Η τελευταία θανατική ποινή στην Ελλάδα επιβλήθηκε στον Βασίλη Λυμπέρη: Είχε κάψει την γυναίκα του, τα παιδιά του και την πεθερά του.
Το φονικό στα Γλυκά Νερά έχει συγκλονίσει την κοινή γνώμη και έχει προκαλέσει την οργή του κόσμου.
Ανά περιόδους στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί και άλλα φρικιαστικά εγκλήματα και άλλοι συζυγοκτόνοι που σκότωσαν τους συντρόφους τους.
Περιπτώσεις που ξεπερνούν την νοσηρή φαντασία και προκαλούν τρόμο και αποτροπιασμό. Μία από αυτές ήταν και η υπόθεση του Βασίλη Λυμπέρη ο οποίος έκαψε την γυναίκα του, τα παιδιά του και την πεθερά του με την βοήθεια των συνεργών του το Ιανουάριο του 1972.
Η καταδίκη των τριών αντρών ήταν η επιβολή της θανατικής ποινής. Η τελευταία φορά που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα. Ωστόσο μόνο ο Βασίλης Λυμπέρης στήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Από τα φρικιαστικότερα εγκλήματα που έχουν καταγραφεί στα ελληνικά χρονικά.
Φρίκη, αγριότητα, βαναυσότητα είναι λέξεις που στέκουν λίγες για να περιγράψουν την πράξη του Βασίλη Λυμπέρη τον Ιανουάριο του 1972 ο οποίος μαζί με τους συνεργούς του έκαψαν ζωντανά τα παιδιά του, την γυναίκα του και την πεθερά του.
Οι συγκρούσεις τα χαρτιά και οι συνεργοί
Λόγω των τριβών με την πεθερά του και την γυναίκα του ο Λυμπέρης εγκαταλείπει την οικεία του τον Δεκέμβριο του 1971. Λίγες ημέρες αργότερα θα γνωρίσει παίζοντας χαρτιά τον Παύλο Αγγελόπουλο. Θα του εκμυστηρευτεί τα προβλήματα που είχε στο σπίτι του, κατηγορώντας την πεθερά του Αντιγόνη Μάρκου.
Ήθελε να την «βγάλει από την μέση» και ζήτησε την βοήθειά του. Ο Αγγελόπουλος αν και στην αρχή ήταν αρνητικός, τελικά πείθεται με αντάλλαγμα ένα αυτοκίνητο και ενημερώνει και τον εξάδλεφό του Θεόδωρο Καπρέτσο. Στις 4 Ιανουαρίου ο Λυμπέρης θα τους συναντήσει σε μια ταβέρνα. Θα επαναλάβει τα σχέδια του. Είχε άλλωστε προμηθευτεί μπιτόνια με βενζίνη. Καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και φεύγουν από την ταβέρνα που βρισκόντουσαν έχοντας δώσει όρκο.
Στο αυτοκίνητο
Το αυτοκίνητο διαγράφει την τρελή του πορεία στο σπίτι. Στο πορτ-παγκάζ οι άνδρες είχαν βάλει τρία μπιτόνια γεμάτα βενζίνη. Φθάνουν έξω από το σπίτι του Βασίλη Λυμπέρη. Ο Καραμπέτσος μένει στο αμάξι για να φυλάει «τσίλιες».
Αγγελόπουλος και Λυμπέρης μπαίνουν αθόρυβα στο σπίτι του τελευταίου. Ο Αγγελόπουλος με τις υποδείξεις του συνεργού του μπαίνει στο δωμάτιο που κοιμάται η πεθερά του, ενώ ο Βασίλης Λυμπέρης κατευθύνεται στην κρεβατοκάμαρα που πριν λίγους μήνες ξάπλωνε με την γυναίκα του στο ίδιο κρεβάτι.
Ο Λυμπέρης έμπαινε στο δωμάτιο της γυναίκας του Βασιλικής. Μαζί της κοιμόταν η κόρη τους. Το «μπαμ» που ακούστηκε από την φωτιά στο δωμάτιο της πεθεράς του, ξύπνησε την σύζυγό του και την μικρή Παναγιώτα που άρχισε να κλαίει. Με τα μάτια μισάνοιχτα η άτυχη Βασιλική είδε τον εν διαστάσει σύζυγό της να σκορπίζει τη βενζίνη στο πάτωμα και να ανάβει ένα σπίρτο. Όρμησε αμέσως επάνω του, ουρλιάζοντας «Τι κάνεις; Είναι και τα παιδιά σου εδώ!». Εκείνος σάστισε, δεν φανταζόταν πως ήταν και τα παιδιά του μέσα στο σπίτι.
«Η Βασιλική Λυμπέρη η γυναίκα του προσπάθησε να καλέσει την πυροσβεστική ή την αστυνομία για να προλάβει το κακό. Ο Λυμπέρης τυφλωμένος από το αλκοόλ και το μίσος όρμησε πάνω της με μανία και την άρπαξε από τα μαλλιά και την έσπρωξε προς τις φλόγες για να καεί ζωντανή. Ταυτόχρονα ενώ ήταν πεσμένη κάτω την πατούσε στο στήθος με το πόδι για να μη γλιτώσει.
Την ίδια ώρα ακούγοντας ο Αγγελόπουλος τα κλάματα του μωρού και τις εκκλήσεις των γυναικών για βοήθεια το μετανιώνει και αποφάσισε να βγάλει τον Λυμπέρη από την μέση και να σώσει τις γυναίκες και τα παιδιά.
Αρπάζει λοιπόν το τρίτο μπιτόνι και προσπάθησε να το αδειάσει όλο πάνω στον Λυμπέρη για να τον κάψει. Εκείνος πρόλαβε και έφυγε και έτσι γλίτωσε.
Στο δικαστήριο ο Αγγελόπουλος ισχυρίστηκε ότι το έκανε αυτό για να εκδικηθεί τον Λυμπέρη που τους είχε πει ψέματα ότι δεν υπήρχαν στο σπίτι η γυναίκα του και τα παιδιά του αλλά μόνο η πεθερά του.
Ο Αγγελόπουλος μπαίνει στο αμάξι που τον περίμενε ο Καραμπέτσος αλλά και ο Λυμπέρης.
Το σπίτι πίσω τυλιγόταν στις φλόγες και 4 άνθρωποι ψυχορραγούσαν. Δεν κοίταξαν ποτέ πίσω κι έφυγαν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Οι δράστες κατευθύνθηκαν στην πλατεία Βάθης όπου διέμεναν. Ο Λυμπέρης τους απείλησε όταν πάρκαραν ότι αν μιλούσαν στην Αστυνομία θα τους «καθάριζε»». Αυτά αναφέρει για την συγκεκριμένη υπόθεση ο Πάνος Σόμπολος στο βιβλίο του «οι αστέρες του εγκληματικού πανθέου» ενώ στην συνέχεια κάνει λόγο για το πώς ο κουνιάδος της Βασιλικής ήταν ο πρώτος άνθρωπος της οικογενείας που αντίκρυσε το μεγάλο κακό.
Συγκεκριμένα γράφει, «Στις 5: 00 και ενώ οι δράστες είχαν πάει για ύπνο, ο κουνιάδος της Βασιλικής, Αντώνης Στρογγυλούδης περνώντας κοντά από το σπίτι της πεθεράς του με το αυτοκίνητο του στο δρόμο για τη δουλειά, παρατήρησε ότι έβγαιναν καπνοί, οπότε σταμάτησε και τράβηξε κατά εκεί. Άρπαξε ένα φτυάρι που βρήκε απέξω και προσπαθούσε να μπει στο σπίτι . Όταν έφθασε στην κεντρική πόρτα του σπιτιού, παρατήρησε ότι το κλειδί ήταν επάνω, δυσκολεύτηκε όμως να μπει, επειδή πίσω από την πόρτα ήταν πεσμένη η κουνιάδα του η Βασιλική. Την τράβηξε έξω από την πόρτα, προσπαθώντας να εισχωρήσει στο εσωτερικό του σπιτιού, όμως οι καπνοί και κάποιες φλόγες που έκαιγαν ακόμη τον εμπόδιζαν, ενώ και η οσμή από τα καμένα σώματα ήταν αφόρητη. Λίγο μετά τα κατάφερε και προχωρώντας βρήκε καμένα και νεκρά τα δυο παιδάκια, όπως επίσης τη γιαγιά-παραμορφωμένη και καμένη.
Σύμφωνα με τον αξιωματικό της χωροφυλακής, η Βασιλική ήταν πεσμένη στο χολ, πίσω από την πόρτα και λίγο πιο πέρα βρέθηκε το αγοράκι της, ο Γιωργάκης ο οποίος την επόμενη ημέρα επρόκειτο να γιορτάσει τα γενέθλια του. Το κοριτσάκι, η Παναγιώτα βρέθηκε στο δωμάτιο που κοιμόταν με την μητέρα του, ενώ η γιαγιά βρέθηκε στο μπάνιο όπου είχε καταφέρει να συρθεί. Η Βασιλική δεν άντεξε και το ίδιο βράδυ ξεψύχησε».
Μην του κάνετε κακό
Κάτι ιδιαίτερα εντυπωσιακό που είπε π Γιατρός Νίκος Σγούρδας «Θυμάμαι όταν βγαίναμε από το δωμάτιο η Βασιλική μας έλεγε «μην του κάνετε κακό». Δηλαδή εκείνη πέθαινε από τα εγκαύματα που της είχε προκαλέσει ο άντρας της και αντί να πει «σκοτώστε τον» παρακαλούσε να μα μην του κακό»».
Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα
Οι τρεις άντρες μετά το τερατούργημα που είχαν διαπράξει κοιμήθηκαν κανονικά, σηκώθηκαν, πλύθηκαν, ξυρίστηκαν και πήγαν στην δουλειά τους σα να μην είχε συμβεί τίποτα.
Κάποια στιγμή ο πατέρας του Λυμπέρη τον καλεί για να του πει για τα φρικτά νέα αλλά αυτός έκανε τον ανήξερο αφού το άλλοθι του ήταν ότι εκείνο το βράδυ έπαιζε χαρτιά…
Αφού είχε σιγουρευτεί ότι και οι τέσσερις ήταν νεκροί, σύμφωνα με όσα αναφέρει στο βιβλίο του ο Πάνος Σόμπολος, φρεσκοξυρισμένος και καλοντυμένος φεύγει με το αυτοκίνητο του για την οδό 28η Οκτωβρίου στη Μεταμόρφωση Χαλανδρίου, για να δει τι είχε συμβεί. Έξω από το σπίτι είχε μαζευτεί κόσμος και όλοι συζητούσαν ότι είχε πιάσει φωτιά από τη σόμπα ή κάποιο άλλο τυχαίο γεγονός, ενώ ο Λυμπέρης παρίστανε ότι δεν γνώριζε τίποτα. Μάλιστα κάποιοι το είπαν στον Συνταγματάρχη Χωροφυλακής Παναγιώτη Μαυροειδή, που διενεργούσε την προανάκριση, ότι φαινόταν θλιμμένος και λυπημένος για το κακό που τον είχε βρει.
Η μαρτυρία, η σύλληψη, τα ψέματα και η ομολογία
Το «μην του κάνετε κακό» ήταν αυτό που μετέφερε η θεία της Βασιλικής στον Συνταγματάρχη Μαυροειδή ο οποίος κατάλαβε ότι ο Λυμπέρης ήταν ο νούμερο 1 ύποπτος.
Όταν τον ανέκριναν ο Λυμπέρης έκανε τον ανήξερο και μάλιστα μυξόκλαιγε.
Παρόντες στην ανάκριση εκτός από τους αξιωματικούς ήταν ο εισαγγελέας Ανδρέας Φάκος και ο ιατροδικαστής Χαράλαμπος Σταμούλης, ο οποίος εξετάζοντας τον Λυμπέρη διαπίστωσε ότι έφερε αιθάλη στο πτερύγιο του δεξιού αυτιού του, εγκαύματα α’ βαθμού στο μέτωπο, στην άκρη της μύτης και στο αριστερό μάγουλο, ενώ ένα μέρος από τα μαλλιά του ήταν μισοκαμένα. Παρά τις αποδείξεις που έφερε το σώμα του ο Λυμπέρης, αναφέρει ο Πάνος Σόμπολος, συνέχιζε να προβάλει δικαιολογίες αλλά έπεφτε σε αντιφάσεις.
Στην συνέχεια κλήθηκαν προς εξέταση και οι άλλοι δύο ο Αγγελόπουλος και ο Καραμπέτσος, που επανέλαβαν κι αυτοί την ίδια δικαιολογία ότι έπαιζαν χαρτιά.
Όμως εκείνη την ώρα είχε εμφανισθεί στο τμήμα η μοναχή Φιλοθέη, η θεία της Βασιλικής η οποία είχε πει όσα της είχε πει η ανιψιά της πριν πεθάνει.
Μέχρι τότε ο Λυμπέρης νόμιζε πως η σύζυγος του είχε καεί στο σπίτι, όταν όμως του έφεραν την καλόγρια μπροστά του κατέρρευσε και με σκυμμένο κεφάλι έκανε την πρώτου ομολογία, «Ναι, εγώ έβαλα τη φωτιά και τους έκαψα».
Η δίκη – Η ποινή «Τετράκις εις θάνατον»
Η δίκη για την υπόθεση, πραγματοποιήθηκε στο Κακουργιοδικείο στις αρχές Μαΐου του 1972. Οι Βασίλης Λυμπέρης και Παύλος Αγγελόπουλος κατηγορούνταν για τέσσερις δολοφονίες εκ προθέσεως ιδιαζόντως ειδεχθείς και διακεκριμένη φθορά δια πυρός, ο Θεόδωρος Καπρέτσος για απλή συνέργεια και στις δύο πράξεις των δύο προηγουμένων, ενώ ο Θανάσης Σταμάτης, ο άνθρωπος στον οποίο έδωσαν τα ρούχα τους μετά τη φωτιά, για υπόθαλψη εγκληματία.
“Ο εγκληματικός χαρακτήρας του Λυμπέρη που προϋπήρχε, τελειοποιήθηκε με την εγκατάστασή του στην πανσιόν της οδού Σωνιέρου και με τον έρωτά του προς τη Μαρία Γκίκα. Δύο, συνεπώς, είναι τα ελατήρια του Λυμπέρη: να κληρονομήσει τη σύζυγό του και να παντρευτεί τη Μαρία. Το έγκλημα διαπράχθηκε εν γνώσει του Λυμπέρη ότι, όλοι βρισκόντουσαν μέσα στο σπίτι. Για πρώτη φορά στα εγκληματικά χρονικά της χώρας μας, εμφανίζεται έγκλημα τέτοιων διαστάσεων. Και δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί απεχθές” είπε ο εισαγγελέας στην αγόρευσή του. Μια 45λεπτη διάσκεψη του δικαστηρίου το πρωινό της 7ης Μαΐου ήταν αρκετή για την ετυμηγορία. «Τετράκις εις θάνατον» είναι ποινή για τους Λυμπέρη και Αγγελόπουλο, ενώ σε τέσσερις φορές ισόβια κάθειρξη καταδικάστηκε ο Καπρέτσος και σε τρία έτη ο Σταμάτης για απόκρυψη της εγκληματικής δράσης των άλλων τριών.
Πηγή: newsbomb.gr