ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

τ. Λυκειάρχη

«Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν (Ματθ. 28,19) (= Πάτε και διδάξτε σ’ όλα τα έθνη βαφτίζοντάς τα στο όνομα του Θεού και του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντάς τα να τηρούν όλα, όσα σας έδωσα ως εντολές).

Ας συγχωρήσουν την ταπεινότητά μου οι φίλοι αναγνώστες, που κάνω για δεύτερη φορά στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο.

Αλλά πώς να μη γοητεύεται κάποιος από έναν ενδεδυμένο το αγγελικό σχήμα, που έκανε πράξη τον θεόπνευστο λόγο;

Αντί να απολαύει την εγκόσμια διάκριση και να γαυριάται ως δάσκαλος του ιερού τεμένους της ανωτάτης παιδείας, εκείνος ενδεδυμένος το λιτό και τριμμένο ράσο εγκατέλειψε «την Ιερουσαλήμ και την Σαμάρειαν και πάσαν την Ιουδαίαν» και έκανε πράξη τον προτρεπτικό λόγο του Κυρίου και επορεύθη, στα έσχατα της Γης (πράξ. 1,8).

Οδηγήθηκε στα έσχατα της Αφρικής, αψηφώντας τους μύριους κινδύνους. Πήγε να ανταμώσει τον λαό των ειδώλων, τον λαό που η ζωή του περιοριζόταν στη λατρεία της ύλης, με μόνη έγνοια τη μαρτυρική επιβίωση.

Πήγε ανάμεσα στα άλογα θηρία, σε αδελφούς που τους έλειπε η αληθινή αγάπη και χωρίς τον απάνθρωπο προσηλυτισμό, αλλά οπλισμένος με την αγάπη, όπως την οριοθέτησε ο μεγάλος των Εθνών Απόστολος Παύλος, καθώς και την ταπεινοφροσύνη και τον σεβασμό προς την ταυτότητα κάθε ανθρώπου και την πολιτιστική ιδιαιτερότητα κάθε λαού, έσπειρε στις ψυχές του αφρικανικού λαού την αληθινή αγάπη, τον πήρε κοντά του, τον αγάπησε και αγαπήθηκε ειλικρινά από αυτόν, βάζοντάς τον στον ορθό δρόμο της πίστης και της κοινωνικής ζωής.

Και σ’ όλη αυτή την προσπάθειά του κινδύνευσε πολλές φορές το σαρκίον του. Και λίγο έλειψε να φύγει από το μάταιο τούτο κόσμο. Και όμως δεν λιποψύχησε, γιατί ζύμωσε την ολοκάθαρη από τις ανθρώπινες αδυναμίες ψυχή του με τον ειλικρινή λόγο του Πέτρου (γ, 1): «Χριστού ουν παθόντος υπέρ ημών σαρκί και υμείς την αυτήν έννοιαν οπλίσασθε, ότι ο παθών εν σαρκί πέπαυται αμαρτίας».

Και κινδύνευσε το σαρκίο του, όταν, ενώ θεμελίωνε ευαγές ίδρυμα στην Αλβανία, δεχόταν πέτρες, με στόχο την εξόντωσή του, εκείνος όμως στωικότατα και με την αγάπη αποτυπωμένη στο ολοφώτεινο πρόσωπό του τους παρότρυνε, χωρίς ειρωνική διάθεση, να ρίξουν κι άλλες, που του ήταν χρειαζούμενες. Ποια πιο πειστική αντιμετώπιση των φονέων του από αυτήν, ότι το έργον του ήταν έργο ευεργετικό;

Πώς δεν κατακτάς την ψυχή του λαού, όταν αντί της χολής τού προσφέρεις μάννα σώματος και ψυχής, αντί του μίσους την αγάπη, αντί της εκδίκησης την προσφορά χωρίς αντάλλαγμα, αντί της υστεροβουλίας το άπλωμα καθαρών χεριών, αντί της ίππευσης στο άτι της κενόδοξης συμπεριφοράς την ταπεινοφροσύνη, αντί της ικανοποίησης του σαρκίου σου με πολυτελή μέσα, τη λιτή ζωή;

Αυτός ήταν ο Αναστάσιος που αναπαύεται εν Κυρίω δίπλα στον Πατροκοσμά, που διεκήρυσσε εκείνο το αμίμητο: «Γκρεμίστε εκκλησιές και χτίστε σχολειά!». Δηλαδή μορφώστε τον λαό για να μάθει την αλήθεια, που θα τον απελευθερώσει (Ιωάν, 8,32).

Κι ο Αναστάσιος έχτισε σχολεία και ιδρύματα περίθαλψης, χωρίς να γκρεμίσει εκκλησίες, αλλά μετέβαλε τα ερείπιά τους σε ευκλεείς ναούς και απομάκρυνε «το κυλώνειο» άγος της μετατροπής όσων δεν γκρεμίστηκαν, από κέντρα διασκέδασης, στάβλους και αποθήκες, σε οίκους λατρείας ευάνθρωπους, σε χώρους κατανυκτικής προσευχής, σε προσπάθειες συναδέλφωσης, αλληλεγγύης, σε παλλάδια ανθρωπιάς.

Εύλογη λοιπόν ήταν η δήλωση των ανθρώπων της Αλβανίας μετά την εκδημία του: «Εμείς δεν χάσαμε έναν Αρχιεπίσκοπο, χάσαμε τον πατέρα μας, χάσαμε έναν Άγιο». Πώς να μη νιώθεις βαθιά συγκίνηση, που τη συνοδεύουν δάκρυα από μια τέτοια ομολογία;

Ποια πιο πειστική και αληθινή η μαρτυρία ενός λαού για τον προβληματισμό της Επίσημης Εκκλησίας μας;

Ίδωμεν!