ΑΡΘΡΟ

Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά

ATPL

AIRLINE PILOT

B737NG AIRBUS 320

 

 

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Αφού όμως έτσι είναι όπως φαίνεται τα πράγματα τότε που οφείλεται η στερεότυπη αντίληψη; Αν και τέτοια συμπεράσματα δεν μπορούν να βγουν χωρίς έρευνα θα διακινδυνεύσω μια υπόθεση, για τις κύριες αιτίες του μύθου. Πρώτον, γενίκευση της εικόνας του δημόσιου τομέα για ολόκληρη την κοινωνία. Ο δημόσιος τομέας έχει σε πολλές χώρες κακή φήμη όσον αφορά την εργατικότητα, αλλά στην Ελλάδα το πρόβλημα είναι πιο εμφανές λόγω της σχετικά μεγάλης έκτασης του και της υπέρμετρης επιρροής του σε μεγάλο μέρος της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Έτσι την φήμη του δημοσίου την «λούζονται» όλοι οι Έλληνες. (Για να είμαστε δίκαιοι ακόμη και στο δημόσιο υπάρχουν πολλοί εργαζόμενοι που δουλεύουν ευσυνείδητα. Αρκούν όμως ορισμένοι βολεψάκηδες, κακοί συνδικαλιστές, «κομματόσκυλα» που καταρρακώνουν την αξιοκρατία κτλ. για να δημιουργηθεί η αρνητική «κουλτούρα» που πνίγει όλες τις προσπάθειες). Δεύτερον, η άποψη ότι οι πολίτες δεν δουλεύουν είναι πολύ χρήσιμη όταν πρέπει να δικαιολογηθούν κάποιες χαμηλές επιδόσεις της οικονομίας, κάποιες αδυναμίες του κράτους ή και του ιδιωτικού τομέα κτλ. Γιατί η παραγωγικότητα είναι χαμηλή; «Γιατί δεν δουλεύουμε αρκετά!». Μα η συνολική παραγωγικότητα μιας εταιρείας, οργανισμού, κράτους είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων (οργάνωση, υποδομή, χρήση της τεχνολογίας, ξεκάθαρη στρατηγική κτλ.) και όχι μόνο της εργατικότητας των ατόμων. Ένας λογιστής με χαρτί και μολύβι δεν μπορεί να συναγωνισθεί έναν άλλον που χρησιμοποιεί ένα λογιστικό φύλλο ακόμα και αν δουλεύει 24 ώρες το 24ωρο. Γιατί δεν καινοτομούμε; «Γιατί δεν έχουμε τους κατάλληλους ανθρώπους». Καλή δικαιολογία για να ξεχνάμε την έλλειψη οράματος, την αναποτελεσματική διοίκηση, την επιδίωξη του εύκολου κέρδους χωρίς μέριμνα για το μέλλον. Πως θα γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί; «Ας ζητήσουμε από τους εργαζόμενους να δουλέψουν περισσότερο».

Όπως βλέπετε ο μύθος είναι πολύ βολικός.

Οφείλουμε να αποβάλουμε την πιο επιζήμια ίσως νοοτροπία μας: τον αρνητισμό και την διάχυτη απαισιοδοξία μας. Οι υπεραπλουστεύσεις, η διαιώνιση μύθων και στερεοτύπων, η συνεχής γκρίνια, η αυτολύπηση και η μη εποικοδομητική κριτική δεν βοήθησαν ποτέ κανέναν. Και εάν η θεοποίηση της περίφημης Ελληνικής νοοτροπίας είναι βολική για κάποιους λίγους δεν συμφέρει τελικά εμάς τους πολλούς. Σαν λαός έχουμε υποχρέωση να προχωρήσουμε παραπέρα.

 

Εμείς και οι – ανεπτυγμένοι – ξένοι

 

Κλείνοντας περί Ελληνικής νοοτροπίας θα ασχοληθώ με κάποιες απόψεις μας για τους ξένους. Και αυτό γιατί η ιδέα μας για το ξένο, για «αυτό που δεν είμαστε», καθορίζει σε κάποιο βαθμό και την γνώμη μας για αυτό που είμαστε. Το άρθρο αυτό δεν είναι βέβαια θεωρητική, επιστημονική πραγματεία για την σχέση του Έλληνα με το ξένο γενικότερα, αλλά απλή σκιαγράφηση κάποιων, κατά την γνώμη μου, συγκεκριμένων αντιλήψεων. Ούτε θα ασχοληθώ εδώ με την άποψη μας για όλους τους ξένους αλλά θα περιορισθώ στους λαούς των ανεπτυγμένων χωρών – κυρίως δε της Δυτικής / Βόρειας Ευρώπης.

Έχω λοιπόν την αίσθηση ότι όσον αφορά την γνώμη μας για αυτούς τους ξένους και τις χώρες τους ακούγονται συχνά δύο ακραίες απόψεις. Δεν μιλάω βέβαια για δύο διακριτές ομάδες Ελλήνων με ομοιογενείς, αποκρυσταλλωμένες αντιλήψεις. Επιπλέον οι περισσότεροι από εμάς δεν ασπάζονται – ευτυχώς – σοβαρά καμία από τις δύο. Δείτε λοιπόν την δήλωση αυτή από την στατιστική σκοπιά. Σαν δύο ακραίους πόλους γύρω από τους οποίους συνωστίζονται άλλες μετριοπαθέστερες απόψεις.

Κατά την πρώτη αντίληψη, οι ξένοι αυτοί και οι χώρες τους δεν είναι δα και τίποτα σπουδαίο. Τα όποια επιτεύγματά τους που είναι άξια εκτίμησης, είναι συνήθως αποτέλεσμα ευνοϊκών ιστορικών συγκυριών ή της «αδίστακτης» νοοτροπίας τους. Ή είναι αποτέλεσμα χαρακτηριστικών τους, π.χ. πειθαρχίας και οργάνωσης, που έχουν πολλές κακές παρενέργειες – «μην καταντήσουμε και πρόβατα σαν αυτούς». Για τους θιασώτες της αντίληψης αυτής δεν έχουμε και πολλά να διδαχθούμε από τις χώρες αυτές. Οι πιο ακραίοι υποστηρικτές της άποψης θα ονομάσουν τους Ευρωπαίους «κουτόφραγκους», θα τους θεωρήσουν αφελείς που ξεγελιούνται εύκολα με λίγη «ανατολίτικη πονηριά». Θα τους θεωρήσουν άτομα χωρίς ιδιαίτερες ικανότητες ή ευφυΐα και στερούμενους «καπατσοσύνης». Θα ισχυριστούν ότι καλό είναι να αποφύγουμε να μυηθούμε στους τρόπους τους, θα καταδικάσουν άκριτα και συλλήβδην τις αξίες τους. Μερικοί, κινούμενοι από έναν υπεραπλουστευμένο και ίσως κακώς εννοούμενο πατριωτισμό, θα προτάξουν το επιχείρημα του σεβασμού στην ιστορία μας και της προστασίας των παραδόσεών μας. Κάποιοι θα χρησιμοποιήσουν σαν αντίβαρο αλλά και δικαιολογία, τα επιτεύγματα των προγόνων μας. Άλλοι, λιγότερο σοφιστικέ, θα κρυφτούν απλά πίσω από την… αδιαμφισβήτητη «μαγκιά μας».

Τέλος πολλοί θα αποδώσουν συλλογικά όλα τα προβλήματα μας ακριβώς σε αυτούς τους ξένους. Η τοποθέτηση αυτή μπορεί να αποδοθεί βιαστικά σε ρατσισμό και ξενοφοβία. Θα διαφωνήσω. Ο ρατσισμός άλλωστε στρέφεται συνήθως στους πιο αδύναμους από εμάς. Νομίζω ότι τα κύρια αίτια είναι άλλα. Πρώτα η άγνοια ή η ατελής, επιφανειακή γνώση για την ιστορία και τον πολιτισμό των άλλων. Δεύτερον, η διάθεση να δικαιολογήσουμε τα προβλήματά μας ή απλά να αισθανθούμε καλύτερα, να «αναβαθμιστούμε», απαξιώνοντας το διαφορετικό ή οτιδήποτε μας φαίνεται, λανθασμένα πολλές φορές, πολύ ψηλά για να το φτάσουμε. Σαν κάποιον που δεν καταλαβαίνει γιατί βρίσκεται σε πιο άσχημη κατάσταση από κάποιον άλλο παρόλο που έχει τα προσόντα, αλλά μιας και το να κάνει κάτι για αυτό είναι δύσκολο, αποφασίζει να «τα κάνει κρεμαστάρια». Τέλος κάποιο είδος «επαρχιώτικης» ανασφάλειας που οδηγεί σε απορριπτική διάθεση. Σαν τον χωριάτη που ακούει από διαδόσεις το τι συμβαίνει στην μεγάλη πόλη και μην έχοντας μία πλήρη εικόνα, αποφασίζει από ανασφάλεια να «κάτσει στα αυγά του», βρίσκοντας τις ανάλογες δικαιολογίες. Ή που καταφέρνει τελικά να φτάσει εκεί, τρώει μερικά ηχηρά «χαστούκια» και τρέχει πίσω να προειδοποιήσει τους άλλους για τα φριχτά που συμβαίνουν εκεί.

Στον αντίποδα βρίσκεται η δεύτερη αντίληψη που αποδίδει στους ξένους, τις χώρες τους και τον πολιτισμό τους εξαιρετικά χαρακτηριστικά. Στην ήπια έκδοση της η άποψη αυτή χαρακτηρίζεται από κάποιου είδους θαυμασμό, τον οποίο θα ονομάσω «θαυμασμό του τουρίστα», για κάποια επιφανειακά χαρακτηριστικά των χωρών αυτών (αρχιτεκτονική, καθαριότητα, ωραία τραίνα, πλούσιες… μπουτίκ κτλ.), χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το τι κρύβεται πίσω από την βιτρίνα Τα δε χαρακτηριστικά αυτά βαφτίζονται από μόνα τους επιπόλαια «πολιτισμός». Μετά μοιραία βέβαια αρχίζουν οι συγκρίσεις, για το πως θα έπρεπε και οι δικές μας πόλεις να είναι, το πως θα έπρεπε εμείς να είμαστε και δεν θα γίνουμε ποτέ κτλ. Όλα αυτά βέβαια χωρίς βαθιά γνώση των εκατέρωθεν πραγματικοτήτων ή των διαφόρων περιορισμών, απλά με το βλέμμα του τουρίστα. Στις «βαρύτερες» εκδόσεις της η άποψη αυτή προχωρά πολύ περισσότερο. Το ξένο εξιδανικεύεται, σχεδόν μυθοποιείται. Όλα τα χαρακτηριστικά των χωρών αυτών, με ελάχιστες εξαιρέσεις, γίνονται ξαφνικά επιθυμητά και άξια μίμησης χωρίς πολύ σκέψη. Οι νόμοι, οι υποδομές, οι αντιλήψεις και νοοτροπίες τους, η φιλοσοφία τους για την ζωή (βάλτε ότι άλλο θέλετε εδώ) είναι πάντοτε πολύ καλύτερα από τα δικά μας. Οι όποιες αδυναμίες και προβλήματα παραβλέπονται ως «μικρά», «ανούσια» ή «πρόσκαιρα». Αντίθετα τα δικά μας προβλήματα αλλά και οι αιτίες που τα προκαλούν μεγεθύνονται αναλόγως. Για τους πιο ακραίους θιασώτες της άποψης ο «Ευρωπαϊκός» ή «Δυτικός» πολιτισμός (θα εξηγήσω τα εισαγωγικά παρακάτω) θεοποιείται, αποτελεί το μόνο καλό που έχει συμβεί σε αυτόν τον πλανήτη και φυσικά δεν έχει καμία σχέση με εμάς τους «ταπεινούς ανατολίτες».

(συνεχίζεται…)