ΑΡΘΡΟ
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου
τ. Λυκειάρχη
Για μια ακόμη χρονιά οι μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης όδευσαν προς την έξοδό τους και μαζί τους φάνηκε ο ανθρώπινος πόνος. Άνεργοι και άστεγοι έγιναν θέμα συχνό της τηλοψίας. Βραχύβιο όμως θέμα, που σύντομα θα πάρει το δρόμο της λησμονιάς. Εύλογα κανείς πικραίνεται, όταν καθίσταται θεατής του φαινομένου, που δεν τιμά τον έμφρονα άνθρωπο.
Άρχοντες, φορείς, τυπικοί και άτυποι ιδιώτες διαγκωνίζονται στο στίβο της αγαθοεργίας.
Χιλιάδα συσσιτίου γαβριώνται ότι εξασφαλίσανε για αναξιοπαθούντες και αστέγους ένιοι άρχοντες.
Άτυποι φορείς φορτικά διατυμπανίζουν ότι πασχίζουν για τους ενδεείς.
Δεν λέω ότι έχω το δικαίωμα να κατακρίνω την εκδήλωση μιας τέτοιας ευαισθησίας. Όμως, ας μου επιτραπεί να εκφράσω το παράπονο και την πικρία μου τι θα συμβεί, όταν πια τα φώτα της ευαισθησίας χαμηλώσουν! Όταν οι ενδεείς και άστεγοι θα απλώνουν με σπαραγμό ψυχής τη χείρα για ένα ξεροκόμματο ή θα αναζητούν χαρτόκουτα για να στήσουν το εκτεθειμένο στη βροχή και στο αφόρητο κρύο το εφήμερο κρεβάτι τους πάνω σ’ ένα πλαστικό ή ξύλινο παγκάκι, που στήθηκε για να αναπαυθεί προσωρινά μερικούς υπερήλικες για να στυλωθούν για λίγο.
Αλήθεια μήπως καταντήσαμε οι άνθρωποι του θεαθήναι και της φθηνής φιλανθρωπίας, όταν διαλαλούμε στη διαπασών πως προσφέρουμε γεύμα για μια ημέρα του χρόνου, για την ημέρα της αγάπης; Και τι γίνεται με τις υπόλοιπες 364 ημέρες του ενιαυτού; Η φιλοξενία της μιας ημέρας αρκεί να καλύψει την επανάσταση του στομάχου, που διαρκεί αισίως για τις υπόλοιπες 364 ημέρες; Ή μήπως οδηγήσαμε στην σωτήρια ανακύκλωση τις χαρτόκουτες αντάμα με τα εύλογα ρυπαρά κλινοσκεπάσματα;
Δεν το χωρεί ο νους της ταπεινότητάς μου να κινδυνεύουν από τον εξ ασιτίας θάνατο συνάνθρωποί μας. Μα ούτε και από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες.
Αλήθεια πώς ανεχόμαστε όλοι εμείς οι έμφρονες, οι κατ’ εικόνα Θεού πλασμένοι, να ατενίζουμε απλωμένα και εκλιπαρούντα χέρια για ολίγα ψίχια; Πώς το βαστάει η ψυχή μας άλλοι να προστρέχουν στην ιατρική φροντίδα για υπερφόρτωση του στομάχου και άλλοι να αισθάνονται την αφόρητη διαμαρτυρία του, γιατί έμεινε κενός;
Δεν θα ήθελε η ταπεινότητά μου να παραβλέψει τις φιλάνθρωπες ευαισθησίες της μητρός Εκκλησίας. Άξιο επαίνου το έργο της! Όμως αυτή πρέπει να είναι η λύση;
Το χρέος μιας ισόνομης, ευνομούμενης και δίκαιης και οργανωμένης κοινωνίας θα πρέπει να αποτυπώνεται στην φιλάνθρωπη ευαισθησία; Γιατί λοιπόν δεν δίνεται λύση, που είναι πέρα για περά εφικτή, με άλλο τρόπο; Εργασία σε όλους τους υγιείς συνανθρώπους μας, ώστε να περιορισθεί η ταπεινωτική απλοχεριά της επαιτείας! Αλήθεια φθάσαμε ποτέ στο σημείο να εισδύσουμε στα τρίσβαθα της ψυχής εκείνων, που οδηγούνται σε μια τέτοια ταπείνωση; Κι ακόμη πώς νιώθουμε όταν καθιστάμεθα θεατέ ενοίκων των έναστρων καταλυμάτων; Πώς είναι δυνατόν κάποιοι συνάνθρωποί μας να τροφοδοτούν τους κάδους των απορριμμάτων με τα περισσεύματα των λουκουλείων γευμάτων τους, ενώ κάποιοι άλλοι αγωνιωδώς να τους ανασκαλεύουν με κίνδυνο την απώλεια της ζωής τους;
Μας τιμά κάτι τέτοιο; Ο Θείος δημιουργός πρόσφερε τα αγαθά Του για όλους. Τους πατρικίους και την πλεμπάγια εμείς την επινοήσαμε, γιατί έτσι μας βολεύει! Έτσι ικανοποιεί τη ματαιοδοξία μας, την πλεονεξία μας και την αυτοπροβολή μας! Άδεια πουκάμισα της ζωής, χωρίς την Ελένη της ανθρωπιάς, της ευσπλαχνίας, της δικαιοσύνης. Και δεν αρκούμεθα μόνο σ’ όσους από δικό τους φταίξιμο καταφεύγουν στο άπλωμα του χεριού. Κατασκευάζουμε έντεχνα και σωρεία άλλων διανοίγοντας εστίες πολέμου, ενσπείροντας τον διχασμό, και αναπόφευκτα, διογκώνουμε τον εκπατρισμό, ενισχύουμε τα στρατόπεδα των προσφύγων, αφαιρούμε αθώες ψυχές, γεμίζουμε με κουφάρια τις ρεματιές και μεταβάλλουμε σε υγρά κοιμητήρια τις θάλασσες. Κι όλα αυτά χωρίς αιδώ, χωρίς τσίπα και με μόνη την έγνοια να γίνουμε αρεστοί στον Μαμωνά, δημιούργημα αποκλειστικό της δικής μας αφροσύνης. Όλη μας η έγνοια στρέφεται στην πρόκληση της ανθρώπινης συμφοράς, στον άδικο ανθρώπινο πόνο, στην έκχυση καυτών δακρύων, σε μια απέραντη φενάκη.
Δεν αντιλαμβανόμαστε ότι δεν υπάρχει στα δακρυδόχος, όσο ογκώδης κι αν είναι αυτή, να χωρέσει τα ανθρώπινα δάκρυα; Γιατί τόση κατάρα βολοδέρνει το έμφρον ον; Δεν μπορεί άραγε να αποκτήσει τη συναίσθηση της σισύφειας δοκιμασίας; Λίγη σύνεση χρειάζεται, ώστε να παύσουν να υπάρχουν οι τραυματίζουσες την ψυχή απλωχεριές, να στερέψουν τα καυτά δάκρυα, να μην πληρώνουν αθώες ψυχές. Υπάρχει κι άλλη οδός για να σεμνυνόμεθα. Ας την πορευθούμε ορθοτομούντες, αν θέλουμε να διεκδικούμε την αρετή της σύνεσης, της σωφροσύνης και της αληθινής αγάπης. Αυτό θα είναι το πεδίον δόξης λαμπρόν.