Τρισάγιο υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των πεσόντων εν ώρα καθήκοντος Αστυνομικών, τελέστηκε το Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2025, πρώτο Ψυχοσάββατο του έτους, στο παρεκκλήσι του Αγίου Αρτεμίου στον αύλειο χώρο του Αστυνομικού Μεγάρου Δράμας, με πρωτοβουλία του Σωματείου Αστυνομικών Υπαλλήλων Νομού Δράμας.

Το τρισάγιο τελέστηκε από τον Σεβασμιωτάτο Μητροπολίτη Δράμας κ. Δωρόθεο και ακολούθησαν ομιλία από την Πρόεδρο του Σωματείου Αστυνομικών Υπαλλήλων Νομού Δράμας κ. Μαρία Ζαχοπούλου, κατάθεση στεφάνων στο μνημείο εις μνήμην των υπέρ καθήκοντος πεσόντων αστυνομικών, τήρηση ενός λεπτού σιγής και ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου.

Παρευρέθηκαν οι Βουλευτές Νομού Δράμας κ. Δημήτρης Κυριαζίδης, κ. Αναστάσιος Νικολαΐδης και κ. Θεόφιλος Ξανθόπουλος, ο Αντιπεριφερειάρχης Δράμας κ. Μιχάλης Μουρβετίδης, ο Δήμαρχος Δοξάτου κ. Γιώργος Βογιατζής, ο Δήμαρχος Παρανεστίου κ. Αναστάσιος Καγιάογλου, η Αντιδήμαρχος του Δήμου Δράμας κ. Δέσποινα Αβραμίδου, ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Αστυνομίας Δράμας κ. Ιωάννης Παπαθανασίου, εκπρόσωποι συνδικαλιστικών σωματείων, καθώς και αστυνομικοί.

«Οι αστυνομικοί αξίζουν κάτι καλύτερο»

Στην ομιλία της η κ. Ζαχοπούλου, με αφορμή την ημέρα μνήμης για τους πεσόντες εν ώρα καθήκοντος αστυνομικούς, μετέφερε στους παριστάμενους μερικές σκέψεις της, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε.

Συγκεκριμένα, η Πρόεδρος του Σωματείου Αστυνομικών Υπαλλήλων Νομού Δράμας ανέφερε: «Στη σύγχρονη Ελλάδα και στον κόσμο γενικότερα, η βία και η παραβατικότητα αυξάνεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς κυρίως εξαιτίας κοινωνικών ανισοτήτων και πολλαπλών κρίσεων. Ο Έλληνας αστυνομικός έχει να αντιμετωπίσει οργανωμένο έγκλημα με διεθνείς προεκτάσεις, έχει να αντιμετωπίσει τρομοκρατικές οργανώσεις οι οποίες ξεφυτρώνουν η μία από την άλλη, συμβόλαια θανάτου για κάθε αιτία και αφορμή και μία διάχυτη κοινωνική και οικογενειακή βία.

Σε αυτό, λοιπόν, το περιβάλλον ο Έλληνας αστυνομικός και χωρίς αν θέλετε την πρέπουσα και την ουσιαστική υλικοτεχνική, διοικητική και ψυχολογική υποστήριξη, μετατρέπεται σε έναν αναλώσιμο εργαζόμενο, σε επισφαλείς συνθήκες εργασίας. Τα στοιχεία για εμάς είναι συντριπτικά. Από το 1984 μέχρι και σήμερα, 154 Έλληνες και Ελληνίδες αστυνομικοί έχασαν τη ζωή τους κατά την εκτέλεση του καθήκοντος. Ένα νούμερο το οποίο μας κατατάσσει στις υψηλότερες της σχετικής κλίμακας κατηγορίες θανάτων στον δυτικό κόσμο. Ανυπολόγιστοι είναι και οι τραυματισμοί των συναδέλφων μας. Ανυπολόγιστοι και εκατοντάδες είναι οι συνάδελφοι που τραυματίστηκαν εν ώρα υπηρεσίας και που ταλαιπωρήθηκαν ή ταλαιπωρούνται με προσωρινές ή μόνιμες σωματικές αναπηρίες.

Να σημειωθεί επίσης ότι σε αυτό το θλιβερό νούμερο το οποίο ανάφερα, δεν έχουν συνυπολογιστεί οι αυτοκτονίες των αστυνομικών που τα τελευταία χρόνια και αυτές έχουν αυξηθεί ραγδαία και ιδιαίτερα ανησυχητικά και παρόλο που προκαλούν αισθητά την ανησυχία της φυσικής ηγεσίας, εκείνη δίνει περισσότερη έμφαση μόνο στις διαδικασίες των ψυχοτεχνικών επιτροπών, κλείνοντας όμως τα μάτια στις γενεσιουργές αιτίες αυτού του φαινόμενου, που σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό οφείλεται ακριβώς σε αυτό το εργασιακό στρες, το οποίο βιώνει ο Έλληνας αστυνομικός στο επάγγελμά του.

Και έρχομαι στην τρίτη και τελευταία μου σκέψη. Για πρώτη φορά η Πολιτεία δείχνει την πρόθεση να ικανοποιήσει το χρόνιο αίτημά μας για την επικινδυνότητα της εργασίας μας, προχωρώντας στη χορήγηση ενός επιδόματος και δίνοντας ανταποδοτικά για αυτό μια αύξηση της τάξεως των 100 ευρώ. Σαφώς αυτή η κίνηση δεν θα μειώσει αυτόματα και μηχανικά τους κινδύνους που αντιμετωπίζουμε καθημερινά, κατά την άσκηση των καθηκόντων μας. Ούτε και μπορεί να ποσοτικοποιηθεί χρηματικά η ζωή ενός αστυνομικού. Βλέπετε όλοι εκείνοι που έχασαν τη ζωή τους, θα την έχαναν ακόμη και αν οι μηνιαίες αποδοχές τους ήταν αυξημένες. Ωστόσο, η αναγνώριση του αυτονόητου, ότι δηλαδή η δουλειά του αστυνομικού στο σύγχρονο περιβάλλον συνεπάγεται μια αυξημένη επικινδυνότητα αποτελεί εν μέρει την καθυστερημένη ηθική αναγνώριση της προσφοράς του αστυνομικού από πλευράς Πολιτείας. Μια προσφοράς που, επιτρέψτε μου να πω, συνεχίζει να τη χρωστάει η Πολιτεία στον Έλληνα αστυνομικό, ο οποίος τις τελευταίες δεκαετίες έχει δείξει τεράστια βήματα προόδου σε επίπεδο μορφωτικό, επαγγελματικό, δημοκρατικό, ενώ παράλληλα συνεχίζει να μετρά απώλειες και νεκρούς συναδέλφους.

Εάν, λοιπόν, είναι χρέος όλων μας να υπερασπιστούμε το έννομο συμφέρον και τους συμπολίτες μας, εάν είναι χρέος μας να διακινδυνέψουμε τη ζωή μας και να την αφαιρέσουμε για αυτό, πιστοί στον όρκο μας, τότε χρέος της Πολιτείας είναι να συνεχίσει την αναγνώριση αυτής της ακούσιας προσφοράς και να μας θωρακίσει κυρίως συνολικά, έτσι ώστε να δημιουργήσει για εμάς περισσότερο ασφαλείς συνθήκες εργασίας. Εμείς πιστεύουμε ότι οι αστυνομικοί αξίζουν κάτι καλύτερο. Σίγουρα άξιζαν κάτι καλύτερο οι πεσόντες στο καθήκον συνάδελφοί μας. Αιωνία τους η μνήμη».