ΑΡΘΡΟ
Της Βασιλικής Γ. Χατζοπούλου
Δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω – Διαπιστευμένης Διαμεσολαβήτριας, κατόχου του Μεταπτυχιακού Διπλώματος «ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ MASTER IN BUSINESS ADMINISTRATION-MBA»
Η Διαμεσολάβηση, ως διαδικασία εξωδικαστικής επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών, καθιερώθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, με το Νόμο 3898/2010, ο οποίος στη συνέχεια τροποποιήθηκε με τα άρθρα 178 – 206 του Ν. 4512/2018 καθώς και με τον Ν. 4640/2019, ο οποίος ισχύει σήμερα. Κατόπιν αυτών ο θεσμός της διαμεσολάβησης μπαίνει πλέον σε νομικό πλαίσιο στην Ελλάδα και λειτουργεί. Σκοπός των σχετικών διατάξεων είναι η ρύθμιση του θεσμού της διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθώς και η περαιτέρω εναρμόνιση της Ελληνικής Νομοθεσίας με τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 για θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα.
Τι είναι όμως η διαμεσολάβηση; Διαμεσολάβηση είναι ένας εξωδικαστικός τρόπος επίλυσης των διαφορών. Είναι μια διαρθρωμένη διαδικασία, όπου τα μέρη προσπαθούν με καλόπιστη συμπεριφορά και συναλλακτική ευθύτητα να επιτύχουν μια αμοιβαία αποδεκτή λύση για τη διαφορά τους, με τη βοήθεια του διαμεσολαβητή.
Τα βασικά χαρακτηριστικά της διαδικασίας αυτής είναι η ιδιωτική αυτονομία των μερών και η εμπιστευτικότητα. Τα μέρη προσέρχονται εκούσια στη διαδικασία της διαμεσολάβησης και είναι ελεύθερα να αποχωρήσουν ανά πάσα στιγμή χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία, κύρωση και ποινή. Όλοι οι συμμετέχοντες στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, συμπεριλαμβανομένου και του διαμεσολαβητή, αναλαμβάνουν την υποχρέωση, εγγράφως, να τηρήσουν το απόρρητο των πληροφοριών, που θα προκύψουν από τη διαμεσολάβηση ή σε σχέση μ’ αυτήν.
Ποιος είναι όμως ο διαμεσολαβητής και ποιος είναι ο ρόλος του; Ο διαμεσολαβητής ορίζεται από τα μέρη ή από πρόσωπο της κοινής τους επιλογής. Ως διαμεσολαβητής νοείται τρίτο πρόσωπο, σε σχέση με τους συμμετέχοντες, το οποίο αναλαμβάνει την υποχρέωση να διαμεσολαβήσει με κατάλληλο, αποτελεσματικό και αμερόληπτο τρόπο. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να είναι διαπιστευμένος από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης και εγγεγραμμένος στα μητρώα αυτής. Είναι υπεύθυνος για τη διαδικασία, χωρίς όμως να εκφέρει προσωπική γνώμη, να υποβάλλει προτάσεις στα μέρη και να παρέχει νομικές συμβουλές. Μέριμνά του είναι η ισότιμη συμμετοχή και η διευκόλυνση των μερών στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, ενώ παραμένει ουδέτερος καθ’ όλη τη διάρκεια, αλλά και ως προς το αποτέλεσμα αυτής.
Στη διαδικασία της διαμεσολάβησης τα μέρη παρίστανται μαζί με το νομικό παραστάτη τους – πληρεξούσιο δικηγόρος τους, εξαιρουμένων των υποθέσεων των καταναλωτικών διαφορών και των μικροδιαφορών, στις οποίες επιτρέπεται η αυτοπρόσωπη παράσταση των μερών.
Ο διαμεσολαβητής συντάσσει το πρακτικό διαμεσολάβησης στο οποίο, πλην των υπολοίπων στοιχείων, περιλαμβάνεται και η συμφωνία στην οποία κατέληξαν τα μέρη κατά τη διαμεσολάβηση ή η διαπίστωση περί μη επίτευξης συμφωνίας. Σε περίπτωση συμφωνίας, αυτή αποτυπώνεται σε ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο συντάσσεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους και υπογράφεται από τον διαμεσολαβητή, τα μέρη και τους νομικούς παραστάτες τους. Σε αντίθετη περίπτωση, ο διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό αποτυχίας της διαμεσολάβησης, το οποίο μπορεί να υπογράφεται μόνον από αυτόν.
Κάθε μέρος έχει τη δυνατότητα να καταθέσει το πρακτικό επίτευξης συμφωνίας στη γραμματεία του καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιου Δικαστηρίου για την επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς. Με την κατάθεση αυτή το πρακτικό διαμεσολάβησης αποκτά ισχύ εκτελεστού τίτλου.
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η διαμεσολάβηση δεν είναι συμβιβασμός, αλλά ένας από τους τρόπους εναλλακτικής επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών. Προσφέρει στα μέρη τη δυνατότητα να διαπραγματευτούν την επίλυση της διαφοράς τους και να επιτύχουν μια αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία.