ΑΡΘΡΟ
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου
τ. Λυκειάρχη
(συνέχεια από το φύλλο της Πέμπτης 30 Ιανουαρίου)
Σημαντικό ρόλο στην αφηγηματική τέχνη του παραμυθιού παίζει και ο αφηγητής, ο παραμυθάς, ο οποίος πρέπει να είναι προικισμένος με την αρετή της πειστικότητας, τις κατάλληλες σωματικές κινήσεις, τον χρωματισμό της φωνής του, ώστε να κερδίσει την προσήλωση των ακροατών, ακόμη κι αν αυτοί γνωρίζουν ότι τα αφηγούμενα κινούνται στη σφαίρα του απίθανου και απραγματοποίητου.
Βέβαια η λέξη παραμυθάς με την πάροδο του χρόνου πειθάρχησε στον νόμο της φθοράς της σημασίας των λέξεων. Έτσι συχνά με επιπληκτική διάθεση ακούγεται η φράση: «Πάψε, παραμυθά» απευθυνόμενη σε άτομο, το οποίο εξιστορεί απίθανα γεγονότα ή αφηγείται εξωλογικά του επιτεύγματα. Η διατύπωση μιας τέτοιας φράσης ενέχει και την έννοια της αναξιοπιστίας προς το άτομο που τη δέχεται, χαρακτηρισμός καθόλου τιμητικός.
Κι ακόμη ο αριστοφανικός λαός μας εφεύρε τη σκωπτική φράση «όλο θα και θα, πάψε, βρε παραμυθά», που εκτοξεύεται προς τους τάζοντες τις πιο απίθανες υποσχέσεις στον λαό.
Με την πάροδο του χρόνου και λόγω οικονομίας του, το παραμύθι μεταπήδησε σε μιαν άλλη μορφή, αυτήν των παροιμιόμυθων, όπως «Αφού την έπαθε η γριά, τότε άρχισε να κλειδώνει την πόρτα» ή «Το σπίτι του ψεύτη κάηκε και κανείς δεν το πίστεψε» και το ποντιακό «Ο κοσκινάς δεν γίνεται βασιλιάς».
Δεν πλάστηκαν παραμύθια με θέμα αναφερόμενο μόνο στον άνθρωπο, αλλά και στα ζώα, όπως στη χελώνα, που εισέπραξε κατάρα από τη μάνα της, όταν δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκλησή της με την αιτιολογία ότι φούρνιζε ψωμιά εκείνη την ώρα, καθώς και στον σκαντζόχοιρο, που αδιαφόρησε να ανταποκριθεί στην πρόσκληση της μάνας του να σπεύσει να τη βοηθήσει, όταν κινδύνευε, με την πρόφαση ότι περιέφραζε τον κήπο του με αγκάθια.
Τέλος κυρίαρχο στοιχείο στο παραμύθι είναι ο αριθμός τρία, που στην αρχαιότητα θεωρούνταν ιερός.
Τα γεγονότα που εκτυλίσσονται στο παραμύθι επαναλαμβάνονται τρεις φορές.
Το στοιχείο αυτό πέρασε και στον χριστιανισμό. Ο νουνός αποτάσσει τον σατανά κατά τη βάπτιση του παιδιού με εντολή του ιερέα φτύνοντας τρεις φορές δεξιά και αριστερά, στα παιχνίδια ακολουθεί ο αριθμός τρία. Χαρακτηριστική είναι η φράση «τρίτη και καλύτερη», αλλά και «όλα τα κακά τριτώνουν», κατά τη λαϊκή έκφραση, δυσοίωνη θεωρείται η τρίτη ημέρα της εβδομάδος, τρισάγιο κάνουμε, αλλά και τριήμερα για τους προσφιλείς μας την τρίτη ημέρα από τη φυγή τους από τον μάταιο αυτό κόσμο, στο τρίστρατο λάτρευαν οι αρχαίοι Έλληνες την ενοδία θεά Εκάτη, τρία είναι και τα μετάλλια που δίνονται στους πρωτεύσαντες αθλητές: το χάλκινο, το ασημένιο και το χρυσό, όταν ανεβαίνουν στο τιμητικό βάθρο για την απονομή. Και το τριπλούν ως άθλημα του κλασικού αθλητισμού.
Θα κλείσω την αναφορά μου στο τόσο γοητευτικό πνευματικό δημιούργημα του λαού μας με το ερώτημα: Ο παντοκαταλύτης χρόνος, με τη συνδρομή της τεχνολογικής προόδου θα βάλουν την ταφόπλακα στη ζωή του παραμυθιού;
Είναι αναμφίλεκτη αλήθεια ότι ο πανδαμάτορας χρόνος αντάμα με την αμφίθυμη τεχνολογία αφυδάτωσε πολλά στοιχεία της παράδοσης, όμως εύλογη τίθεται η θέση ότι το παραμύθι, όσο κι αν δέχεται επιθέσεις από τους δυο πιο πάνω πολέμιούς του, θα εξακολουθεί ευμενώς να είναι αποδεκτό από τους ακροατές της παιδικής ηλικίας. Ίδωμεν, αν ο ευκτέος αυτός λόγος θα επαληθευθεί. Βέβαιο όμως είναι ότι με τη λακωνική του μετονομασία σε παροιμιόμυθο θα επιβιώσει. Και είναι βέβαιο ότι θα επιβιώσει με τη σφραγίδα του λαού, που από όσα κύματα κι αν περάσει, θα διατηρεί στο DNA του τη φιλοσοφία του και τον πολιτισμό του, τα βάθρα πάνω στα οποία οικοδομούν το δικό τους οικοδόμημα οι γενιές που ακολουθούν. Και να θέλουν να τα γκρεμίσουν, στέκει ως πρόφραγμα η άτεγκτη και ανεκτική μέχρι ενός σημείου ιστορία.
Εν κατακλείδι το παραμύθι θα ζει στο διάβα του χρόνου με τη νοερή πνευματική του προσφορά στον βωμό του παγανιστικού θεού Μορφέα.