ΑΡΘΡΟ
Του Βασίλειου Μελαδίνη
Αρχιτέκτονα Χωροτάκτη
Η κρίση στην Ελλάδα ήταν πάντα θεσμική και για τον λόγο αυτό είναι λάθος να πιστεύουμε ότι ήταν και είναι οικονομική κρίση.
Όμως οι Έλληνες πολιτικοί κρατούν αμετάβλητους τους υπάρχοντες θεσμούς γιατί τους βολεύουν «επαγγελματικά», ώστε να διαχειρίζονται τα δάνεια που είναι στο όνομά μας με νομιμοφάνεια και να κρίνονται ως απαραίτητοι θεματοφύλακες των θεσμών, ενίοτε δε και ως επισπεύδοντες επιδιαιτητές των πλασματικών αντιμαχιών που δημιουργούν μεταξύ των κοινωνικών ομάδων! Για τον λόγο αυτό, έχουν «εκπαιδεύσει» τους δημοσίους υπαλλήλους, αλλά έχουν καλλιεργήσει και στο σύνολο της κοινωνίας την άποψη και τη νοοτροπία ότι οι θεσμοί πρέπει να παραμένουν αμετάβλητοι, κάτι δηλαδή σαν δόγμα, σαν θρησκεία. Έτσι η οποιαδήποτε θεσμική αλλαγή, ακόμα και αυτές που είναι εμφανώς και με την «πρώτη ματιά» προς το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου, να αντιμετωπίζονται με δυσπιστία και εχθρότητα άκριτα.
Όταν όμως, υπάρχει «ανάγκη», εκπορευόμενη είτε από πολιτική ιδεοληψία είτε από κομματική ψηφοθηρία, χρησιμοποιούν τη μέθοδο της διολίσθησης από τους θεσμούς υπέρ της κοινωνικής ομάδας που θεωρούν ότι τους συμφέρει να ευνοήσουν, αδιαφορώντας αν αυτό στρέφεται ευθέως κατά του συμφέροντος και της ποιότητας ζωής του κοινωνικού συνόλου. Ακριβώς μια τέτοια περίπτωση είναι και το αντικείμενο αυτού του άρθρου.
Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος και αργότερα διευθυντής σχολείου. Η μητέρα μου ήταν νηπιαγωγός. Υπηρέτησαν, σχεδόν όλα τα χρόνια, μαζί.
Το σχολείο λειτουργούσε πρωί και απόγεμα, κάθε μέρα και το Σάββατο το πρωί. Στα καθήκοντά τους ήταν και η εφαρμογή ειδικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων, πειραματικών μέχρι τότε, όπως το Μοντεσοριανό. Εκπαιδευτική πρωτοπορία λοιπόν, στα χωριά της Β. Ελλάδας με δυναμικό, σε κάθε τάξη τα 60 έως 75 παιδιά και στο νηπιαγωγείο τα 100 έως 120… Όποιος δάσκαλος μάλιστα είχε την πέμπτη ή την έκτη τάξη, έπρεπε να οργανώνει και τις γραπτές προαγωγικές εξετάσεις του Φεβρουαρίου και του Ιουνίου, για την τάξη του, δηλαδή θέματα διαγωνισμών, επιτήρηση διαδικασίας, εξέταση γραπτών, βαθμολογία και έκδοση αποτελεσμάτων! Όμως αυτοί οι δάσκαλοι ήξεραν όλα τα παιδιά με τα ονόματά τους, μα ακόμα και τα ονόματα των γονιών τους!
Επίσης έπρεπε να οργανώνουν και να διατηρούν σχολικό κήπο. Να πρωτοστατούν στη τοπική κοινωνία κατά τις εκδηλώσεις των Εθνικών εορτών, με πανηγυρικούς και παρελάσεις. Να οργανώνουν γυμναστικές επιδείξεις, θεατρικές παραστάσεις, αθλητικούς αγώνες. Να επιβλέπουν τους μαθητές τους και να τους καθοδηγούν, όλη τη χρονιά, στη δημιουργία τεχνουργημάτων για την ετήσια έκθεση χειροτεχνίας που γινόταν στην έδρα της επιθεώρησης στοιχειώδους εκπαίδευσης.
Με τον ερχομό της άνοιξης άρχιζαν και τις περιοδείες στα παραμεθόρια χωριά με το μαθητικό θίασο που είχαν δημιουργήσει τον χειμώνα. Αυτό γινόταν για την «ηθική» τόνωση των ακριτικών πληθυσμών, αλλά και των στρατιωτικών μονάδων των Ελληνο – Βουλγαρικών συνόρων μέσα σε ένα κλίμα μετεμφυλιακής εθνικής προπαγάνδας των νικητών.
Όλα τα παραπάνω συνέβαιναν σε εξαθέσια – εξατάξια σχολεία όπου η δουλειά μοιραζόταν, κατά κανόνα, δίκαια μεταξύ των συναδέλφων. Όταν όμως υπηρετούσαν σε σχολεία εξατάξια μεν, αλλά μονοθέσια τότε όλα τα καθήκοντα έπρεπε να διεκπεραιωθούν από έναν εκπαιδευτικό και για τις έξι τάξεις που δίδασκε!
Στην πρωτεύουσα του Νομού είχε την έδρα του ο επιθεωρητής. Αυτός λάμβανε τακτικές αναφορές για τη δράση του σχολείου αλλά και την ενεργό συμμετοχή του διδακτικού προσωπικού από τον αντίστοιχο διευθυντή του. Όμως δεν αρκούσε αυτό. Ο επιθεωρητής εμφανιζόταν ξαφνικά στην τάξη για να βαθμολογήσει το προσωπικό «κατά επιλογή» ή «κατά αρχαιότητα». Το θέμα ήταν σοβαρό γιατί αυτό ήταν το μόνο κριτήριο για την προαγωγή του δασκάλου αλλά και την αύξηση ή όχι του μισθού του! Βέβαια αν η απόσταση μεταξύ της προσωπικής αξιολόγησης του επιθεωρητή ήταν μεγάλη, θετικά ή αρνητικά, με την αντίστοιχη του διευθυντή του σχολείου, τότε υπόλογος και ελεγχόμενος ήταν και ο διευθυντής!
‘Όμως στη μικρή κοινωνία του χωριού τους, εθεωρούντο, από τη μια προνομιούχοι, γιατί ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, έστω και χωρίς μονιμότητα και από την άλλη αντικείμενο θαυμασμού και αγάπης γιατί μόρφωναν τα παιδιά τους, την ελπίδα τους, δίνοντας και τη ψυχή τους για αυτό. Καμία αμφισβήτηση για τον τρόπο διδασκαλίας, καμία αυθάδεια και απρεπής συμπεριφορά προς τους δασκάλους, από την πλευρά των γονιών. Η στήριξη και η αποδοχή ήταν καθολική
Έτσι δημιούργησαν όλους εμάς, τις δικές μας γενιές που με τη δουλειά μας προσφέραμε υπεραξία στο τόπο, που κοτζαμπάσηδες και νάρκισσοι πολιτικοί, καθώς και μακάριοι Νεοέλληνες έχουν σχεδόν καταστρέψει.
Αλλά ας έρθουμε στο σήμερα που είναι για γέλια και για κλάματα. Είμαι σίγουρος πως αν διαβάσει ένας σημερινός δάσκαλος, όλα τα παραπάνω, θα ζαλιστεί, θα κουραστεί και θα ζητήσει αμέσως αναρρωτική άδεια. Το μόνο που ξέρουν να κάνουν καλά, είναι να λένε όχι σε όλα, κάτι σαν Κ.Κ.Ε. της στοιχειώδους εκπαίδευσης δηλαδή!
Όχι στην περιοδική αξιολόγησή τους, που καταργήθηκε γιατί οι μέτριοι πρέπει να περνούν απαρατήρητοι
Όχι στην αύξηση των μαθητών από 18 σε 24 σε μια τάξη, για παράδειγμα. Προτείνουν ως ιδανική τη τεμπέλικη, για αυτούς, σύνθεση των 12 με 14 μαθητών σε κάθε τάξη!
Όχι στις αλλαγές της διδακτέας ύλης και τον τρόπο διδασκαλίας, γιατί «…που να μαθαίνεις τώρα καινούργια πράγματα για να τα διδάξεις!».
Όχι στο ημερήσιο σχολείο χωρίς άφθονες προσλήψεις! Κανείς όμως δεν μπαίνει στον κόπο να φροντίσει να επιστρέψουν όλοι οι εκπαιδευτικοί στα σχολεία καθώς αν επέστρεφαν η αναλογία μόνιμου διορισμένου εκπαιδευτικού προς μαθητές είναι ένας ανά τέσσερεις μόνο μαθητές!
Όχι στη συνένωση σχολείων ακόμα και αν απέχουν μεταξύ τους δέκα λεπτά ενώ και τα δύο μαζί έχουν 37 μαθητές και 26 δασκάλους!
Μένουν στις «επάλξεις» της μόνιμης άρνησης. Δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα από τα «δωράκια» που τους χάρισε η «προοδευτική μετριότητα» των δεκαετιών ‘80 και ‘90.
Θεωρούν ότι είναι τα «Ιερά Τέρατα» της εργασίας.
Αυτοί που ενώ από τον όρκο τους (αν τον δίνουν ακόμα), αποδέχονται το λειτούργημά τους ως σκοπό της ζωής τους, το έχουν μετατρέψει σε απλό μέσο βιοπορισμού με μια δόση «γλυκιάς εξουσίας», έστω και πάνω σε παιδάκια. Ναι υπάρχουν και εξαιρέσεις, όμως χάνονται μέσα στο κουρνιαχτό της μετριότητας των υπολοίπων.
Την ίδια ώρα δουλεύουν με την υψηλότερη ωρομίσθια αμοιβή πραγματικού χρόνου εργασίας από οποιονδήποτε εργαζόμενο, όπως φαίνεται από τους υπολογισμούς που παραθέτω στο τέλος του κειμένου. Μάλιστα, ειδικά με τους καθηγητές μέσης εκπαίδευσης, δημιουργούνται και άλλα φαινόμενα. Για παράδειγμα: Μαθηματικός που είναι διορισμένος σε λύκειο στην Ηλεία, μένει μόνιμα στην Αθήνα. Αυτό το έχει κατορθώσει γιατί, σε συνεννόηση με το λυκειάρχη, κάνει όλες τις ώρες Δευτέρα και Τρίτη και την υπόλοιπη εβδομάδα επιστρέφει στο σπίτι του!
Για τις λίγες ώρες εργασίας στο σχολείο προβάλουν το επιχείρημα ότι δουλεύουν στο σπίτι προετοιμαζόμενοι για την επόμενη μέρα και διεκπεραιώνοντας γραφειοκρατική δουλειά. Θα απαντήσω ότι στο σπίτι δουλεύουν πραγματικά μόνο όσοι κάνουν φασόν γιατί το αποτέλεσμα της δουλειάς τους είναι απτό και ελεγχόμενο. Θα τους ήθελα να κάνουν όλες αυτές τις «δουλειές» στο σχολείο συμπληρώνοντας τουλάχιστον το πραγματικό οκτάωρό τους, στους επτά μήνες του χρόνου που δουλεύουν. Είμαι σίγουρος ότι δεν θα το δεχόντουσαν, όχι γιατί στο σπίτι τους είναι πιο «βολικά», αλλά γιατί η «δουλειά» στο σπίτι είναι ένας μύθος. Όπως μύθος είναι ότι αυτά τα 45 λεπτά «διδασκαλίας» είναι εξόχως απαιτητικά και θέλουν μεγάλη πνευματική και σωματική προσπάθεια. Αυτά να τα πουν στους αμμοβολιστές των ναυπηγείων!
Από την άλλη θα είχε ενδιαφέρον να κληθούν σε διαγωνισμό εγκυκλοπαιδικών, κοινωνικών, γεωγραφικών, οικολογικών και γνώσεων επικαιρότητας. Θα ερχόντουσαν; Αμφιβάλλω.
Ας μας πουν, τουλάχιστον, τι διαβάζουν στον τεράστιο ελεύθερο χρόνο τους (π.χ. λογοτεχνία, πολιτικά άρθρα, επιστημονικά εκλαϊκευμένα κείμενα, περιοδικά, κτλ.), αν πηγαίνουν σε εκθέσεις, θέατρο, μουσικές εκδηλώσεις, ποιοτικό κινηματογράφο, για να επικαιροποιούν τις γνώσεις τους και να βελτιώνονται ποιοτικά σε ατομικό επίπεδο, μια που είναι φορείς μετάδοσης γνώσης, αισθητικής και παιδείας με τη γενικότερη έννοια.
Θα εκπλαγούμε με τη διαπίστωση του κενού, της άγνοιας, της απορίας και της αδιαφορίας!
Έτσι ξαναγυρίζω στη προμετωπίδα του κειμένου. Ναι είναι κρίση θεσμών αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα. Είναι σίγουρο πως με 30% λιγότερους δασκάλους, αλλά με την υποχρέωση των υπολοίπων να εργάζονται με ιδιωτικά κριτήρια, θα μπορούσαμε να έχουμε Ευρωπαϊκού επιπέδου στοιχειώδη εκπαίδευση με ολοήμερα σχολεία ανοικτά παντού. Από την άλλη αυτό θα συνέβαλε στην εξοικονόμηση κονδυλίων του κρατικού προϋπολογισμού όχι πια σαν στόχος, αλλά σαν αποτέλεσμα των θεσμικών αλλαγών που πρέπει να σαρώσουν επιτέλους το λιμνάζοντα εφησυχασμό και τη μακαριότητα της δημοσιοϋπαλληλικής ασφάλειας των «δημοδιδασκάλων».
Πριν το τέλος του άρθρου, θα ήθελα με απλή αριθμητική του δημοτικού να σας αποδείξω ότι ο ισχυρισμός που ανέφερα νωρίτερα ότι: «το εκπαιδευτικό προσωπικό έχει την καλύτερη ωριαία αμοιβή πραγματικού χρόνου στη χώρα», είναι απόλυτα ακριβές.
- Δεν δουλεύουν τρεις μήνες το καλοκαίρι (15 Ιουνίου έως 15 Σεπτεμβρίου περίπου).
- Δεν δουλεύουν ένα μήνα συνολικά στις διακοπές των Χριστουγέννων και του Πάσχα.
- Δεν δουλεύουν ένα μήνα στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς λόγω αναρρωτικών, επιμορφωτικών και άλλων αδειών.
- Εργάζονται πραγματικά 30,3 εβδομάδες το χρόνο (= 52 εβδομάδες Χ 7/12 μήνες)!
- Δουλεύουν 15 πραγματικές ώρες εργασίας την εβδομάδα (= 4 ώρες Χ 5 ημέρες Χ 45’ την ώρα)
- Δουλεύουν 454,5 ώρες τον χρόνο (= 30,30 εβδομάδες Χ 15 ώρες την εβδομάδα)
- Έχουν μέσο μικτό μισθό, χωρίς επιδόματα 1.400,00 ευρώ.
- Έχουν ετήσιες αποδοχές 1.400,00 Χ 12 + 800,00 «δώρα» = 17.600,00 ευρώ
- Καθαρή ωριαία αμοιβή 38,72 ευρώ την ώρα τουλάχιστον! (= 17.600,οο ευρώ : 454,5 ώρες)
Με βάση τους υπολογισμούς μου λοιπόν είναι, οι καλύτερα αμειβόμενοι για ωριαία εργασία πραγματικού χρόνου αποδίδοντας τα ελάχιστα παρά την ευνοϊκή μεταχείριση!
Εκτός από τον εκφυλισμό ενός από τους υποτιθέμενους αμετάβλητους θεσμούς, από το άρθρο αυτό προκύπτει μια άλλη πικρή αλήθεια. Είναι γνωστό ότι η μαθησιακή διαδικασία είναι μια διαδικασία δικτατορικής σχέσης μεταξύ διδάσκοντος και μαθητή. Ο διδάσκων γνωρίζει, ο μαθητής όχι. Ο διδάσκων μεταφέρει τη γνώση στο μαθητή, ποτέ δεν γίνεται το αντίστροφο. Όσοι από εμάς γνωρίζουμε, αυτή την αρχή, χωρίς «ναι μεν αλλά» μελαγχολούμε με τους «σοσιαλιστικούς πειραματισμούς εκδημοκρατισμού της παιδείας» που ήταν μάλιστα πολύ της μόδας στα τέλη του περασμένου αιώνα και την έφεραν σε επίπεδα γελοιότητας και ανοησίας που τα εγκολπώθηκε η σημερινή φιλελεύθερη πραγματικότητα με ολίγο θρησκευτικό παροξυσμό. Έχω βρεθεί σε περιβάλλον παιδείας του «υπαρκτού σοσιαλισμού» όταν αυτός ήταν στις δόξες του (πανεπιστήμιο Mikhail Lomonosov στη Μόσχα). Έχω να πληροφορήσω τους αγαπητούς επισπεύδοντες προοδευτικούς συντρόφους ότι αν εφαρμόζαμε στην Ελλάδα την αυστηρότητα, τη σοβαρότητα και τις απαιτήσεις επιστημονικών γνώσεων που επικρατούσαν εκεί, πρώτο το Κ.Κ.Ε. θα μας χαρακτήριζε συλλήβδην φασίστες!