ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

τ. Λυκειάρχη

ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

 

«Επείνασα και εδώκάτε μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με, ξένος ήμην και συνηγάγετέ με, γυμνός και περιβάλετέ με, ησθένησα και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με» (= Πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και μου δώσατε νερό, ήμουν ξένος και με φιλοξενήσατε, γυμνός ήμουν και με ντύσατε, αρρώστησα και με επισκεφθήκατε, στη φυλακή ήμουν και ήρθατε να με δείτε) (Ματθαίος, ΚΕ’, 35-36).

 

Τα λόγια τα θεόπνευστα του γλυκύτατου Ναζωραίου έρχονται συχνά στο νου μου, λαμπρέ μου φίλε Ευάγριε, καθώς φτάνουν στ’ αυτιά μου ότι στην πόλη μας υπάρχουν εικοσιπέντε συμπολίτες μας, οι οποίοι δεν έχουν στέγη και ζουν υφιστάμενοι το δριμύ ψύχος και τον καυτό ήλιο.

Αλήθεια πόσο τιμητικό είναι για μια πόλη, που τη διακρίνει η φιλευσπλαχνία, η ανθρωπιά και η φιλοξενία, να ανέχεται συμπολίτες της να ζουν ως άλογα όντα;

Και ασφαλώς δεν στερείται από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, οι οποίοι κάνουν συχνά πυκνά δήλωση μέσα από τις στήλες του τοπικού Τύπου ότι κυριαρχούνται από τα υψηλά συναισθήματα της ανυστερόβουλης αλληλεγγύης, της άδολης αγάπης και της ειλικρινούς συμπαράστασης.

Αλλά μήπως ενίοτε συμπεριφέρονται κοντόφθαλμα και η εκδήλωση φιλάνθρωπων συναισθημάτων άγεται από το θεαθήναι ή και βαρύτερα από τη δική τους αυτοπροβολή στην άκρη της οποίας ελλοχεύουν ελάχιστα τιμητικές προθέσεις που αποβλέπουν στην ικανοποίηση ευτελών φιλοδοξιών;

Όταν τα χείλη του γλυκυτάτου έαρος σάλευαν τούτους τους βαθυστόχαστους λόγους, που τη διαχρονική τους σημασία δεν την ξεθώριασε ο πανδαμάτορας χρόνος, έναν και μόνο στόχο είχαν. Να θέσουν σε παλμική κίνηση τις ευαίσθητες χορδές των ανθρώπων, να ζεστάνουν ψυχούλες και να μην ενισχύουν τις τάξεις των αδέσποτων, για τα οποία η ευαισθησία μας, ιδιαίτερα στις ημέρες μας, έφτασε στο αποκορύφωμά της με τη διάθεση κονδυλίων, τα οποία είναι ιδρώτας και αίμα του λαού, για την απόκτηση στέγης και την εξασφάλιση διατροφής τους.

Και αν έτσι συμπεριφερόμαστε για τα αδέσποτα ιδρύοντας σχετικές οργανώσεις και διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά μας για την κακοποίησή τους, και καλώς πράττουμε, πόσο μας τιμά, όταν κωφεύουμε για την τύχη των αστέγων συνανθρώπων μας, που δοκιμάζονται από τις σκληρές καιρικές συνθήκες;

Αλλά γιατί κλείνουμε τα μάτια προς τους αστέγους συνανθρώπους μας, ενώ υπερθεματίζουμε για την κατασκευή άνετων κυνοκομείων;

Μήπως παράλληλα με τα κυνοκομεία πρέπει να χτίσουμε και αστεγοκομεία; Ας το σκεφθούμε. Κι αν το κάνουμε πράξη, τότε δίκαια θα μας αξίζει ο αγήρατος έπαινος!

Μήπως ανάμεσά μας κυκλοφορούν συνάνθρωποί μας, που ανήκουν σε κατηγορία υποδεέστερη των τετραπόδων;

Κι αν έτσι σκεφτόμαστε, πόσο έχουμε το δικαίωμα να καυχώμεθα για τον πολιτισμό μας;

Μας αρκούν τα υπάρχοντα κτήρια, που φιλοξενούν πολιτιστικές εκδηλώσεις. Μας χρειάζονται όμως στέγες ανθρωπιάς, που αποτελούν την αναμφίλεκτη έκφραση πολιτισμού.

Δεν ξέρω πως τούτα, που γράφονται με πόνο ψυχής, θα ευαισθητοποιήσουν τα ακουστικά τύμπανα όλων εκείνων, που διατείνονται ότι δρουν ως σημαιοφόροι της ανθρωπιάς είτε αυτοί είναι αυτόκλητοι χειριστές της λαϊκής εξουσίας είτε στρατεύονται αυτόβουλα στον αγώνα τον καλόν.

Λαμπρέ μου φίλε Ευάγριε, δεν ξέρω αν κι εσύ ανήκεις στους προαναφερόμενους.

Δεν ξέρω πόσο τα ακουστικά στου τύμπανα τίθενται σε παλμική κίνηση κάθε φορά που καθίστασαι αυτόπτης μάρτυρας εικόνων, που μας στιγματίζουν.

Αν όντως είναι ευαίσθητες οι χορδές της ψυχής σου, τότε ύψωσε ειρηνικά και χωρίς υστεροβουλία τη φωνή σου, ίσως και εξαλειφθεί το απάνθρωπο στίγμα, που μας προσβάλλει βάναυσα και αμαυρώνει τον πολιτισμό μας.

 

Με ανυπόκριτη αγάπη

Ο δάσκαλός σου και φίλος σου