ΧΑΡΑ ΚΕΦΑΛΙΔΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ Ν. ΔΡΑΜΑΣ
«Φίλες και φίλοι,
Θα ήθελα να σας συγχαρώ για τη διοργάνωση του 6ου Επιστημονικού Συμποσίου. Δυστυχώς δεν μπορώ να είμαι παρούσα λόγω των περιοριστικών μέτρων που επιβάλλει η πανδημία. Περιμένουμε όλοι με ελπίδα να ενημερωθούμε για τα τελευταία επιστημονικά – ιατρικά δεδομένα και για τις νέες θεραπείες στον τομέα της ογκολογίας.
Το Συμπόσιο πραγματοποιείται φέτος κάτω από πρωτόγνωρα δύσκολες συνθήκες. Εν μέσω πανδημίας, δεύτερου κύματος και μιας μεγάλης υγειονομικής κρίσης που βίωσε και συνεχίζει να βιώνει η χώρα μας. Μιας πανδημίας όμως που ανέδειξε τον σπουδαίο ρόλο του δημόσιου συστήματος υγείας, του ΕΣΥ. Κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας το σύστημα υγείας της χώρας άντεξε, στάθηκε όρθιο και ανταποκρίθηκε επάξια στις δύσκολες συνθήκες. Στηρίχθηκε στις υπεράνθρωπες προσπάθειες του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού αλλά και στην πιστή τήρηση των μέτρων από τους πολίτες. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να αποτελέσει ένα από τα λίγα παραδείγματα προς μίμηση στη διαχείριση του πρώτου κύματος της πανδημίας.
Σήμερα όμως βρισκόμαστε σε μια τελείως διαφορετική πραγματικότητα σε σύγκριση με τον Μάρτιο. Τα κρούσματα αυξάνονται, ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα όπως η Αττική. Ο αριθμός των ασθενών που χρειάζεται να νοσηλευτούν στις ΜΕΘ μεγαλώνει. Η πίεση στο σύστημα υγείας αυξάνει κάθε μέρα και περισσότερο.
Δυστυχώς, η Κυβέρνηση μοιάζει να επαναπαύθηκε στις δάφνες της αποτελεσματικής διαχείρισης του πρώτου κύματος. Έχασε πολύτιμο χρόνο ΚΑΙ στον τομέα της υγείας. Δεν προχώρησε έγκαιρα στις απαραίτητες προσλήψεις εξειδικευμένου ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού παρά το γεγονός ότι είχαν εξαγγελθεί. Δεν υπήρξε ουσιαστική στήριξη της Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης, βασικού πυλώνα του συστήματος υγείας. Δεν ενισχύθηκε με την απαιτούμενη χρηματοδότηση το ΕΣΥ. Σήμερα έχουμε φτάσει στο σημείο τα νοσοκομεία μας να είναι αναγκασμένα να συμπτύσσουν ασθενείς σε ΜΕΘ για να μπορέσουν να νοσηλεύσουν στις μονάδες ασθενείς με κορωνοϊό.
Σύμφωνα με έρευνα της διαΝΕΟσις που παρουσιάσθηκε πρόσφατα και πραγματοποιήθηκε λίγες εβδομάδες (Φεβρ. 2020) πριν την έλευση του κορωνοϊού στη χώρα μας “Το ΕΣΥ σήμερα αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις αυξημένες ανάγκες και τις σύγχρονες προκλήσεις, λόγω κυρίως των προβλημάτων υποχρηματοδότησης, υποστελέχωσης και κακοδιοίκησης, καθώς και λόγω της ανορθολογικής κατανομής των υφιστάμενων υλικών και ανθρώπινων πόρων του. Μια νέα, ριζική μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας στη χώρα είναι απαραίτητη”. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι η έρευνα έγινε ουσιαστικά προ πανδημίας…
Όπως γράφουν οι επτά ακαδημαϊκοί που συμμετείχαν στην έρευνα: “Μόνο με την υιοθέτηση ενός νέου συνολικού προτύπου με ριζικές τομές σε όλες τις υφιστάμενες παθογένειες θα μπορέσει το ΕΣΥ από κακοδιοικούμενη και αναποτελεσματική δημόσια υπηρεσία να μετατραπεί σε σύγχρονο και αποτελεσματικό δημόσιο οργανισμό, ικανό να εξασφαλίσει σε κάθε Έλληνα πολίτη την ελεύθερη επιλογή για την αναγκαία περίθαλψη και φροντίδα”.
Στις πρωτόγνωρες αυτές συνθήκες πανδημίας το Νοσοκομείο της πόλης μας στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Παρ’ όλες τις ελλείψεις και την υποστελέχωσή του διαχειρίστηκε με επιτυχία την πανδημία χάρη στο φιλότιμο, την αυταπάρνηση και τον επαγγελματισμό των ανθρώπων του. Έγκαιρα είχαμε επισημάνει ότι στο δεύτερο κύμα πανδημίας η περιοχή μας πρέπει να είναι και πάλι έτοιμη, θωρακισμένη και προετοιμασμένη. Το Νοσοκομείο μας θα έπρεπε να είχε ενισχυθεί άμεσα σε προσωπικό και μέσα ώστε να συμβάλλει για ακόμη μια φορά με καθοριστικό τρόπο στη διαχείριση της πανδημίας, όπως έκανε και κατά το πρώτο κύμα. Οι ενέργειες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα είναι “σταγόνα στον ωκεανό”.
Με πληθώρα Ερωτήσεων προς τον αρμόδιο Υπουργό Υγείας έχουμε αναδείξει τα προβλήματα του Νοσοκομείου μας καθώς και την άμεση ανάγκη ίδρυσης Ογκολογικού Τμήματος. Πάγιο αίτημα της δραμινής κοινωνίας εδώ και 10 χρόνια. Σήμερα ο Νομός μας δεν διαθέτει καμία υποδομή ή ειδική ογκολογική υπηρεσία παρ’ όλο που στο Νοσοκομείο μας πραγματοποιούνται χειρουργικές επεμβάσεις που αφορούν τον καρκίνο. Είναι αδιανόητο ακόμη και σήμερα οι Δραμινοί ασθενείς να πρέπει να μετακινούνται για τις θεραπείες τους σε άλλες πόλεις με τεράστιο οικονομικό και ψυχολογικό κόστος. Ειδικά σήμερα που οι συνθήκες έχουν αλλάξει λόγω της πανδημίας η μετάβαση αυτή γίνεται ακόμη πιο δύσκολη αλλά και πιο επικίνδυνη για την υγεία των ασθενών, οι οποίοι εξ ορισμού ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες.
Στη δύσκολη αυτή συγκυρία η κατάσταση για τους καρκινοπαθείς γίνεται ακόμη δυσκολότερη. Έρευνες έδειξαν ότι μεγάλο ποσοστό υπό τον φόβο του κορωνοϊού αμέλησαν τις καθιερωμένες εξετάσεις τους ή τις θεραπείες τους. Έρευνα στη Μεγάλη Βρετανία αποκάλυψε ότι ο αριθμός των ασθενών που έλαβαν χημειοθεραπεία κατά τη διάρκεια της πανδημίας μειώθηκε κατά 30%. Ασθενείς δεν επισκέφθηκαν τον θεράποντα ιατρό τους έγκαιρα και έτσι η διάγνωση έγινε με μεγάλη καθυστέρηση με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη θεραπεία και την πορεία εξέλιξης της νόσου. Ο ιός όμως θα βρίσκεται για αρκετό καιρό μαζί μας. Οι θεραπείες δεν πρέπει να αναβάλλονται. Στη δύσκολη αυτή συγκυρία κανείς καρκινοπαθής δεν πρέπει να νιώσει ή να μείνει μόνος. Άλλωστε η επιστημονική κοινότητα επισημαίνει σε όλους τους τόνους ότι στην κατάσταση κρίσης που βιώνουμε εξαιτίας του Covid-19 απαιτείται εγρήγορση, καταγραφή και αντιμετώπιση, ώστε ο καρκίνος να μην μας επιφυλάξει ακόμη πιο βαρύ τίμημα στο μέλλον.
Κλείνοντας εάν κάτι έγινε σαφές από την παγκόσμια υγειονομική κρίση είναι ότι μπροστά σε έναν άγνωστο, απειλητικό νέο ιό, το βασικό “όπλο” μιας κοινωνίας είναι η προάσπιση του συστήματος υγείας.
Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. Καλή επιτυχία στις εργασίες σας!».