Τρία μικρόβια ευθύνονται για το 75% των θανάτων από λοίμωξη. «Τελειώνουν τα αντιβιοτικά», επισημαίνει ο ΟΟΣΑ σε έκθεσή του για τη μικροβιακή αντοχή
Κάθε χρόνο, περίπου 79.000 άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους λόγω 4,3 εκατομμυρίων ανθεκτικών λοιμώξεων σε 34 χώρες του ΟΟΣΑ και της Ευρώπης. Οι θάνατοι αυτοί είναι 2,4 φορές περισσότεροι από τους θανάτους που καταγράφηκαν το 2020 από φυματίωση, γρίπη και HIV/AIDS, μαζί. Οι μεγαλύτερες επιπτώσεις από την μικροβιακή αντοχή αφορούν τους ηλικιωμένους, καθώς δύο στους τρεις θανάτους από μικροβιακή αντοχή αφορούν άτομα άνω των 65 ετών, ενώ μεγάλο κίνδυνο διατρέχουν και τα μωρά.
Τα ανθεκτικά στελέχη τριών βακτηρίων – Escherichia coli, Klebsiella pneumoniae και Staphylococcus aureus – προκαλούν σχεδόν τρεις στους τέσσερις θανάτους από ανθεκτικές λοιμώξεις και κάνουν πιο δύσκολη και δαπανηρή τη θεραπεία της μηνιγγίτιδας, λοιμώξεων που έχουν περάσει στην κυκλοφορία του αίματος, λοιμώξεων μετά από χειρουργείο και άλλες λοιμώξεις. Επιπλέον, οι ανθεκτικές λοιμώξεις που αποκτώνται σε νοσοκομειακές δομές είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες. Ευθύνονται για περίπου μία στις τρεις ανθεκτικές λοιμώξεις, όμως προκαλούν πάνω από το 60% των θανάτων λόγω μικροβιακής αντοχής.
Η κακή χρήση αντιβιοτικών έχει οδηγήσει στο 20% των λοιμώξεων στις χώρες του ΟΟΣΑ να είναι ανθεκτικές στα υπάρχοντα αντιβιοτικά.
Την πρωτιά στον κόσμο, κατέχουν η Ινδία, Τουρκία και Ελλάδα, όπου η ανθεκτικότητα των μικροβίων στα αντιβιοτικά παραμένει επικίνδυνα υψηλή. Μάλιστα, στις χώρες αυτές ως το 2035, οι λοιμώξεις από υπερανθεκτικά μικρόβια αναμένεται ότι θα ξεπερνούν το 40% του συνόλου των λοιμώξεων από ανθεκτικά βακτήρια. Ειδικά για ορισμένα βακτήρια ανθεκτικά σε δύο αντιβιοτικά, όπως το Acinetobacter baumannii που είναι ανθεκτικό τόσο στη φθοροκινολόνη, όσο και τις καρβαπενέμες, τα προβλεπόμενα ποσοστά αντοχής μπορεί να φτάσουν σχεδόν το 90% στις χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά αντοχής.
Χωρίς αποφασιστική πολιτική δράση, πάρα πολλές ζωές θα χαθούν λόγω ανθεκτικών λοιμώξεων.
Τα συστήματα υγείας θα κινδυνεύσουν με εξάντληση των θεραπευτικών επιλογών για ασθενείς που προσβάλλονται από πνευμονία ή η λοίμωξη έχει περάσει στην κυκλοφορία του αίματος
Αντιβιοτικά τρίτης γραμμής
Τα στοιχεία αυτά επισημαίνονται στη φετινή έκθεση του ΟΟΣΑ για την μικροβιακή αντοχή «Embracing a One Health Framework to Fight Antimicrobial Resistance» η οποία τονίζει ότι τα συστήματα υγείας και οι οικονομίες των χωρών θα συνεχίσουν να φέρουν μεγάλο οικονομικό βάρος εξαιτίας της μικροβιακής αντοχής, ενόσω με μαθηματική ακρίβεια «μας τελειώνουν τα αντιβιοτικά».
«Εάν αφεθεί ανεξέλεγκτη, η αντοχή στα αντιμικροβιακά τρίτης γραμμής –τα φάρμακα τελευταίας καταφυγής κατά των δύσκολων στη θεραπεία λοιμώξεων– θα μπορούσε να είναι 2,1 φορές υψηλότερη έως το 2035 σε σύγκριση με το 2005. Αυτό σημαίνει ότι τα συστήματα υγείας θα κινδυνεύσουν με εξάντληση των θεραπευτικών επιλογών για ασθενείς που προσβάλλονται από πνευμονία ή η λοίμωξη έχει περάσει στην κυκλοφορία του αίματος», επισημαίνεται χαρακτηριστικά.
Η έκθεση επισημαίνει ότι η κατανάλωση αντιβιοτικών – τόσο σε ανθρώπους όσο και σε ζώα – παραμένει σε υψηλά επίπεδα.
Σε ότι αφορά τους ανθρώπους, παρά τις προσπάθειες μείωσης της κατανάλωσης αντιβιοτικών, οι μέσες πωλήσεις όλων των κατηγοριών αντιβιοτικών αυξάνονται με ρυθμό περίπου 2% από το 2000, ενώ περισσότερες από το ένα τρίτο των χωρών του ΟΟΣΑ δεν επιτυγχάνουν τον στόχο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας: τα αντιβιοτικά πρώτης γραμμής να αποτελούν τουλάχιστον το 60% της συνολικής κατανάλωσης αντιβιοτικών. Εάν συνεχιστούν οι τάσεις αυτές, η κατανάλωση αντιβιοτικών στον άνθρωπο δεν θα μειωθεί σημαντικά τουλάχιστον έως το 2035.
Στα ζώα, η χρήση αντιμικροβιακών στις χώρες του ΟΟΣΑ μειώθηκε στο μισό από 181 σε 91 mg αντιβιοτικών ανά κιλό ζώων εκτροφής από το 2000 ως το 2019 και οι προβλέψεις δείχνουν ότι θα μπορούσε να μειωθεί κατά ένα επιπλέον 10% ως το 2035. Όμως ο μεγαλύτερος όγκος πωλήσεων αντιβιοτικών για ζώα εκτροφής πραγματοποιείται εκτός των χωρών του ΟΟΣΑ και η πώληση αντιμικροβιακών για χρήση σε ζώα στις χώρες της G20 αναμένεται να φτάσει σχεδόν το διπλάσιο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ ως το 2035.
Ενιαία υγεία
Η έκθεση προτείνει την ενίσχυση εφαρμογής 11 πολιτικών που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα «Ενιαία Υγεία» του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ενώ επισημαίνει πως η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών του ΟΟΣΑ, της ΕΕ/ΕΟΧ και της G20 έχουν ήδη αναπτύξει ένα εθνικό σχέδιο δράσης για την αντιμετώπιση της μικροβιακής αντίστασης. Εκτός από τη διασφάλιση της χρηματοδότησης και της εφαρμογής των εθνικών σχεδίων δράσης, η έκθεση θέτει τις ακόλουθες προτεραιότητες πολιτικής για δράση:
- Ενίσχυση της εφαρμογής σε εθνικό επίπεδο προγραμμάτων για την πρόληψη και τον έλεγχο των λοιμώξεων και για τη βέλτιστη χρήση των αντιμικροβιακών φαρμάκων σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα και τις βέλτιστες πρακτικές για την υγεία του ανθρώπου και των ζώων, καθώς και για τα συστήματα αγροδιατροφής.
- Επένδυση σε πιο ισχυρά συστήματα επιτήρησης, ιδιαίτερα σε συγκεκριμένους τομείς της ανθρώπινης υγείας (π.χ. μακροχρόνια φροντίδα) και της υγείας των ζώων.
- Διασφάλιση μεγαλύτερης συμμόρφωσης στα ρυθμιστικά πλαίσια, ιδίως για την προώθηση της συνετής χρήσης αντιμικροβιακών στα ζώα και
- Αύξηση των επενδύσεων στην έρευνα και ανάπτυξη για νέα αντιβιοτικά, εμβόλια και διαγνωστικά.
Η έκθεση προτείνει 11 παρεμβάσεις πολιτικής που εκτιμάται ότι θα αποφέρουν σημαντικά οφέλη για την υγεία και την οικονομία, με τις ακόλουθες παρεμβάσεις να αποφέρουν τα υψηλότερα οφέλη:
- Τρεις πολιτικές για την ανθρώπινη υγεία: ενίσχυση των προγραμμάτων διαχείρισης αντιμικροβιακών, καλύτερες περιβαλλοντικές πρακτικές και πρακτικές υγιεινής των χεριών σε δομές υγείας και
- Δύο επιπλέον πολιτικές: καλύτερες πρακτικές ασφάλειας τροφίμων και βελτιωμένη βιοασφάλεια στα αγροκτήματα.
Όπως τονίζεται, οι επενδύσεις στην υγεία των ανθρώπων και των ζώων, στα συστήματα αγροδιατροφής και στο περιβάλλον αποφέρουν τις υψηλότερες αποδόσεις. Κάθε δολάριο που επενδύεται στην υγεία και τα τρόφιμα, αποδίδει 5 δολάρια σε οικονομικά οφέλη από μείωση των δαπανών για την υγεία και αύξηση της παραγωγικότητας στην εργασία.
Αντίθετα, το κόστος της αδράνειας για την αντιμετώπιση της μικροβιακής αντοχής είναι υψηλό. Το κόστος της θεραπείας των επιπλοκών από ανθεκτικές λοιμώξεις μπορεί να ξεπεράσει τα 28,9 δις. δολ. χρόνο. Για σύγκριση, σε 17 χώρες, οι συνολικές δαπάνες υγείας που πραγματοποιούνται κάθε χρόνο λόγω της μικροβιακής αντοχής είναι περίπου το 19% των συνολικών δαπανών υγείας που διατέθηκαν το 2020 για περίθαλψη ασθενών με COVID-19. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των δαπανών προκαλείται από νοσηλεία μεγαλύτερης διάρκειας: ξοδεύονται επιπλέον 32,5 εκατομμύρια ημέρες στο νοσοκομείο ετησίως για την αντιμετώπιση των συνεπειών της μικροβιακής αντοχής. Αυτό είναι περίπου ισοδύναμο με τη χρήση ολόκληρης της δυναμικότητας κλινών επειγόντων περιστατικών της Ισπανίας για έναν ολόκληρο χρόνο.
Όσο για την επίπτωση της μικροβιακής αντοχής στην παραγωγικότητα του εργατικού δυναμικού, εκτιμάται ότι ισοδυναμεί με 36,9 δις. δολ., δηλαδή περίπου το ένα πέμπτο του ΑΕΠ της Πορτογαλίας το 2020.
Εμπόδια
Στα προβλήματα αντιμετώπισης των ανθεκτικών λοιμώξεων, περιλαμβάνονται και οι ελλείψεις αντιβιοτικών, ιδίως των παλαιών «ξεχασμένων» αντιβιοτικών, τα οποία όμως είναι κλινικά αποτελεσματικά. Τα αντιβιοτικά αυτά σπανίζουν σε πολλές χώρες, καθώς μόνο το 69% αυτών (τα 25 από τα 36, είναι διαθέσιμα μόνο στις μισές σχεδόν χώρες (σε 20 από 39 χώρες).
Ανάλογο πρόβλημα είναι η μη χρήση ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, καθώς και η έλλειψη επαρκούς αιτιολόγησης κατά τη συνταγογράφηση για την επιλογή του προτεινόμενου αντιβιοτικού. Μελέτες έχουν δείξει ότι η ηλεκτρονική συνταγογράφηση οδηγεί σε μείωση των λαθών στη συνταγογράφηση σε ποσοστό 76%.
Οι προτεινόμενες πολιτικές εδώ, αφορούν την προαγωγή της χρήσης παλαιών αντιβιοτικών και διαχωρισμό της συνταγογράφησης από τη διάθεση των αντιβιοτικών, με την άρση των νομοθετικών περιορισμό για την χρήση των «ξεχασμένων» αντιβιοτικών, αντιμετώπιση των ελλείψεων κλπ.
Πηγή: in.gr