἕνα θαῦμα. Τό θαῦμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ, μέ τήσύσταση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους ἐλεύθερου καί ἀνεξάρτητου.
Ἐπί τετρακόσια χρόνια ἡ ἀδούλωτη ἑλληνική ψυχή κυοφοροῦσετό θαῦμα αὐτό μέ τρόπο μυστικό, σιωπηλό καί μεγαλειώδη διατηρώντας ἀκμαία καί ἄγρυπνη τήν ἐθνική συνείδηση. Τό τροφοδοτοῦσε ἡ θρησκευτική πίστη, ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ, πού φώτιζε μέ τό ἱλαρό της φῶς τίς ψυχές τῶν ραγιάδων. Αὐτή τήν ἀλήθεια ἐξέφραζε ὁ στρατηγός Μακρυγάννης, ὅταν ἔγραφε: «Ἐσύ, Κύριε, θ’ἀναστήσεις τούς πεθαμένους Ἕλληνες, τούς ἀπογόνους αὐτεινῶν τῶν περίφημων ἀνθρώπων, ὁποῦ στόλισαν τήν ἀνθρωπότη μ’ἀρετή. Καί μέ τή δύναμή Σου καί τή δικαιοσύνη Σου θέλεις νά ξαναζωντανέψεις τούς πεθαμένους. Καί ἡ ἀπόφασή σου ἡ δίκια εἶναι νά ματαειπωθεῖ Ἑλλάς, νά λαμπρυνθεῖ αὐτείνη καί ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, καί νά ὑπάρξουν οἱ τίμιοι καί ἀγαθοί ἄνθρωποι, ἐκεῖνοι ὁποῦ περασπίζονται τό δίκιον».
Πίσω ἀπό τήν Μεγάλη Ἐπανάσταση βρισκόταν ἕνας ὁλόκληρος λαός, ἕνα ἔθνος, τό ἔθνος τῶν Ἑλλήνων, πού εἶχε προετοιμαστεῖ ψυχικά ἀπό τό Κρυφό Σχολειό, ἀπό τούς Διδασκάλους τοῦ Γένους, ἀπό τόν Πατροκοσμᾶ τόν Αἰτωλό, πού ὄργωσε κυριολεκτικά τήν Ἑλλάδα ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη ξυπνώντας συνειδήσεις καί φωτίζοντας τούς Ἕλληνες· ἀπό τούς Νεομάρτυρες, πού πότισαν μέ τό αἷμα τους τόν τόπο· ἀπό τήν Ἐκκλησία, πού κρατοῦσε ἀναμμένο τό καντήλι τῆς πίστεως, τῆς ἱστορίας, τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως.
Τά Μοναστήρια τροφοδοτοῦσαν τούς ἀρματολούς, παρεῖχαν καταφύγιο στούς διωκόμενους καί συχνά γίνονταν ἑστίες ἀντίστασης. «…Αὐτά τά μοναστήρια ἦταν τά πρῶτα προπύργια τῆς ἐπανάστασής μας – γράφει ὁ στρατηγός Μακρυγιάννης. Ὅτι ἐκεῖ ἦταν καί οἱ τζεμπιχανέδες (πυριτιδαποθῆκες) μας καί ὅλα τ’ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου, ὅτ’ ἦταν παράμερον καί μυστήριον ἀπό τούς Τούρκους».
«Ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση εἶναι ἁγιασμένη», γράφει ὁ Φώτης Κόντογλου. «Στήν Πόλη κρεμάστηκε ὁ Πατριάρχης ἀνοίγοντας πρῶτος τό μαρτυρολόγιο τῆς Ἐπανάστασης. Ὁ Ἀθανάσιος Διάκος πολέμησε σάν νέος Λεωνίδας καί σουβλίστηκε γιά τήν πίστη του. Ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, ὁ Ἡσαΐας Σαλώνων, ὁ Ρωγῶν Ἰωσήφ, ὁ Παπαφλέσσας… καί ἄλλοι πολλοί πολεμήσανε γιά τήν ἁγιασμένη πατρίδα τους. Στήν Τριπολιτσά κλειστήκανε στή φυλακή κατά τήν Ἐπανάσταση οἱ δεσποτάδες τοῦ Μοριᾶ καί οἱ περισσότεροι πεθάνανε μέ ἀβάσταχτα μαρτύρια. Τό ἴδιο καί στήν Πόλη, φυλακωθήκανε καί κρεμαστήκανε πολλοί δεσποτάδες».
Ὁ ἀγώνας τοῦ 1821 ἦταν «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία καί τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερία». Αὐτό ὑποδήλωναν οἱ γενναῖοι ἐκεῖνοι ἀγωνιστές καί μέ τά λόγια καί μέ τά ἔργα τους.
Ἡ σφραγίδα τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας ἔφερε χαραγμένοτόν Σταυρό.
Μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ γονατιστοί ἔδιναν τόν ὅρκο τους ὅσοι γίνονταν μέλη τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας.
«Μάχου ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος» προέτρεπε μέ τήν Προκήρυξη τῆς 24ης Φεβρουαρίου τοῦ 1821 ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης.
Τόν Σταυρό ἔφεραν ὡς σύμβολο νίκης οἱ σημαῖες τῶν ὁπλαρχηγῶν.
Τά Συντάγματα τῶν Ἐθνικῶν Συνελεύσεων μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος «τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος» ξεκινοῦσαν καί σ’αὑτήν ἐξέφραζαν τήν εὐγνωμοσύνη τους γιά τήν ἔκβαση τοῦ Ἀγώνα.
«Ὅταν ἐπιάσαμε τὰ ἄρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπὲρ πίστεως καὶ ἔπειτα ὑπὲρ πατρίδος». Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια γιάτήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση διατυπωμένη καθαρά καί ἀδιαμφισβήτητα ἀπό τά χείλη τοῦ μεγάλου Ἀρχιστράτηγου Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καί τῶν ἄλλων Ἀγωνιστῶν καί ἡρώων τῆς Ἐπανάστασης καί ἐπικυρωμένη ἀπό τά ἔργα τους.
Μιά σταχυολόγηση στιγμιότυπων ἀπό τή ζωή καί τό ἔργο τους μέσα ἀπό τίς προσωπικές τους ἀφηγήσεις ἤ τίς ἀφηγήσεις τῶν συγχρόνων τους θά ἐπιβεβαιώσει ὅτι τό τιτάνιο ἔργο τους πού ἔφερε τήν ἀνάσταση τοῦ Γένους μας μετά ἀπό τετρακοσίων χρόνων σκλαβιά ἦταν καρπός τῆς βαθύτατης πίστης τους καί τῆς καρδιακῆς προσευχῆς τους στόν Θεό, στή Θεοτόκο καί στούς ἁγίους.
Η ΠΙΣΤΗ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ ΤΟΥ 1821
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Ὁ Ἀρχιστράτηγος τῆς Ἑλληνικῆς ἐπανάστασης Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ἀφηγεῖται στά Ἀπομνημονεύματά του χαρακτηριστικά στιγμιότυπα ἀπό τή ζωή του:
«Μιά φορά ἐπῆγα εἰς τό πανηγύρι τῆς Ἁγίας Μονῆς, αὐτό τό Μοναστῆρι ἦτον μεγάλο καί ἐχαλάσθη εἰς τήν πρώτη Τουρκιά, ὅταν ἐπέρασα ἦτον μία μάνδρα χαλασμένη καί σκεπασμένη ἐκκλησιά μέ κλάδους δένδρων, τότε ἔταξα, ὅτι: Παναγία μου βοήθησέ
μας νά ἐλευθερώσωμεν τήν Πατρίδα μας ἀπό τόν Τύραννο, καί νά σέ φκιάσω καθώς ἤσουν πρῶτα (1803). Μέ ἐβοήθησε καί εἰς τόν δεύτερον χρόνον τῆς ἐπαναστάσεώς μας ἐπλήρωσα τό τάμα μου καί τήν ἔφκιασα».
«Ἔμεινα μόνος μου μέ τό ἄλογό μου εἰς τό Χρυσοβίτζι… Ἔκατσα ἕως ποῦ ἐσκαπέτισαν (διέφυγαν) με τα μπαϊράκια τους, ἀπέ ἐκατέβηκα κάτου. Ἦτον μία Ἐκκλησιά εἰς τόν δρόμον (ἡ Παναγία ‘σ τὸ Χρυσοβίτζι) καὶ το καθησιό μου ἦτο ὅπου ἔκλαιγα τήν Ἑλλὰς. Παναγία μου, βοήθησε καὶ τούτην τὴν φορά τους Ἕλληνες νὰ ἐμψυχωθοῦν!
Καί πῆρα ἕναν δρόμο κατά τήν Πιάνα… Σέ τρεῖς ἡμέραις ἔμασα 300 καί ἔρριξα τό ὀρδί μου εἰς τήν Πιάνα, ἀγνάντια ἀπό τήν Τριπολιτζᾶ τρεῖς ὧραις.
Σέ λίγο μπροστά μου ξεπετάγονταν ὀχτὼ ἀρματωμένοι, ὁ ἐξάδελφος μου ὁ Ἀντώνης Κολοκοτρώνης καὶ ἑπτὰ ἀνήψια του…
Τότε ἐμβήκαμεν εἰς τό Βαλτέτζι… Δώδεκα δεκατρεῖς Μαΐου ἦτον.
23 ὧραις ἐβάσταξε ὁ πόλεμος. Ἐκείνην τήν ἡμέρα ἦτον Παρασκευή, και ἔβαλα λόγον ὅτι: πρέπει νά νηστεύωμεν ὅλοι διά δοξολογίαν ἐκείνης τῆς ἡμέρας, καί νά δοξάζεται αἰώνας αἰώνων ἕως οὗ στέκει τό ἔθνος, διατί ἦτον ἡ ἐλευθερία τῆς πατρίδος…».
«Εἰς τά βασιλέματα τοῦ ἡλίου ἐβγῆκα ἀγνάντια εἰς τούς ἐδικούς μας στό γιοφύρι. Καθώς μέ εἶδαν… ποῦ ἤσουν; Ἐκεῖ πού μ’ ἀφήκατε κρυμμένος… Τήν ὁμιλίαν, ὁποῦ εἶπα, μέ ἄκουσαν ἐκεῖνοι, ὁποῦ ἦταν στό γεφύρι. Ἦταν μιά ὥρα νύκτα περασμένη καί σκοτάδι, καί τούς λέγω – ἔκαμα τό σταυρό μου: Ὅσοι ἀγαπᾶτε τήν Πατρίδα ἐλᾶτε κοντά μου. Ἐκίνησα, μέ ἀκολουθοῦν διακόσιοι…».
«Εἶναι θέλημα Θεοῦ. Εἶναι κοντά μας καί βοηθάει, γιατί πολεμᾶμε γιά τήν πίστι μας, γιά τήν πατρίδα μας, γιά τούς γέρους γονιούς, γιά τά ἀδύνατα παιδιά μας, γιά τήν ζωή μας, τήν λευτεριά μας… Καί ὅταν ὁ δίκαιος Θεός μᾶς βοηθάει, ποιός ἐχθρός μπορεῖ νά μᾶς κάνει καλά;»
«Ἔστειλε τό Βουλευτικό τόν Ἀναγνώστην Ζαφειρόπουλον ἀπό τό Ζυγοβίτσι καί τόν Ἀναγνώστη Παπαγιαννακόπουλον, διά νά ἰδοῦν τήν κατάστασιν τῶν στρατευμάτων καί τῶν ἐπαρχιῶν. Αὐτοί ἦλθαν εἰς τόν Ἅγιον Γεώργιον. Τούς εἶπα ὅτι, Ἡ Πατρίς μας κινδυνεύει. Μοῦ εἶπαν τά ὅσα ἦταν ἐπιφορτισμένοι νά μέ εἰποῦν… Τούς εἶπα: Νά πᾶτε νά τούς εἰπῆτε… ὅτι: Νά κινηθοῦν ὅσοι βαστοῦν ἄρματα καί πιστεύουν Χριστό καί ἀγαποῦν τήν Πατρίδα. Κρῆτες, Ἀϊβαλιῶτες, ὅτι εἶδος στρατεύματα κι ἄν ἦτον, καί ἄς ἔλθουν νά ἀπαντήσωμεν καί αὐτόν τόν μεγάλον κίνδυνον, καί ἐγώ γίνομαι μικρότερος ἀπ’ ὅλους».
[Θ. Κολοκοτρώνη, Διήγησις συμβάντων τῆς Ἑλληνικῆς Φυλῆς ἀπό τά 1770 ἕως τά 1836, ἐποπτεία – εἰσαγωγή Ἀπ. Δασκαλάκη]
Κάποτε ρώτησαν τον Κολκοτρώνη:
-Εσύ, στρατηγέ, με ποιους πας; Είσαι αγγλόφιλος;
-Όχι, αποκρίθηκε ο γέρος του Μωριά.
-Τότε θα είσαι γαλλόφιλος.
-Ούτε.
-Είσαι μήπως ρωσσόφιλος;
-Ούτε αυτό!
-Μα τότε, λοιπόν, τι είσαι;
Και τότε ο γέρος του Μωριά με τη συνηθισμένη του θυμοσοφία απάντησε:
-Εγώ ήμουν και θα είμαι πάντοτε θεόφιλος. Γιατί σαν το Θεό κανείς δεν αγαπά την Ελλάδα!
«Ὁ Θεός ὑπέγραψε τήν λευτεριά τῆς Ἑλλάδος καὶ δὲν θὰ πάρῃ πίσ ω την ὑπογραφή του»
Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μέ πρόταση τοῦ Γεωργίου Γενναδίου, δασκάλου τοῦ Γένους καὶ Γυμνασιάρχου στὸ Α’ Γυμνάσιο στὴν Πλάκα, μίλησε πρὸς τοὺς μαθητές στὶς 7 Ὀκτωβρίου τοῦ 1838 καί μεταξὺ ἄλλων εἶπε:
Παιδιά μου!
…Εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον κατοικοῦμε, ἐκατοικοῦσαν οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ ἡμεῖς καταγόμεθα καὶ ἐλάβαμε τὸ ὄνομα τοῦτο. Αὐτοὶ διέφεραν ἀπὸ ἡμᾶς εἰς τὴν θρησκείαν, διότι ἐπροσκυνοῦσαν τὲς πέτρες καὶ τὰ ξύλα. Ἀφοῦ ὕστερα ἦλθε στὸν κόσμο ὁ Χριστός, οἱ λαοὶ ὅλοι ἐπίστευσαν εἰς τὸ Εὐαγγέλιό του, καὶ ἔπαυσαν νὰ λατρεύουν τὰ εἴδωλα. Δὲν ἐπῆρε μαζί του οὔτε σοφοὺς οὔτε προκομμένους, ἀλλ᾿ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, χωρικοὺς καὶ ψαράδες, καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔμαθαν ὅλες τὲς γλῶσσες τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖοι, μολονότι ὅπου καὶ ἂν ἔβρισκαν ἐναντιότητες καὶ οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ τύραννοι τοὺς κατέτρεχαν, δὲν ἠμπόρεσε κανένας νὰ τοὺς κάμῃ τίποτα. Αὐτοὶ ἐστερέωσαν τὴν πίστιν.
…Πρέπει να φυλάξετε τὴν πίστη σας καὶ νὰ τὴν στερεώσετε, διότι, ὅταν ἐπιάσαμε τὰ ἄρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπὲρ πίστεως καὶ ἔπειτα ὑπὲρ πατρίδος».
Μακρυγιάννης
Ὁ Στρατηγός Μακρυγιάννης ἀφηγεῖται γιά τή ζωή του καί ἐκφράζει τούς στοχασμούς του στά Ἀπομνημονεύματά του:
«’Ἕγινα ὡς δεκατέσσερων χρονῶν καί πῆγα εἰς ἕναν πατριώτη μου εἰς Ντεσφίνα. Ἦταν ὁ ἀδελφός του μέ τόν Ἀλήπασια καί ἦταν ζαπίτης αὐτός εἰς τήν Ντεσφίναν (=ὑπεύθυνος γιά τήν πειθαρχία καί τήν ἀσφάλεια τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς). Στάθηκα μέ ἐκεῖνον μίαν ἡμέρα. Ἦταν γιορτή καί παγγύρι τ’ Ἁγιαννιοῦ. Πήγαμεν εἰς τό παγγύρι, μό ‘δωσε τό ντουφέκι του νά τό βαστῶ. Ἐγώ θέλησα νά ρίξω, ἐτζακίστη. Τότε μ’ ἔπιασε σέ ὅλον τόν κόσμον ὀμπρός και με πέθανε εἰς τό ξύλο. ∆έν μ’ ἔβλαβε τό ξύλο τόσο, περισσότερον ἡ ντροπή τοῦ κόσμου. Τότε ὅλοι τρώγαν καί πίναν καί ἐγώ ἔκλαιγα. Αὐτό τό παράπονον δέν ηὗρα ἄλλον κριτή νά τό εἰπῶ νά μέ δικιώσῃ, ἔκρινα εὔλογον νά προστρέξω εἰς τον Ἁϊγιάννη, ὅτι εἰς τό σπίτι του μό’ ‘γινε αὐτείνη ἡ ζημία και ἡ ἀτιμία.
Μπαίνω τήν νύχτα μέσα εἰς τήν ἐκκλησιά του καί κλειῶ τήν πόρτα κι’ ἀρχινῶ τά κλάματα μέ μεγάλες φωνές καί μετάνοιες, τ’ εἶναι αὐτό ὁποῦ ‘γινε ‘σέ μέναν, γομάρι εἶμαι νά μέ δέρνουν; Καί τόν περικαλῶ να μοῦ δώσῃ ἄρματα καλά κι’ ἀσημένια καί δεκαπέντε πουγγιά χρήματα καί ἐγώ θά τοῦ φκιάσω ἕνα μεγάλο καντήλι ἀσημένιον. Μέ τίς πολλές φωνές κάμαμεν τίς συμφωνίες μέ τόν ἅγιον».
«…Ὅτ’ ἦταν πανούκλα εἰς τήν Ἄρτα καί ἦταν ἔλλειψη τό ψωμί. Τότε ἔφκιασα ντουφέκι ἀσημένιον, πιστιόλες καί ἄρματα καί ἕνα καντήλι καλό. Καί ἀρματωμένος καλά καί συγυρισμένος τό πῆρα καί πῆγα εἰς τόν προστάτη μου καί εὐεργέτη μου κι’ ἀληθινόν φίλον, τόν Ἁϊγιάννη, καί σώζεται ὥς τόν σήμερον -ἔχω και τ’ ὄνομά μου γραμμένο εἰς τό καντήλι. Καί τόν προσκύνησα μέ δάκρυα ἀπό μέσα ἀπό τά σπλάχνα μου, ὅτι θυμήθηκα ὅλες μου τίς ταλαιπωρίες ὁποῦ δοκίμασα…».
«Ἐκεῖ ὁπού φκειανα τίς θέσες εἰς τούς Μύλους ἦρθε ὁ Ντερνύς νά μέ ἰδῆ. Μοῦ λέγει: «Τί κάνεις αὐτοῦ; Αὐτές οἱ θέσες εἶναι ἀδύνατες, τί πόλεμον θά κάμετε μέ τόν Μπραΐμη αὐτοῦ; – Τοῦ λέγω, εἶναι ἀδύνατες οἱ θέσες κ’ ἐμεῖς, ὅμως εἶναι δυνατός ὁ Θεός ὁποῦ μᾶς προστατεύει, καί θά δείξωμεν τήν τύχη μας σ’ αὐτές τίς θέσες τίς ἀδύνατες. Κι’ ἄν εἴμαστε ὀλίγοι εἰς τό πλῆθος τοῦ Μπραΐμη, παρηγοριώμαστε μ’ ἕναν τρόπον, ὅτι ἡ τύχη μᾶς ἔχει τούς Ἕλληνες πάντοτε ολίγους. Ὅτι ἀρχή καί τέλος, παλαιόθεν καί ὥς τώρα, ὅλα τά θερία πολεμοῦν νά μᾶς φᾶνε καί δέν μποροῦνε, τρῶνε ἀπό ’μᾶς καί μένει καί μαγιά. Καί οἱ ὀλίγοι ἀποφασίζουν νά πεθάνουν, κι’ ὅταν κάνουν αὐτείνη τήν ἀπόφασιν, λίγες φορές χάνουν καί πολλές κερδαίνουν. Ἡ θέση ὁποῦ εἴμαστε σήμερα ἐδῶ εἶναι τοιούτη καί θά ἰδοῦμεν τήν τύχη μας οἱ ἀδύνατοι μέ τούς δυνατούς. – «Τρε μπιεν», λέγει κι’ ἀναχώρησε ὁ ναύαρχος».
«Ἐσύ, Κύριε, θ’ ἀναστήσης τούς πεθαμένους Ἕλληνες, τούς ἀπογόνους αὐτεινῶν τῶν περίφημων ἀνθρώπων, ὁποῦ στόλισαν τήν ἀνθρωπότη μ’ ἀρετή. Καί μέ τήν δύναμή σου καί τήν δικαιοσύνη σου θέλεις νά ξαναζωντανέψης τούς πεθαμένους καί ἡ ἀπόφασή σου ἡ δίκια εἶναι νά ματαειπωθῆ Ἑλλάς, νά λαμπρυθῆ αὐτείνη καί ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ καί νά ὑπάρξουν οἱ τίμιοι καί οἱ ἀγαθοί ἄνθρωποι, ἐκεῖνοι ὁποῦ ’περασπίζονται τό δίκιον».
«Ὅταν σηκώσαμεν τὴν σημαίαν ἐναντίον τῆς τυραγνίας ξέραμεν ὅτι εἶναι πολλοὶ αὐτεῖνοι καὶ μαχητικοὶ κι’ ἔχουν καὶ κανόνια κι’ ὅλα τα μέσα. Ἐμεῖς σὲ οὖλα εἴμαστε ἀδύνατοι. Ὅμως ὁ Θεὸς φυλάγει καὶ τοὺς ἀδύνατους, κι’ ἂν πεθάνωμεν, πεθαίνομεν διὰ τὴν Πατρίδα μας, διὰ τὴν Θρησκείαν μας καὶ πολεμοῦμεν ὅσο μποροῦμε ἐναντίον τῆς τυραγνίας κι’ ὁ Θεὸς βοηθός…».
«Χωρὶς ἀρετὴ καὶ πόνο εἰς τὴν πατρίδα καὶ πίστη εἰς την θρησκεία τους ἔθνη δεν ὑπάρχουν»
«…Τούτην τὴν πατρίδα τὴν ἔχομεν ὅλοι μαζί, καὶ σοφοὶ κι’ ἀμαθεῖς καὶ πλούσιοι καὶ φτωχοὶ καὶ πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ καὶ οἱ πλέον μικρότεροι ἄνθρωποι, ὅσοι ἀγωνιστήκαμεν, ἀναλόγως ὁ καθείς, ἔχομεν νὰ ζήσωμεν ἐδῶ. Τὸ λοιπὸν δουλέψαμεν ὅλοι μαζί, νὰ τὴν φυλᾶμε κι’ ὅλοι μαζὶ καὶ νὰ μὴ λέγη οὔτε ὁ δυνατὸς «ἐγώ», οὔτε ὁ ἀδύνατος. Ξέρετε πότε νὰ λέγει ὁ καθεὶς «ἐγώ»; Ὅταν ἀγωνιστῆ μόνος του καὶ φκειάση, ἢ χαλάση, νὰ λέγη ἐγώ, ὅταν ὅμως ἀγωνίζονται πολλοὶ νὰ φκειάνουν, τότε νὰ λένε «ἐμεῖς». Εἴμαστε εἰς τὸ «ἐμεῖς» κι’ ὄχι εἰς τὸ «ἐγώ». Καὶ εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μάθωμεν γνώση, ἂν θέλωμεν νὰ φκειάσωμεν χωριόν, νὰ ζήσωμεν ὅλοι μαζί….».
«Κι’ ὅσο ἀγαπῶ τὴν πατρίδα μου δὲν ἀγαπῶ ἄλλο τίποτας. Να ρθῆ ἕνας νὰ μοῦ εἰπῆ ὅτι θὰ πάγη ὀμπρὸς ἡ πατρίδα, στρέγομαι νὰ μοῦ βγάλη καὶ τὰ δυό μου μάτια. Ὅτι ἂν εἶμαι στραβός, καὶ ἡ πατρίδα μου εἶναι καλά, μὲ θρέφει, ἂν ἡ πατρίδα μου ἀχαμνά, δέκα μάτια νάχω, στραβὸς θανὰ εἶμαι. Ὅτι σ’ αὐτείνη θὰ ζήσω, δὲν ἔχω σκοπὸ νὰ πάγω ἀλλοῦ».
«Τά σημειώνω κι ἐγώ ἐδῶ ἴσως ἐσεῖς οἱ μεταγενέστεροι, σάν ἰδῆτε τήν ἀρετή μας, θά εἶστε ‘λικρινώτεροι διά τήν πατρίδα. Γλυκώτερον πρᾶμα δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν πατρίδα καί θρησκεία. Ὅταν δι’αὐτά τόν ἄνθρωπον δέν τόν τύπτει ἡ συνείδησή του, ἀλλά τά δουλεύη ὡς τίμιος καί τά προσκυνᾶ, εἶναι ὁ πλέον εὐτυχής καί πλέον πλούσιος».
[Ἀπομνημονεύματα Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη]
Μάρκος Μπότσαρης
Ἀφηγεῖται ὁ Φρανσουά Πουκεβίλ, Γάλλος ἰατρός, περιηγητής, διπλωμάτης καί ἱστορικός:
Ὁ Μᾶρκος Μπότσαρης ὅταν ἔλαβε τό ἔγγραφον διά τοῦ ὁποίου ἡ ἑλληνική κυβέρνησις διώριζεν αὐτόν στρατάρχην τῆς Δυτικῆς Ἑλλάδος, ἠσπάσθη αὐτό εὐλαβῶς καί εἶτα τό ἔσχισε ἀνακράζων:
«Σφραγίδας ἐκ τοῦ αἵματος ἡμῶν ἀπαιτοῦσιν ἀπό τοῦδε οἱ διορισμοί!
Φίλοι, ἡ κοινή ἡμῶν πατρίς εὑρίσκεται ἤ ἐν τῇ νίκῃ ἤ εἰς τά ἔνδοξα τοῦ Ὑψίστου σκηνώματα, οὗτινος ὑπερασπίζομεν τόν ἀγῶνα».
Εὑρίσκετο εἰς ἀπόστασιν μιᾶς καί ἡμισείας λεύγας μακράν (ἀπό τό Καρπενήσι), ὀ Μᾶρκος Μπότσαρης καί εὐθύς ὥς ὁ ἥλιος ἔδυσε, ἐξεκίνησε παραγγέλλων τόν καπετάν Βεσλίν ὅπως ἀποκόψῃ τήν ἀποχώρησιν τοῦ ἐχθροῦ… Τήν αὐτήν διεύθυνσιν ἔδωκε καί εἰς 350 στρατιώτας τοῦ Καραΐσκου… Ἄφηκε τόν ἀδελφόν αὐτοῦ Κωνσταντίνο μετά τῆς ἐφεδρείας, προειδοποιῶν καί ἀρχηγούς καί στρατιώτας ὅπως οὐδόλως κινηθῶσι προτοῦ ἀκούσωσι τάς σάλπιγγας ἅς ἔφερε μεθ’ αὑτοῦ.
Ἕκαστος ἀνεχώρησε, ὁ δέ Μᾶρκος Μπότσαρης, προσευχηθείς περί τήν 10ην ὥραν τῆς ἑσπέρας ὅπως καί οἱ στρατιῶται αὐτοῦ, ἔδωκε τό σημεῖον τῆς άναχωρήσεως κραυγάζων:
«Ὁ Θεός μᾶς βλέπει καί μᾶς ὁδηγεῖ!»
Τηροῦντες τήν βαθυτέραν σιγήν ἐξεκίνησαν παραχρῆμα κραυγάζοντες:
«Ὁ Θεός μᾶς βλέπει καί μᾶς ὁδηγεῖ! Ὁ Ὕψιστος ἄς μᾶς βοηθήση».
[Ἱστορία τῆς ἀναγεννήσεως τῆς Ἑλλάδος, Φ. Πουκεβίλ]
Κίτσος Τζαβέλας
«Πάργιοι,
Ὁ ὄφις ἐπατάχθη ἀπό τόν Σταυρόν… Ἡ ἱερά σημαία τοῦ Σταυροῦ κυματίζει ἁπανταχοῦ τῆς Ἠπειρωτικῆς ἀκτῆς. Πάργιοι καί ἑπτανήσιοι προσθέσατε τάς δυνάμειςὑμῶν μετά τῶν Σουλιωτῶν. Αἱ σημαῖαι ἡμῶν φέρουσιν ἕνα σταυρόν καί ἕνα στέφανον ἐκ δάφνης. Ἐλευθερία! Θρησκεία! Πατρίς! Ἰδού τό ἔμβλημα ἡμῶν. Ἡ εἰρήνη ἔστω μεθ’ὑμῶν, ἀδελφοί. Ἡμεῖς λέγομεν τήν ἀλήθειαν, ἄλλοι δ’εἰσίν ἐκεῖνοι, οἵτινες θέλουσι νά ἐξαπατήσωσιν ὑμᾶς.
28 Ἰουνίου 1821
Οἱ ὁπλαρχηγοί
Μᾶρκος Βότσαρης
Κίτσος Τζαβέλας»
[Ν. Ἀγγελίδου, «Ἡ ἑλληνική Σημαία ἐπί Τουρκοκρατίας» περιοδ. «Ἑλληνισμός» ἔτος 11, Ἰούλιος 1908]
Ἀθανάσιος Διάκος
Ὁ Ἀθανάσιος Διάκος ὅταν ἔμαθε ὅτι ὁ ἐχθρός ἔφτασε στό Ζητούνι, συγκάλεσε τούς συναγωνιστές του καί εἶπε τά ἑξῆς:
«Ἀδελφοί Ἕλληνες! Ἔπειτα ἀπό τετρακοσίων χρόνων σκληράν σκλαβίαν, ὁ Θεός εὐσπλαγχισθείς ἀπεφάσισε νά μᾶς δώση τήν ελευθερίαν, καθώς τήν ἐχαίροντο μίαν φοράν οἱ προπάτορές μας, πλήν διά νά τήν ἀπολαύσωμεν, πρέπει ν’ ἀναποφασίσωμεν ν’ ἀποθάνωμεν μέ τά ὅπλα εἰς τάς χεῖρας, καί τότε ἄς τήν χαρῶσιν οἱ μεταγενέστεροί μας. Ἡμεῖς ὡς τόσον θέλομεν ἀπολαύσει τά δύο μεγαλήτερα καλά, τόν παράδεισον καί τήν αἰώνιον μνήμην τῶν μεταγενεστέρων. Ἐπειδή διά τόν παράδεισον καί τήν ἐλευθερίαν ἀποθνήσκομεν. Ἄν ὅμως δειλιάσωμεν τώρα, τότε αἰωνίως ἐχάθημεν καί ἡμεῖς καί ὅλον τό ἔθνος μας. Ὅθεν, ὅποιος ἀγαπᾶ μέ τήν ἀλήθειαν, τήν πίστιν καί τήν πατρίδα, ἄς δράξη τά ὅπλα, καί ἄς ἔλθη μαζί μου».
[Χριστοφόρου Περραιβοῦ, «Ἀπομνημονεύματα πολεμικά» στό Ἀπομνημονεύματα Ἀγωνιστῶν του 21, τ. 2ος]
Γεώργιος Καραϊσκάκης
Ὁ ἀρχιστράτηγος τῆς Ρούμελης Γεώργιος Καραϊσκάκης, ἐκστρατεύοντας κατὰ τὸ 1826 ἀπὸ τὴν Ἐλευσίνα πρὸς τὴν Κεντρικὴ Ρούμελη, γιὰ νὰ ἐμποδίσει τὶς κινήσεις τοῦ Κιουταχῆ – παραμονὲς τῆς μάχης στὴν Ἀράχωβα – πέρασε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Σεραφεὶμ Δομβοῦς,τό ὁποῖο τό 1821 εἶχε γίνει ὁρμητήριο ἐπιχειρήσεων τῶν Ἑλλήνων ἀγωνιστῶν. Ἐκεῖ προσκύνησε μπροστὰ στὴν Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου καὶ εἶπε:
«Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, βοήθησέ με, γιὰ νὰ καταστραφοῦν οἱ ἐχθροί. Μπορεῖς, γιατί ἔχεις πολλὴ παρρησία πρὸς τὸν φιλάνθρωπο Θεό. Ὅλη ἡ ἐλπίδα μου καὶ ἡ ἐλπίδα τοῦ στρατοῦ μου ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ δική σου προστασία. Τίποτε δὲν μπορῶ νὰ ἐπιτύχω δίχως τὴ δική σου θερμὴ προστασία καὶ ἀντίληψη».
Ἀφοῦ ἀσπάστηκε τὴν ἱερὴ Εἰκόνα μ’ εὐλάβεια, βγῆκε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι καὶ ἐκστράτευσε ἐναντίον τῶν Τούρκων, ποὺ εἶχαν ὀχυρωθεῖ στὴν Ἀράχωβα καί τοὺς συνέτριψε. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴ τὴ μεγαλειώδη νίκη ὁ Καραϊσκάκης καὶ οἱ στρατιῶτες του εὐχαρίστησαν καὶ τὸν Θεὸ καὶ τὸν Ἅγιο Σεραφεὶμ καὶ μαζί τους οἱ ἀπελευθερωμένοι Ἕλληνες. [Κ. Β. Καραστάθη: Ὅσιος Σεραφείμ, ὁ ἐκ Ζελίου Λοκρίδος Μοναστής τῆς Δομβοῦς Βοιωτίας, Ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φθιώτιδος, 2010].
Ὕστερα ἀπὸ τοὺς περίφημους πολέμους τῆς Ἀράχωβας, τοῦ Διστόμου καὶ τόσους ἄλλους, ὁ Καραϊσκάκης μὲ τὸ στρατό του εἶχε κινήσει κι ήνας, πού κινδύνευε ἀπὸ τὸν Κιουταχῆ. Ἔφτασε στὸ μοναστήρι τοῦ Ἅγιου Σεραφείμ, ὅπου βρίσκεται καὶ τὸ λείψανό του. Ἐκεῖ ὁ Καραϊσκάκης γονατιστὸς στὸν ἅγιο τάφο κοντά, μ’ ὅλα τὰ παληκάρια του, προσευχήθηκε·
«Βοήθησέ μας, Ἁϊσεραφείμ, νὰ διώξωμε τὸν Κιουτάγια ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, νὰ γλυτώσωμε τοὺς κλεισμένους χριστιανοὺς καὶ νὰ κάμωμε στοὺς Τούρκους δεύτερη Ἀράχωβα, καὶ νὰ σοῦ φέρω χρυσὸ καντήλι στὸν τάφο σου καὶ λαμπάδες ἑκατὸ ἴσα μὲ τὸ κορμί μου καὶ νὰ στολίσω σὰν παλάτι τὸ μοναστήρι σου!»
Κι’ ὅλος ὁ στρατὸς ξεσκούφωτος καὶ γονατισμένος εἶπε τὴν ἴδια προσευχή. [Ἰωάννη Βλαχογιάννη, Ἡ βιογραφία τοῦ στρατηγοῦ Γεωργίου Καραϊσκάκη].
Ἀπευθυνόμενος πρός τούς Στερεοελλαδίτες ὁ Γ. Καραϊσκάκης ἔγραφε:
«Εἶναι φανερόν, ἀδελφοί, ὅτι ὅλοι μαζί ἐδράξαμεν τά ὅπλα ἐξ ἀρχῆς… κατά τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ τῆς πατρίδος καί τῆς θρησκείας μας… Ἑνωθῆτε μαζί μας, διά νά ἐξολοθρεύσωμεν ὁμοθυμαδόν τόν ἐχθρόν καί νά ἐλευθερώσωμεν διά πάντα τήν πατρίδα καί τήν θρησκείαν».
Ὁ Γεώργιος Καραϊσκάκης δώρισε τήν ἀργυρόχρυση ἐπένδυση τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας Προυσιώτισσας ὡς ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης, ἐπειδή γιατρεύτηκε ἀπό τή θέρμη κατά τήν παραμονή του στό μοναστήρι. Πάνω ἀπό τόν δεξιό ὦμο τῆς Παναγίας ὑπάρχει ἡ ἀνάγλυφη ἐπιγραφή, δεῖγμα τῆς εὐλάβειας καί τῆς βαθύτατης ἀγάπης τοῦ Καραϊσκάκη γιά τήν Παναγία:
«Ἡ Παντάνασσα. Δι’ ἐξόδων τοῦ γενναιοτάτου στρατηγοῦ Γεωργίου Καραϊσκάκη, χειρί Γεωργίου Καρανίκα, 1824».
Ἐπίσης, δώρισε τά τρία παράσημά του, ἀσημένια ἀστέρια, ὅλα μέρος τοῦ τάματος πού εἶχε κάνει στήν Παναγία. Ἡ ἰδιαίτερη σχέση τοῦ Καραϊσκάκη μέ τή μονή τῆς Προυσσιώτισσας καί τήν Παναγία σφυρηλατήθηκε καθόλη τή δράση του καί παραμονή του στήν περιοχή τῶν Ἀγράφων.
Κωνσταντίνος Κανάρης
Ὁ πυρπολητής τῆς τουρκικῆς ναυαρχίδας στή Χίο Κωνσταντίνος Κανάρης ἀφηγεῖται:
«Μία δύναμις μέ ἅρπαξε ἀπό τήν λιτανείαν πρίν φύγουμε ἀπό τά Ψαρά γιά τή Χίο. Μία δύναμις θεϊκή μέ γιγάντωσε… Αὐτή ἡ θεία δύναμις μοῦ ἔδωσε θάρρος διά να φθάσω μέ τό πυρπολικό μου στήν Τουρκική Ναυαρχίδα… Οἱ Τοῦρκοι ἦταν τόσοι, ὥστε ἐάν ἔπτυον ἐπάνω μας θά μᾶς ἔπνιγαν ἀναμφιβόλως… Εἰς τό ὄνομα τοῦ Κυρίου φώναξα ἐκείνη τή στιγμή. Ἔκανα τό Σταυρό μου καί πήδηξα στή βάρκα. Οἱ φλόγες τοῦ πυρπολικοῦ μεταδόθηκαν στήν Ναυαρχίδα, πού τινάχθηκε στόν ἀέρα καί παρέσυρε στό θάνατο χιλιάδες Τουρκους…».
Μαντώ Μαυρογένους
«Ξημέρωνε ἡ 22α Ὀκτωβρίου 1822. Ἀπό τ’ ἀνατολικά τῆς Μυκόνου πρός τήν βραχώδη νησίδα “Σταπόδια”, φάνηκε ἀπ’ τόν ὁρίζοντα ὁ ὀθωμανικός στόλος τοῦ καπουδάν πασᾶ, ἐρχόμενος ἀπό τή Σούδα. Οἱ φρουροί πού ἀγρυπνοῦσαν μερόνυχτα, στό ψηλότερο μέρος τοῦ νησιοῦ, ἔδωσαν ἀμέσως τό σινιάλο τοῦ κινδύνου.
Διακόσιοι Τοῦρκοι καί Ἀλγερίνοι μέ τήν πράσινη σημαία τους, σάν μαινόμενα λιοντάρια ἐπιχειροῦν ἀπόβαση κι’ ὁρμοῦν νά κατασπαράξουν τούς Μυκονιάτες, φωνάζοντας σά δαιμονισμένοι.
-“Ἀλλάχ, Ἀλλάχ, Μωχάμετ. Θάνατο στούς γκιαούρ!”
Ἡ Μαντώ μέ ὅλα τά παλληκάρια της ὁρμάει ἀκάθεκτη άνάμεσά τους. Οἱ ἐχθρικές σφαῖρες τή βάζουν στόχο. Μά ἐκείνη, ἀψηφώντας τό θάνατο, ὀρθώνεται γιγάντια μέ τό σπαθί ὑψωμένο καί κτυπάει ἀλύπητα τόν ἐχθρό. Ὕστερα ἀπό λυσσώδη ἀγώνα οἱ Ἀφρικανοί σκορπίζονται, φεύγουν νικημένοι πρός τή θάλασσα σάν πνεύματα τοῦ σκότους μπρός στήν πύρινη ρομφαία ἑνός Ἀρχαγγέλου.
Ἀφήνουν πίσω 17 νεκρούς καί 60 πληγωμένους καί πολλά πυρομαχικά. Καί ὡς βλέπει ἡ Μαντώ στά πόδια της τό κεφάλι τοῦ μαύρου ἀρχηγοῦ τους, φωνάζει θριαμβευτικά ὑψώνοντας τή σημαία:
– Νίκη στό Σταυρό μας, τιμή καί δόξα στούς γενναίους μας!”»
[Ἀθηνᾶς Ταρσούλη, Μαντώ Μαυρογένους]
Ἀνδρέας Μιαούλης
Ὁ Ὑδραῖος ναύαρχος Ἀνδρέας Μιαούλης εἶχε τοποθετήσει ἕνα μεγάλο ξύλινο σταυρό στό καράβι του τόν «Ἄρη», καί ἔβαλε νά χαράξουν κάθετα: «Σταυροῦ τύπος ἐχθροῖς τρόμος». Καί ὁριζόντια: «Σταυρός πιστῶν τό στήριγμα».
Ἔγραφε: «Ὁ Ἔφορος τῆς Ἑλλάδος Θεός ἐνέπνευσεν εἰς τάς καρδίας τῶν ἐχθρῶν μας ἄκραν δειλίαν καί φόβον. Ἐλπίζω δέ ἐντός ὀλίγου, μέ τήν βοήθειαν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί τῶν θεοπειθῶν τῆς Πατρίδος εὐχῶν, νά σᾶς χαροποιήσω…».
Ὅταν νικοῦσε ἔγραφε: «Ἡ δεξιά σου, Κύριε, δεδόξασται».
[Νικ. Π. Βασιλειάδη, Γιά τήν Ἐλευθερία, ἐκδ. Ὁ Σωτήρ]
Ὁ Ὅρκος τῶν Ἱερολοχιτῶν
«…Ὡς Χριστιανός ὀρθόδοξος καί υἱός τῆς ἡμετέρας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ὁρκίζομαι… νά διαμείνω πιστός εἰς τήν Θρησκείαν μου καί εἰς τήν Πατρίδαμου… Ὁρκίζομαι νά χύσω καί αὐτήν τήν ὑστέρα ρανίδα τοῦ αἵματός μου ὑπέρ τῆς Θρησκείας καί τῆς Πατρίδος μου. Νά χύσω τό αἷμα μου, ἵνα νικήσω τούς ἐχθρούς τῆς Θρησκείας μου ἤ νά ἀποθάνω ὡς Μάρτυς διά τόν Ἰησοῦν Χριστόν…».
Ἄνθιμος Γαζῆς
«…Ἡ ἡμέρα ἐκείνη, τήν ὁποίαν ἐπιθυμοῦσαν οἱ πατέρες μας νά τήν ἰδοῦν, ἔφθασε καί ὁ Νυμφίος ἔρχεται…Ἔφθασεν ὀ καιρός ἵνα λάμμψῃ πάλιν ὁ Σταυρός καί νά λάβῃ πάλιν ἡ Ἑλλάς, ἡ δυστυχής Πατρίς μας τήν ἐλευθερίαν της».
«Ὅ, τι καί ἄν ἐκάμαμεν, εἴτε ἐγώ, εἴτε οἱ συνάδελφοί μου, εἴτε ὡς ἑταῖροι, εἴτε ὡς ἀγωνισταί, ἦτο ἔμπνευσις καί ἔργον τῆς Θείας Προνοίας, καί οὐδέν ἠθέλομεν πράξειἄνευ τῆς ἐμπνεύσεως ταύτης.»
ἈλέξανδροςὙψηλάντης
«Μάχου ὑπέρ Πίστεως καί Πατρίδος… Ἡ θεία πρόνοια, ὦ φίλοι συμπατριῶται, εὐπλαγχνισθεῖσα πλέον τάς δυστυχίας μας, ηὐδόκησεν οὕτω τά πράγματα, ὥστε μέ μικρόν κόπον θέλομεν ἀπολαύσῃ μέ τήν ἐλευθερίαν πᾶσαν εὐδαιμονίαν… Εἶναι καιρός νά ἀποτινάξωμεν τόν ἀφόρητον ζυγόν, νά ἐλευθερώσωμεν τήν Πατρίδα, νά κρημνίσωμεν ἀπό τά νέφη τήν ἡμισέλινον, διά νά ὑψώσωμεν τό σημεῖον, δι’ οὗ πάντοτε νικῶμεν, λέγω τόν Σταυρόν, καί οὕτω νά ἐκδικήσωμεν τήν Πατρίδα, καί τήν ὀρθόδοξον ἡμῶν πίστιν ἀπό τήν ἀσεβῆ τῶν ἀσεβῶν καταφρόνησιν».
[Προκήρυξη Ἀλ. Ὑψηλάντη, Ἰάσιον 24 Φεβρ. 1821]
«Ἄς κινηθῶμεν οὖν μέ ἔνθερμον χριστιανισμοῦ ζῆλον, καί μέ ἀγάπην πρός τήν πατρίδα, καί ἄς ὁρμήσωμεν ἐναντίον τῶν χριστιανομάχων θηρίων, ἐναντίον τῶν διωκτῶν τῆς δικαιοσύνης. Ἄς σπεύσωμεν μέ τήν πίστιν εἰς τήν καρδίαν, καί μέ τήν μάχαιραν εἰς τήν χεῖρα ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος, διά νά ἑνωθῶμεν μετά τῶν ἀδελφῶν μας, οἵτινες ἄλλο δέν περιμένουν, εἰμή μόνον τήν παρουσίαν μας».
[Ἀλ. Ὑψηλάντης, 5 Μαΐου 1821]
Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης
Ὁ Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Θ. Κολοκοτρώνη:
«Ιδού ὁ Θεὸς μεθ’ ἠμῶν, ὃς ἐπάταξεν ἔθνη πολλὰ καὶ ἀπέκτεινε βασιλεῖς κραταιούς. Ὁ Παντοκράτωρ Θεὸς δὲν μᾶς ἀφήνει εἰς τὴν διάκρισιν τοῦ ἐχθροῦ. Ἀλλὰ εἶναι σύμμαχός μας, καθὼς πολλάκις τὸ εἴδομεν καὶ ἄμποτε εἰς τὸ ἑξῆς διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ καὶ διὰ τῆς ἐνεργείας καὶ γενναιότητός σας νὰ ἀφανισθῇ ὁ ἐχθρὸς ἐξ ὁλοκλήρου…».
Ὁ γιός τοῦ Πετρόμπεη τραυματίστηκε ἀπό ἐχθρικό βόλι στό δεξί χέρι. Ἡ ἔλλειψη γιατρῶν εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ὁ νεαρός Μανιάτης νά χάσει πολύ αἷμα καί ὅταν τελικά μεταφέρθηκε στήν Ἀρκαδιά (Κυπαρισσία) ἦταν πλέον πολύ ἀργά.
«Ἀδελφοί Ἕλληνες!
Εὐχαρίστως ἔπιον καί τό πικρόν τοῦτο ποτήριον. Ἐθυσιάσθη ἐνδόξως μαχόμενος ὑπέρ πίστεως καί ὑπέρ πατρίδος καί ἕτερος φίλτατός μου υἱός Ἰωάννης Μαυρομιχάλης, ὅστις ἐτραυματίσθη κατά τήν ἐν Νεοκάστρῳ μάχην εἰς τάς 14 Ἀπριλίου 1825, ἀνδρείως πολεμῶν τόν βάρβαρον ἐχθρόν, καί μετά ὀκτώ ἡμέρας παρέδωκε τό πνεῦμα του εἰς τόν Θεόν. Οὗτος ὁ ἔνδοξος μάρτυς τῆς φιλτάτης ἐλευθερίας, ἤδη ἐπαναπαύεται εἰς τούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ καί ἀγάλλεται ἀξιωθείς νά ἐπισφραγίσῃ τήν δόξαν του μέ τοιοῦτον ἔντιμον θάνατον…».
Ἐν Τριπολιτσᾷ, 25 Μαρτίου 1825
ΠετρόμπεηςΜαυρομιχάλης»
[Ἐφημερ. Ἑλληνικά Χρονικά, ὑπόἸ. Μάγερ – Μεσολόγγι]
Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός
«Το ἙλληνικόνἜθνος, ἀφ’ οὗ ὑπέκυψεν εἰς τον βάρβαρον και σκληρότατον ζυγόν τῆς Ὀθωμανικῆς τυραννίας, ὑστερήθη ὄχι μόνον τήν ἐλευθερίαν του, ἀλλά καί πᾶν εἶδος μαθήσεως… καί ἦτον ἐνδεχόμενον νά ἐκλείψῃ διόλου ἀπό τό Ἔθνος ἡ Ἑλληνική γλῶσσα, ἐάν δέν τήν διέσωζεν ἡ Ἐκκλησία πρός ἥν ὀφείλεται καί κατά τοῦτο εὐγνωμοσύνη».
Σπυρίδων Τρικούπης
«…Διά τούς οἰκτιρμούς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὅλος ἀγάπη, διά τό ὄνομα τῆς Πατρίδος, ἡ ὁποία εἶναι ὅλη ἀρετή, ἄς καθαρίσωμεν τήν ψυχήν μας, καί εἰς αὐτήν τήν ὥραν τοῦ κινδύνου, ἀπό τόν ρύπον τῆς διχονοίας, ἄς θάψωμεν εἰς τόν τάφον τῆς λησμονησίας τά ἄγρια καί ἀνόητα πάθη μας, ἄς πλύνωμεν τάς μεμολυσμένας καρδίας εἰς τό ἱερόν λουτρόν τῆς ἀγάπης, ὁ πατριωτισμός ἄς λαμπρύνῃ, εἰς τό ἑξῆς τόν θολωμένον νοῦν μας, ἡ εἰλικρίνεια ἄς βασιλεύσῃ εἰς την καρδίαν μας, ἡ ἀγάπη καί ἡ σύμπνοια ἄς προπορεύωνται, ὡς νεφέλη πυρός, ὅλων τῶν βουλῶν μας καί ὅλων τῶν ἔργων μας».
Γρηγόριος – Δικαῖος Παπαφλέσσας
«…Ἕλληνες ποτέ μην ξεχνᾶτε το χρέος σε Θεό και πατρίδα!
Σ’ αὐτά τά δύο σᾶς ἐξορκίζω ἤ να νικήσουμε ἤ να πεθάνουμε κάτω ἀπό τη σημαία τοῦ Χριστοῦ».
Στίς 20 Μαΐου 1825, ὁ Ἰμπραήμ ἔφθασε ἀπέναντι ἀπό τούς Ἕλληνες καί ἔδωσε ἐντολή στό ἱππικό του νά τούς περικυκλώσει, ὥστε νά ἀποκλείσει κάθε ἔξοδο διαφυγῆς…
Ὁ Παπαφλέσσας ὄρθιος καί φορώντας τήν περικεφαλαία του, γυρνοῦσε στά ταμπούρια ἐμψυχώνοντας τούς ἄντρες πού δέν τόν είχαν ἐγκαταλείψει καί οἱ ὁποῖοι δέν ξεπερνοῦσαν τούς 900 σέ ἀριθμό. Τούς φώναζε ὅτι πλησιάζει ἡ βοήθεια καί σίγουρα θά νικήσουν. Καί συνέχισε:
«Ἀδελφοί! ἐάν μετά τήν μάχην αὐτήν δέν ἀνταμωθῶμεν ἐδῶ ζῶντες, θέλομεν ἀνταμωθῇ εἰς τόν ἅδην, ἐνώπιον δέ τοῦ Ὑψίστου θέλομεν ὁμολογήσει ὅτι ἐξεπληρώσαμεν τό πρός τήν πατρίδα καί τήν πίστιν χρέος μας, καί ὡς δίκαιος θέλει μᾶς κατατάξει μετ’ ἐκείνων τῶν ἐνδόξων μαρτύρων, οἵτινες ἔχυσαν τό αἵμα τους ὑπέρ πίστεως…».
Διακήρυξη τῆς Β’ Ἐθνικῆς Συνελεύσεως τῶν Ἑλλήνων στό Ἄστρος
«Ὁ Πρόεδρος τῆς Ἐθνικῆς Β΄Συνελεύσεως τῶν Ἑλλήνων
…Διακηρύττει σήμερον κατ’ ἐπανάληψιν ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων τήν πολιτικήν τῶν Ἑλλήνων ὕπαρξιν καί ἀνεξαρτησίαν, διά τῆς ὁποίας τήν ἀνάκτησιν ἔχυσε τό ἔθνος καί χύνει αἵματα ποταμηδόν μέ ἀμετάθετον ἀπόφασιν ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἤ νά ἐπαναλάβωμεν αὐτήν κατά τ’ ἀπαράγραπτα δικαιώματά μας από τόν ἅρπαγα αὐτῆς σουλτάνον καί νά ἀνεξαρτηθῶμεν ἐντελῶς, ἔθνος χωριστόν, αὐτόνομον καί ἀνεξάρτητον ἀναγνωριζόμενοι, διά τήν δόξαν τῆς Ἁγίας ἡμῶν Πίστεως καί τήν
εὐτυχίαν τῶν ἀνθρώπων, ἤ μέ τά ὅπλα εἰς τάς χεῖρας ὅλοι οἱ Ἕλληνες νά καταβῶμεν εἰς τούς τάφους, ἀλλά Χριστιανοί καί ἐλεύθεροι».
Ὁ Πρόεδροςτῆς Ἐθνικῆς Β’ Συνελεύσεως
Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης
Διακήρυξητῆς Γ’ Ἐθνικῆς Συνελεύσεως
«Ὁ Πρόεδρος τῆς Ἐθνικῆς Γ’ Συνελεύσεως τῶν Ἑλλήνων
Διακηρύττει:
…Οἱ πληρεξούσιοι τῶν διαφόρων ἐπαρχιῶν τῆς Ἑλλάδος, οἱ συνελθόντες εἰς τήν Νέαν Ἐπίδαυρον… ἀπεφάσισαν κοινῇ γνώμῃ ὅσα ἡ σημερινή δεινοτάτη περίστασις ἀπαιτεῖ, καί ὅπως ἀπαιτεῖ, πρίν ἀναβάλουντάς ἐργασίας τῆς Συνελεύσεως… προσφέρουν, ἐν πρώτοις, στόν Ὕψιστον μεθ’ ὅλης τῆς ταπεινότητος καί εὐλαβείας τήν ὀφειλομένην εἰλικρινῆ εὐγνωμοσύνην τοῦ πιστεύοντος καί ἐλπίζοντος εἰς Αὐτόν ἑλληνικοῦ λαοῦ, τόν ὁποῖον, ἄν και ἄφησε νά πέσῃ εἰς πειρασμούς, κρίμασιν οἷς Αὐτός οἶδε, δέν ἐγκατέλειψεν ὅμως οὐδέ στιγμήν εἰς τόν μακρύν τοῦτο καί πολυώδυνον ἀγῶνα, ἀλλά τόν ἐπεσκέφθη ἐξ ὕψους καί ἐθαυμάστωσε εἰς αὐτόν τήν θείαν Του δύναμιν, εἰς δόξαν τοῦ ἁγίου ὀνόματος Αὐτοῦ…».
«…Ἕλληνες ὅταν ἐμβήκαμεν εἰς τό μέγα τοῦτο στάδιον, ἐκηρύξαμεν ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων, τήν σταθεράν μας ἀπόφασιν τήν ὁποίαν ἐβεβαιώσαμεν μέ δημοσίους ὅρκους καί καθιερώσαμενμέ τόσαςθυσίας καί αἵματα. Ἄς δείξωμεν καί πάλιν, ὅτι εἴμεθα χριστιανοί· ὅτι εἴμεθα Ἕλληνες, πιστοί εἰς τόν ὅρκον μας, σταθεροί εἰς τήν ἀπόφασίν μας, καί ὅτι, μέ τόν Σταυρόν ἐμπρός καί μέ τά ὅπλα εἰς τάς χεῖρας, προτιμῶμεν νά καταβῶμεν εἰς τούς τάφους χριστιανοί καί ἐλεύθεροι, παρά νά ζήσωμεν σκλάβοι, χωρίς πατρίδα, χωρίς θρησκείαν, χωρίς τιμήν, χωρισμένοι τῶν συγγενῶν καί φιλτάτων…».
Ἐγράφη ἐν Ἐπιδαύρῳ τῇ 16 Ἀπριλίου 1826
Ὁ Πρόεδροςτῆς Ἐθνικῆς Γ’ Συνελεύσεως
Πανοῦτζος Νοταρᾶς
[«Αἱ ἐθνικαί Συνελεύσεις», Ἀρχεῖα τῆς Ἑλληνικῆς Παλιγγενεσίας 1821-1832, τόμος Α’, Ἔκδ. Βιβλιοθήκης Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων, Ἀθῆναι 1971]
Ἡ ἡρωική Ἔξοδος τοῦ Μεσολογγίου
Γιά τήν ἡμέρα τῆς ἡρωικῆς ἐξόδου τοῦ Μεσολογγίου καί τήν συμβολή στόν ἀγώνα τοῦ σεβαστοῦ ἱεράρχου Ρωγῶν Ἰωσήφ ἀφηγεῖται ὁ Δημήτριος Μακρῆς, κλεφταρματολός πού πρωταγωνίστησε κατά τήν πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου καί στήν ἔξοδο ὁδήγησε τήν ἀριστερή πτέρυγα τῆς φρουρᾶς:
«Ὅτε δ’ἀνέτειλεν ἡ φοβερά ἐκείνη ἡμέρα τῆς 10ης Ἀπριλίου καί ἐπέτειος τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου, ὁ σεβαστός ἱεράρχης Ρωγῶν Ἰωσήφ ἐτέλεσε τήν θείαν λειτουργίαν ἐν τῷ ναῷ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος… Μετά τό πέρας τῆς λειτουργίας καί ἀπό τῶν βάθρων τῆς ὡραίας πύλης, μετά πόνου καί θάρρους ἁρμόζοντος εἰς τήν κρίσιμον ἐκείνην ὥραν, ὡμίλησε πρός τούς ἐκκλησιαζομένους μαχητάς καί ἄλλους ἐνθαρρύνων καί προτρέπων αὐτούς νά ὑποστῶσι μετά θάρρους καί ἀγογγύστως ὅ,τι κι ἄν ἤθελε συμβῇ αὐτοῖς κατά τήν τρισένδοξον ἐκείνην νύκτα, καί νά πιστεύσωσιν ἀκραδάντως καί μετά πεποιθήσεως, ὅτι ἡ ὁρισθεῖσα ἐκείνη ἡμέρα τῆς 10ης Ἀπριλίου, συμπίπτουσα μέ τήν ἐπέτειον ἑορτήν τῆς ἐκ νεκρῶν τετραημέρου ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου καί παραμονήν τῶν Βαΐων, ἦτο ἐκ θείας ἐμπνεύσεως τεταγμένη, ἐπιμαρτυροῦσα καί κρατύνουσα τήν πεποίθησιν τῆς ἐπιτυχίας τῶν ἀγώνων καί θυσιῶν, τῶν ἀναλαβόντων τόν ἄνισον καί δυσχερῆ πόλεμον κατά τῆς μεγάλης Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, καί καθώς ὁ Κύριος καί Σωτήρ ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἀνέστησε τόν Λάζαρον τήν τετάρτην ἡμέραν ἀπό τοῦ θανάτου αὐτοῦ, οὕτω καί ἡ Ἑλλάς θ’ ἀναστηθῇ ἀπαλλασσομένη ἐκ τῆς βαρβάρου καί μυσαρᾶς τυραννίας τῶν Τούρκων ἐπί τέσσαρας ἤδη αἰῶνας καί θά καταστῇ οὕτω Βασίλειον μέγα καί ἰσχυρόν ἐν τῇ Ἀνατολῇ ὡς καί πρότερον “θαρρεῖτε λοιπόν καί ἀνδρίζεσθε καί πεποίθατε πρός τόν προστάτην καί ἀντιλήπτορα τῶν ἀδυνάτων,παντοδύναμον Θεόν καί Σωτῆρα ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν”.
Οἱ λόγοι οὗτοι τοῦ τρισεβάστου καί μάρτυρος ἱεράρχου Ἰωσήφ, συνεκίνησαν τούς πάντας καί ἐνέπλησαν αὐτούς χαρᾶς καί θάρρους, ζωηροί δέ καί εὔθυμοι ἠσπάζοντο ἀλλήλους τόν τελευταῖον ἀσπασμόν καί ἀπεχωρίζοντο, εἰς οὐδέν λογιζόμενοι οὔτε ὅσα ὑπέστησαν, οὔτε ὅσα ἔμελλον νά δοκιμάσωσι καί ἀψηφοῦντες καί περιφρονοῦντες καί αὐτόν τόν θάνατον, ὅστις μετ’ ὁλίγον τούς ἀνέμενεν…».
Ρήγας Βελεστινλῆς Ο ΘΟΥΡΙΟΣ
…Ἐλᾶτε μ᾿ ἕναν ζῆλον, σὲ τοῦτον τὸν καιρόν,
νὰ κάμωμεν τὸν ὅρκον, ἐπάνω στὸν Σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, μὲ πατριωτισμὸν
νὰ βάλωμεν εἰς ὅλα, νὰ δίδουν ὁρισμόν.
Οἱ νόμοι νἆν᾿ ὁ πρῶτος, καὶ μόνος ὁδηγός,
καὶ τῆς πατρίδος ἕνας, νὰ γένῃ ἀρχηγός.
Γιατὶ κ᾿ ἡ ἀναρχία, ὁμοιάζει τὴν σκλαβιά,
νὰ ζοῦμε σὰν θηρία, εἶν᾿ πλιὸ σκληρὴ φωτιά.
Καὶ τότε μὲ τὰ χέρια, ψηλὰ στὸν οὐρανὸν
ἂς ποῦμ᾿ ἀπ᾿ τὴν καρδιά μας, ἐτοῦτα στὸν Θεόν·
Ἐδῶ σηκώνονται οἱ πατριῶται ὀρθοί, καὶ ὑψώνοντες
τὰς χεῖρας πρὸς τὸν οὐρανόν, κάμνουν τὸν ὅρκον.
Ὅρκος κατὰ τῆς τυραννίας καὶ τῆς ἀναρχίας.
Ὦ βασιλεῦ τοῦ κόσμου, ὁρκίζομαι σὲ σέ,
στὴν γνώμην τῶν τυράννων, νὰ μὴν ἐλθῶ ποτέ.
Μήτε νὰ τοὺς δουλεύσω, μήτε νὰ πλανηθῶ,
εἰς τὰ ταξίματά τους, γιὰ νὰ παραδοθῶ…
Ἡ προσευχή τοῦ Μακρυγιάννη
[Ἡ προσευχή τοῦ Μακρυγιάννη στήν Θεοτόκο διατηρεῖ καί σήμερα τήν ἐπικαιρότητά της.]
«Θεοτόκο, μητέρα τοῦ παντός…, προστρέχομεν οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ ἀδύνατοι, εἰς τήν ἐσπλαχνίαν τῆς ἀγαθότης σου, νά λυπηθεῖς τούς ἀθώους ἐκείνους… ὁποῦ ’τρέξαν ξιπόλυτοι καί γυμνοί, ἐκείνους ὁποῦ ἄφησαν χῆρες καί ἀρφανά, ἐκείνους ὁποῦ ’χυσαν τό αἷμα τους, κατά τόν ὅρκον τους, ν’ ἀναστηθεῖ διά τῆς δυνάμεως τοῦ Παντοκράτορα ἡ σκλαβωμένη τους πατρίδα καί νά λαμπρυθεῖ ὁ σταυρός τῆς ὀρθοδοξίας, καί δι’ αὐτόν τόν ὅρκον αὐτεῖνοι πέθαναν δι’ αὐτείνη τήν πατρίδα καί θρησκεία, καί θυσίασαν καί τό ἔχει τους…
Θεοτόκο μου, νά περικαλέσεις τόν ἀφέντη μας καί τόν μονογενήν σου ν’ ἀναστήσει πίσου αὐτά… ὁπού κατακερματίσαμεν ἐμεῖς οἱ ἀχάριστοι καί μᾶς ἦβρε ἡ δίκια του ὀργή… καί νά φέρει πίσου τήν εὐκή Του καί τήν εὐλογίαν Του καί τῆς βασιλείας Του, ὁποῦ τήν στερηθήκαμεν ἀπό τήν κακία μας καί ’διοτέλειά μας καί ἐγίναμεν ἡ παλιόψαθα τῆς κοινωνίας, καί ἐγίναμεν καθώς φαινόμαστε ὥς τήν σήμερον.
Τὸ ἔλεός Του, εἶναι ἄβυσσος τῆς θαλάσσης, καὶ τοὺς ἀνόητους ἐμᾶς καὶ τοὺς ’διοτελεῖς, νὰ μᾶς ἑνώσῃ καὶ νὰ μᾶς φωτίσῃ, καὶ νὰ μᾶς δώσῃ εἰς τὸ ἑξῆς, πατριωτικὰ καὶ ἀγαθὰ αἰστήματα, διὰ τὴν Πατρίδα μας καὶ τὴν Θρησκεία μας, καὶ πίστη καθαρὰ νά ’χουμε εἰς τὸν Παντουργό μας καὶ εἰς τὴν Βασιλεία Του, νὰ μᾶς σώσῃ ἐδῶ καὶ εἰς τὴν παντοτεινὴ ζωή, νὰ δώσῃ τοῦ γηρατείου Του ’ρήνη καὶ ὁμόνοιαν, τὴν εὐκή Του καὶ τὴν εὐλογία Του, καὶ εἰς τὸν λαόν Του, να ’ρθῇ πίσου ἡ νεκρανάστασί του, διὰ τῆς εὐλογίας Του»…».
[Στρατηγός Μακρυγιάννης]
ΠΗΓΕΣ
1. Θ. Κολοκοτρώνη, Διήγησις συμβάντων τῆς Ἑλληνικῆς Φυλῆς ἀπό τά 1770 ἕως τά 1836, ἐποπτεία – εἰσαγωγή Ἀπ. Δασκαλάκη
2. Μακρυγιάννη Ἀπομνημονεύματα, ἐκδ. Καραβία
3.Φ. Πουκεβίλ, Ἱστορία τῆς ἀναγεννήσεως τῆς Ἑλλάδος (1740 – 1824)
4. Ν. Ἀγγελίδου, Ἡ ἑλληνική Σημαία ἐπί Τουρκοκρατίας, περιοδ. «Ἑλληνισμός» ἔτος 11, (Ἰούλιος 1908)
5. Χριστοφόρου Περραιβοῦ, «Ἀπομνημονεύματα πολεμικά» στό Ἀπομνημονεύματα Ἀγωνιστῶν τοῦ 21, τ. 2ος
6. Κ. Β. Καραστάθη: Ὅσιος Σεραφείμ, ὁ ἐκ Ζελίου Λοκρίδος Μοναστής τῆς Δομβοῦς Βοιωτίας, Ἔκδ. Ἱ. Μητροπ. Φθιώτιδος, 2010
7. Ἰωάννη Βλαχογιάννη, Ἡ βιογραφία τοῦ στρατηγοῦ Γεωργίου Καραϊσκάκη
8. Ἀθηνᾶς Ταρσούλη, Μαντώ Μαυρογένους
9. Νικ. Π. Βασιλειάδη, Γιά τήν Ἐλευθερία, ἐκδ. Σωτήρ
10. Ἐφημερ. Ἑλληνικά Χρονικά, ὑπό Ἰωάννου Ἰακώβου Μάγερ, Μεσολόγγι
11. «Αἱ ἐθνικαί Συνελεύσεις», Ἀρχεῖα τῆς Ἑλληνικῆς Παλιγγενεσίας 1821-1832, Ἔκδ. Βιβλιοθήκης Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων, τόμος Α’, Ἀθῆναι 1971.
12. Νικολάου Κ. Κασομούλη, Ἀγωνιστοῦ τοῦ Εἰκοσιένα, Μακεδόνος, Ἐνθυμήματα Στρατιωτικά τῆς Ἐπαναστάσεως τῶν Ἑλλήνων 1821-1833 ὑπό Ἰωάννη Βλαχογιάννη, τόμ. Α’ Ἀθῆναι 1939.
13. Ρήγα Φερραίου, Θούριος.
14. Ἠλία Β. Οἰκονόμου, Ὁ Θεός καί τό 1821, Ἀθήνα 2018.