ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Η ΔΡΑΣΗ ΜΑΣ», ΤΕΥΧΟΣ 574, ΔΕΚ. 2019

 

 

Ἡ ἱστορία τοῦ κάθε ὀρθόδοξου ναοῦ εἶναι ταυτόχρονα καί μιά μαρτυρία, ἕνα μάθημα γιά τίς ἑπόμενες γενιές.

Τίς ἱστορίες τῶν χιλιάδων ἱερών ναῶν πού καταστράφηκαν ἀπό τό ἄθεο καθεστώς τῆς Ρωσίας ὄχι μόνο ἀγνοούσαμε, ἀλλά οὔτε κάν γνωρίζαμε ὅτι ὑπῆρχαν κάποτε σε κάθε γειτονιά τῆς πόλης μας, τῆς Μόσχας, ὅπου μεγάλωσα.

Ὅταν ἤμουν μαθήτρια τοῦ Δημοτικοῦ, στό μάθημα Φυσικῆς ἀγωγῆς ἡ γυμνάστρια ὁδηγοῦσε τήν τάξη μας στή μεγαλύτερη πισίνα τοῦ κόσμου, πού βρισκόταν κοντά στό Κρεμλίνο, στήν καρδιά τῆς Μόσχας, πού ἦταν καί τό σχολεῖο μας. Κάποια ἡμέρα, τήν ὥρα πού φεύγαμε ἀπό τήν πισίνα γιά νά ἐπιστρέψουμε πάλι στό σχολεῖο, συναντήσαμε μιά γιαγιούλα. Μᾶς πλησίασε, μᾶς ἀγκάλιασε, λέγοντας κάποιες παράξενες λέξεις: «Ἀγγελούδια μου ἐσεῖς! Ἐσεῖς θά δεῖτε ἐδῶ πολλά θαύματα, ἐσεῖς!».

Τά λόγια τῆς γιαγιᾶς ἐκείνης ἔμειναν βαθιά στήν καρδιά μου. Τά θυμήθηκα ὕστερα ἀπό πολλά χρόνια, ὅταν γκρεμίστηκε τό κομμουνιστικό σύστημα καί ἄρχισαν νά κυκλοφοροῦν χριστιανικά ἱστορικά βιβλία. Τότε μάθαμε τήν ἀληθινή καί πραγματική ἱστορία τοῦ τόπου μας. Μάθαμε τότε ὅτι κάποτε στή θέση τῆς περήφανης πισίνας, ὅπου κολυμπούσαμε, ἦταν κτισμένος Καθεδρικός Ἱερός Ναός τοῦ Χριστοῦ Σωτῆρος, ἀφιερωμένος στή Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Τόν ἔκτισαν οἱπρόγονοί μας σέ ἐκπλήρωση τάματος καί ὡς εὐγνωμοσύνη πρός τόν Χριστό γιά τήν νίκη τῆς Ρωσίας στόν ρωσο-γαλλικό πόλεμο κατά τοῦ Ναπολέοντα. Ἀκριβῶς στίς 25 Δεκεμβρίου τοῦ 1812, τήν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων, οἱ τελευταῖοι στρατιῶτες τοῦ Γάλλου στρατηλάτη ἐγκατέλειψαν τά ἐδάφη τῆς Ρωσίας. Τήν ἴδια τότε ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων ὁ αὐτοκράτορας τῆς Ρωσίας Ἀλέξανδρος Α’ ὑπογράφει ἕνα μανιφέστο, διάταγμα, γιά τήν ἀνέγερση στή Μόσχα ἱεροῦ ναοῦ τοῦ Χριστοῦ Σωτήρος, ὡς έκφραση εὐγνωμοσύνης πρός τόν Θεό. Ὁ πόλεμος αὐτός τοῦ 1812 ἔδειξε στήν τότε ρωσική κοινωνία, πού ἔπασχε κυριολεκτικά ἀπό μιά ἀληθινή ξενομανία καί ἰδιαίτερα «γαλλομανία», πώς πρέπει νά ἐπιστρέψει στίς ρίζες της, στίς πατροπαράδοτες παραδόσεις, στήν Ὀρθοδοξία.

Στίς 10 Σεπτεμβρίου 1839 ὁ ἅγιος Φιλάρετος – τότε Μητροπολίτης Μόσχας – ἔθεσε τόν θεμέλιο λίθο γιά τήν ἀνέγερση τοῦ ἱεροῦ ναοῦ σ᾽ ἔνα μικρό λόφο ἀπέναντι ἀπό τό Κρεμλίνο, καί στίς 26 Μαΐου 1883, παρουσία τῆς αὐτοκρατορικῆς οἰκογένειας καί τῶν βετεράνων ἀγωνιστῶν στόν πόλεμο τοῦ 1812, ἔγιναν τά ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ. Ὁ διάσημος Ρῶσος μουσικός Τσαϊκόφσκι ἔγραψε εἰδικά γι’ αὐτήν τήν ἱστορική ἡμέρα τήν οὐβερτούρα «1812» ἡ ὁποία παίχτηκε τότε ἀπό τή συμφωνική ὀρχήστρα Μόσχας.

Μέ τήν ἐπανάσταση τοῦ 1917 ἀρχίζει μιά τραγική ἱστορία στή ζωή τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ὅλων τῶν χριστιανῶν τῆς χώρας, ἀλλά καί κάθε ἱεροῦ ναοῦ ξεχωριστά. Ὁ Ναός τοῦ Χριστοῦ Σωτῆρος παραμένει γιά κάποια χρόνια ἀνοικτός καί γίνεται κέντρο παρηγοριᾶς ὅλων τῶν ὀρθοδόξων.

Μετά τή μεταφορά τῆς πρωτεύουσας ἀπό τήν Ἁγία Πετρούπολη στή Μόσχα ἀλλάζει ἡ κατάσταση ριζικά.

Μέ βία κλείνουν καί καταστρέφουν τίς περισσότερες ἐκκλησίες τῆς Μόσχας. Δέν μποροῦσε ἡ κομμουνιστική ἐξουσία νά ἀνεχθεῖ, οἱ πολῖτες τῆς χώρας νά προσκυνοῦν καί νά λατρεύουν τόν Ἰησοῦ Χριστό καί νά μή λατρεύουν τό κομμουνιστικό κόμμα καί τούς ἡγέτες του. Ἡ θρησκεία ὀνομάστηκε «ὄπιο τοῦ λαοῦ» καί κηρύχθηκε ἐκτός νόμου. Ἡ νέα θρησκεία, ὁ κομμουνισμός, εἶχε δημιουργήσει τούς δικούς της θεούς. Τόν Μάρξ καί τόν Λενιν. Αὐτούς ἔπρεπε ὅλοι νά προσκυνοῦν.

Τό κόμμα και ἡ κομμουνιστική κυβέρνηση ἀποφασίζουν τήν κατεδάφιση τοῦ Ναοῦ τοῦ Χριστοῦ Σωτῆρος. Στή θέση του θά ἀνεγερθεῖ τό παλάτι τῶν Σοβιέτ, ἕνα νέο σύμβολο, σύμβολο τῆς δύναμης τῆς νέας ἐξουσίας. Θά εἶναι πολύ πιό ψηλό ἀπό τόν ἱερό ναό μέ ἕνα τεράστιο ἄγαλμα τοῦ νέου θεοῦ, τοῦ Λένιν. Τό ὕψος του ἔπρεπε νά εἶναι περίπου 500 μέτρα.

5 Δεκεμβρίου 1931 γίνεται ἡ ἔκρηξη. Στήν ἀρχή δύο δυνατές ἐκρήξεις, ἀλλά ὁ ναός δέν γκρεμίζεται. Τότε σάν μανιασμένα θηρία τοποθετοῦν μεγαλύτερη ἐκρηκτική ὕλη, καί ὁ ναός πέφτει σιγά – σιγά, σάν τόν λαβωμένο στρατιώτη.

Στήν ἀπέναντι ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Μόσκοβα, ὁ ὁποῖος περνάει μπροστά στόν ναό, κάποιες χριστιανές γυναῖκες μέ πολλά δάκρυα παρακολουθοῦν τό φρικτό θέαμα. Μεταξύ αὐτῶν ἦταν καί ἡ γιαγιά μου. Πολύ ἀργότερα, μετά τήν πτώση τοῦ κομμουνισμοῦ μᾶς διηγήθηκε, ὅτι ἐκείνη τήν τραγική στιγμή τίς πλησίασε μιά κυρία μέ πολύ γαλήνιο πρόσωπο. Τήν στιγμή τῆς ἔκρηξης ἔκαμε ἤρεμα μέ τό χέρι μιά κίνηση, σάν νά ἀποχαιρετοῦσε τόν ναό, κι ὅταν ἔπεσε ὁ τροῦλος μᾶς εἶπε: «Μήν κλαῖτε. Ὁ Θεός δέν θά ἀφήσει σ᾽ αὐτό τόν λόφο νά ὑπάρχει τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό τόν ναό» καί ἐξαφανίστηκε.

Πράγματι, παρά τίς τεράστιες προσπάθειες τῆς Κυβέρνησης γιά τήν ἀνέγερση τοῦ «παλατιοῦ» τοῦ κόμματος, τοῦ ὑψηλότερου κτιρίου στόν κόσμο, ἡ γῆ ἀπορροφοῦσε ὅλα τά ὑλικά τῶν θεμελίων, μπετά, πέτρες, σιδερένια σύρματα κ.ἄ. Τίποτε δέν στερεωνόταν. Ὁ ἴδιος ὁ Στάλιν παρακολουθοῦσε τίς εργασίες καί ἀπειλοῦσε μέ φρικτές τιμωρίες τούς μηχανικούς και τούς οἰκοδόμους. «Νά μή ντροπιαστεῖ τό κόμμα». Ἡ γῆ ὅμως δέν κρατοῦσε τίποτε. Κάποια στιγμή διέκοψαν τίς προσπάθειες θεμελίωσης τοῦ κτιρίου κι ἄρχισαν πάλι τήν ἔρευνα τοῦ ὑπεδάφους.

Ἐν τῷ μεταξύ ἀλλάζει ἡ πολιτική κατάσταση στήν Εὐρώπη. Ἀρχίζει ὁ Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Τά γερμανικά στρατεύματα τοῦ χειμῶνα τοῦ 1941 φθάνουν 25 χιλιόμετρα ἔξω ἀπό τήν Μόσχα. Οἱ κάτοικοι τότε μέ διαταγή τῆς ἐπιτροπῆς ἄμυνας τῆς Μόσχας μεταφέρουν τεράστιες ποσότητες σιδερένιων στύλων ἀπό τόν χῶρο θεμελίωσης τοῦ «παλατιοῦ» στή γραμμή τοῦ μετώπου, μέ σκοπό νά ἐμποδίσουν τά ἅρματα μάχης νά προχωρήσουν στίς πεδιάδες τῆς Μόσχας. Ὁ ἴδιος ὁ Στάλιν κάλεσε στό Κρεμλίνο τούς λίγους ἀρχιερεῖς πού εἶχαν μείνει ἐκτός φυλακῶν καί στρατοπέδων συγκέντρωσης (μόνο 4 ἄτομα) καί ζήτησε τή βοήθεια τῆς ᾽Εκκλησίας.

Μετά τή νίκη κατά τῆς φασιστικῆς Γερμανίας καί τόν τερματισμό τοῦ πολέμου, ὅπου ἔχασαν τή ζωή τους περίπου 20 ἑκατομμύρια ἄνθρωποι, ἡ σοβιετική ἐξουσία δέν τόλμησε νά ξαναρχίσει τίς προσπάθειες ἀνέγερσης τοῦ «παλατιοῦ» τοῦ κόμματος. Τό 1958 ἀποφασίστηκε τελικά, ἀφοῦ ὁ χῶρος τοῦ ἀποτυχημένου σχεδίου εἶχε μείνει ἄδειος, νά γίνει ἡ μεγαλύτερη ἀνοικτή πισίνα στόν κόσμο, μέ τό ὄνομα «Μόσχα» Τόν χειμῶνα οἱ κρυπτοχριστιανοί πού ἐρχόντουσαν στήν πισίνα ἔβλεπαν τούς ὑδρατμούς ἀπό τό ζεστό νερό, νά σχηματίζουν ναούς, τρούλους, καί παρηγοροῦνταν ὅτι κάποτε θά κτισθεῖ ὁ ναός.

Μετά τήν κατάρρευση τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος, τόν Φεβρουάριο τοῦ 1990, ἡ ῾Ιερά Σύνοδος τῆς ᾽Ορθόδοξης ᾽Εκκλησίας τῆς Ρωσίας ζήτησε ἀπό τήν Κυβέρνηση τήν ἄδεια ἀνέγερσης στόν χῶρο τῆς πισίνας τοῦ ῾Ιεροῦ Ναοῦ τοῦ Χριστοῦ Σωτῆρος. Στίς 7 ᾽Ιανουαρίου (Χριστούγεννα μέ τό παλαιό ἡμερολόγιο) τοῦ 1995, τήν ἡμέρα πού γιόρταζε ὁ ναός, ἔγινε ἡ ἐπίσημη τελετή τοποθέτησης τοῦ θεμελίου λίθου.῾Ο Πατριάρχης πασῶν τῶν Ρωσιῶν Ἀλέξιος, παρουσία τοῦ τότε Δημάρχου Μόσχας Γιούρι Λουσκώφ καί χιλιάδων μοσχοβιτῶν, μέ θερμοκρασία -27οC ἔθεσε τόν θεμέλιο λίθο. Θυμᾶμαι τά τελευταῖα λόγια πού μᾶς εἶπε κατασυγκινημένος: «῎Οχι σέ μᾶς, ἀλλά στό ῎Ονομά Σου Κύριε ἀνήκει αὐτή ἡ δόξα! Εὐχαριστοῦμε, πού μᾶς ἀξίωσες νά ζήσουμε μέχρι αὐτή τή δοξασμένη ἡμέρα».

᾽Επειδή τά σχέδια τοῦ παλαιοῦ ναοῦ ὑπῆρχαν, ἡ ἀνέγερση ξεκίνησε γρήγορα σύμφωνα μέ τό ἱστορικό πρωτότυπο. Οἰκοδόμοι, μηχανικοί, ἐκσκαφεῖς, ὅλοι δουλεύανε σέ 3 βάρδιες ὅλο τό 24ωρο. Τά θεμέλια κτίστηκαν γρήγορα, χωρίς καμιά δυσκολία, χωρίς πρόβλημα, σάν νά περίμενε ὁ τόπος αὐτός τήν εὐλογημένη στιγμή τῆς ἀνέγερσης τοῦ ῾ἱεροῦ ναοῦ. Τό θαῦμα αὐτό παρακολουθούσαμε ὅλοι ἐμεῖς. Πηγαίναμε ἐκεῖ, καί μέ θαυμασμό, δάκρυα και προσευχές βλέπαμε μέ τί ρυθμό, τάξη καί ὀργάνωση συνεχιζόταν τό κτίσιμο.

Σ᾽ ἕνα μικρό γραφεῖο παραδίπλα καθόταν ἕνας ἱερεύς, ὁ ὁποῖος δεχόταν τίς δωρεές χρημάτων τοῦ λαοῦ κι ἔγραφε στά δίπτυχα τοῦ ναοῦ τά ὀνόματα τῶν δωρητῶν. Θυμᾶμαι, ἔδωσα κι ἐγώ στόν π. Μιχαήλ ἕνα φάκελο πού ἔφερα ἀπό τήν ῾Ελλάδα μέ δραχμές, τίς ὁποῖες μετατρέψαμε σέ δολλάρια, καί τοῦ ἐξήγησα: «Τόν φάκελο αὐτό τόν δίδει ὁ κ. Νικόλαος Βασιλειάδης, ἀρχισυντάκτης τοῦ περιοδικοῦ “῾Η Δρᾶσις μας” καί τά χρήματα εἶναι ἀπό ῞Ελληνες ὀρθοδόξους ἀδελφούς». Συγκινήθηκε ὁ παππούλης: «Οἱ ῞Ελληνες μαζί μέ τήν χριστιανική πίστη μᾶς δίδαξαν καί τή βυζαντινή ἀρχιτεκτονική, καί τώρα στέλνουν καί χρήματα γιά τήν ἀνέγερση τοῦ ἱεροῦ ναοῦ. Στίς μαρμάρινες πλάκες πού εἶχε στούς τοίχους του ὁ παλαιός ναός ὑπῆρχαν γραμμένα ἀρκετά ἑλληνικά ὀνόματα».

Τελείωσε ἡ ἀνέγερση τοῦ ῾Ιεροῦ Ναοῦ τοῦ Χριστοῦ Σωτῆρος. Στίς 19 Αὐγούστου 2000 ἔγιναν τά ἐπίσημα ἐγκαίνια, καί μερικά χρόνια ἀργότερα τελείωσε καί ὁ ἐσωτερικός διάκοσμος (τέμπλο, εἰκόνες, ἁγιογραφίες στούς τοίχους, δάπεδα κ.ἄ).

Πῶς τελείωσε τόσο γρήγορα ὁ ναός;

Νά ἦταν οἱ προσευχές τῶν νεομαρτύρων, οἱ νηστεῖες, θυσίες καί προσευχές τοῦ λαοῦ στό μικρό ξύλινο ἐκκλησάκι τῆς Παναγίας, πού κτίσθηκε τό 1990 δίπλα στό πάρκο τῆς πισίνας κι ὅλο σχεδόν τό 24ωρο μοσχοβολοῦσε ἀπό τό λιβάνι καί τίς παρακλήσεις στήν Παναγία;

Τό 1883 ἔκτισε ὁ λαός τόν ῾Ιερό Ναό τοῦ Χριστοῦ Σωτῆρος, ὡς ἔκφραση εὐγνωμοσύνης καί δοξολογίας γιά τή σωτηρία του ἀπό τούς Γάλλους κατακτητές. Σήμερα, ἔκτισε τόν περίλαμπρο Ναό τῆς Μετανοίας, γιά νά ἀποθέσει τά δάκρυα καί τή μετάνοιά του γιά ὅσα ἔγιναν τά 70 χρόνια τῆς ἀπώλειας καί τῆς οὐτοπίας (δηλαδή ὅτι μποροῦσε νά δημιουργήσει χωρίς Θεό παράδεισο στή γῆ), καί νά ζητήσει τό ἔλεος τοῦ ἁγίου Θεοῦ.

Στόν ἱερό τοποθέτησαν τήν εἰκόνα τῶν Ρώσων νεομαρτύρων καί ὁμολογητῶν, περίπου 2.000, τῶν ὁποίων ἡ ἁγιοκατάταξη ἔγινε στίς 20 Αὐγούστου 2000.

Κι ἔγιναν αὐτοί καί ἄλλοι πολλοί οἱ οἰκεῖοι τῶν Ρώσων κρυπτοχριστιανῶν, μικρῶν καί μεγάλων πού ἄντεξαν. Γιατί ἡ πίστη καί ἡ ἐλπίδα δέν ἔχουν ἡλικία.

Σάν τήν πιστή γιαγιά, τή ζωγράφο, πού πότισε μέ τά δάκρυά της τήν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ, ὅταν ἀνατιναζόταν ὁ ναός, κι ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς Χριστός τῆς χάρισε τό δῶρο νά δεῖ τό θαῦμα. Ὅταν τῆς τό ἀνακοίνωσαν τά ἐγγόνια της, ἀπάντησε: «Θέλω νά μέ πᾶτε ἀπό τό χωριό στή Μόσχα νά τό δῶ, θέλω νά τό δῶ». Τήν πῆγαν, ὅταν ὁ ἱερός ναός εἶχε ἀνεγερθεῖ. Σήκωσε ψηλά τά χέρια πρός τόν οὐρανό, ἡ ρωσίδα γιαγιά τῶν 93 χρόνων, καί φώναζε ἀσταμάτητα: «Σ᾽ εὐχαριστῶ, Σ᾽ εὐχαριστῶ, Σ᾽ εὐχαριστῶ… Δόξα Σοι».

Σέ πόσα «εὐχαριστῶ» μπορεῖ νά χωρέσει τό ἔλεος τοῦ Χριστοῦ Σωτῆρος, ὅταν οἱ ὠκεανοί εἶναι ἀνήμποροι νά τό χωρέσουν;