ΑΡΘΡΟ

Της Δήμητρας Ευθυμιάδου

Πτυχιούχου του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ.

 

Λιγότερο από ένα μήνα πριν τις Προεδρικές εκλογές των Ηνωμένων Πολιτειών είναι κοινά παραδεκτό ότι ο νυν Πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ χάνει τα εκλογικά του ερείσματα και ταυτόχρονα μειώνεται η πολιτική του επιρροή. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι σημειώνεται άνοδος στην δημοτικότητα του υποψήφιου Προέδρου των Δημοκρατικών Τζο Μπάιντεν, όπως επιβεβαιώνεται από πλήθος δημοσκοπήσεων.

Είναι γνωστό εδώ και καιρό, ότι ο Τραμπ ξεκίνησε την νέα προεκλογική του εκστρατεία από την στιγμή που εξελέγη Πρόεδρος το 2016, καθώς ήταν πεπεισμένος ότι κατά την προεκλογική περίοδο του 2020 θα απολαμβάνει πλήρη κυριαρχία στην πολιτική σκηνή των Η.Π.Α.. Καθ’ όλη την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου 2020, ακόμα και μετά την παραίτηση του Σάντερς από την διεκδίκηση του χρίσματος των Δημοκρατικών και την επίσημη ανακοίνωση της υποψηφιότητας του Μπάιντεν, ο Τραμπ ένιωθε ήδη νικητής, καθώς πίστευε ότι δεν θα αναμετρηθεί με έναν αντίπαλο «μεγάλου αναστήματος». Ωστόσο, η κατά πολλούς άχρωμη πολιτική παρουσία του Μπάιντεν απέκτησε όχι μόνο υπόσταση, αλλά και αξιοσημείωτο προβάδισμα.

Παρόλα αυτά, το επίπεδο του δημοσίου διαλόγου μεταξύ των υποψηφίων Προέδρων αποδείχτηκε εξαιρετικά χαμηλό, τόσο από τα πρόσφατα debate (3η Νοεμβρίου, στο Κλίβελαντ του Οχάιο και 15η Νοεμβρίου, στο Μαϊάμι της Φλόριντα), όσο και από τις δριμείς κατηγορίες σε λαϊκίστικη γλώσσα και τα πυρά που εξαπολύουν σε κάθε ευκαιρία. Στις 22 Νοεμβρίου αναμένεται να λάβει χώρα και το τρίτο debate, όπου η ομάδα του Τραμπ ελπίζει ότι ο Μπάιντεν θα διαπράξει κάποιο λάθος εν μέσω διελκυστίνδας, ώστε ο Ρεπουμπλικάνος Πρόεδρος να μπορέσει να επανακτήσει το έδαφος που έχασε και να κλείσει την ψαλίδα της διαφοράς ανάμεσά τους, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις.

Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμη μια σύντομη αναφορά τόσο στα πεπραγμένα του νυν Προέδρου, όσο και στις υποσχέσεις που δίνει για να επανεκλεγεί στον Προεδρικό θώκο. Ο Ντόναλντ Τράμπ έχει εκφραστεί ουκ ολίγες φορές με απαράδεκτες προσβολές εναντίον γυναικών, κατά τη διάρκεια της θητείας του. Συχνά χρησιμοποιεί μια ρητορική που διχάζει την κοινωνία των ΗΠΑ, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την συστηματική πίεση κατά της ελεύθερης βούλησης στο ζήτημα των αμβλώσεων. Γεγονός είναι άλλωστε ότι άσκησε πίεση για την επέκταση της απαγόρευσης της χρηματοδότησης σε ομάδες του εξωτερικού που διεξάγουν ασφαλείς αμβλώσεις ή υποστηρίζουν το δικαίωμα στην άμβλωση, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι θάνατοι μητέρων και μωρών, λόγω της χρήσης αμφιλεγόμενων μεθόδων άμβλωσης, στις περιοχές που η απαγόρευση αυτή έχει εφαρμοστεί.

Επιπλέον, ο Ρεπουμπλικάνος Πρόεδρος έχει θέσει την προστασία του περιβάλλοντος και τη δημόσια υγεία σε δεύτερη μοίρα. Συγκεκριμένα, εμπόδισε την προετοιμασία της χώρας απέναντι στην κλιματική αλλαγή, αρνούμενος πεισματικά την ύπαρξή της. Επιπλέον, αποχώρησε από διεθνείς συμφωνίες για τον περιορισμό των επιπτώσεών της, όπως από την «Συμφωνία του Παρισιού» για την κλιματική αλλαγή, με αποτέλεσμα οι ΗΠΑ να είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο που δεν θα λαμβάνει μέρος στη Συμφωνία.

Ταυτόχρονα, κατόπιν εντολής του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, οι ΗΠΑ αποχώρησαν επισήμως από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, διακόπτοντας και την χρηματοδότησή του, καθώς εγκαλούν τον ΠΟΥ για κακοδιαχείριση της πανδημίας του κορωνοϊού. Φυσικά, όπως είναι ήδη γνωστό, η διαχείριση της πανδημίας εκ μέρους του είχε καταστροφικά αποτελέσματα για την Αμερική· πράγμα για το οποίο ουδέποτε ανέλαβε ευθύνη.

Δεν πρέπει να λησμονούμε ακόμη, ότι οι ΗΠΑ και το Ιράν έφθασαν στα πρόθυρα πολέμου τον Ιανουάριο, μετά την αμερικανική επιδρομή στην πρωτεύουσα του Ιράκ στην οποία εξοντώθηκε ο Ιρανός στρατηγός Κασέμ Σουλεϊμανί. Με την κίνηση αυτή ο Τράμπ θέλησε να συσπειρώσει τον Αμερικανικό λαό απέναντι στην εξάπλωση του Ισλαμικού κόσμου και να παρουσιάσει τον εαυτό του ως έναν ηγέτη που εξόντωσε μια ισχυρή και ηγετική προσωπικότητα των αντιπάλων του, ασκώντας τους έτσι πίεση. Ωστόσο, είναι αμφίβολο το κατά πόσο κατάφερε αυτό που επιθυμούσε. Το σίγουρο είναι ότι το συγκεκριμένο γεγονός αναζωπύρωσε τον αντιαμερικανισμό του Ιράν.

Ο Ρεπουμπλικάνος υπόσχεται ακόμα να «προστατεύσει» το δικαίωμα στην οπλοκατοχή, αψηφώντας τις εκκλήσεις να αναληφθεί δράση για την αντιμετώπιση της μάστιγας των εγκλημάτων με τη χρήση πυροβόλων όπλων στις ΗΠΑ. Τονίζει ακόμα τα υπέρογκα ποσά που εξακολουθούν οι ΗΠΑ να δαπανούν στον στρατιωτικό εξοπλισμό, υποσχόμενος ότι αυτό δεν θα σταματήσει. Τέλος, ο Τραμπ, οποίος έχει υπάρξει δριμύς και αψύς στον λόγο του εναντίον των μεταναστών, εξαπέλυσε νέα επίθεση στους Δημοκρατικούς για την υπερβολικά «χαλαρή», κατ’ αυτόν, πολιτική τους στο ζήτημα των παράτυπων μεταναστών, τονίζοντας ότι εάν επανεκλεγεί θα καταρτίσει νέα νομοθεσία, ώστε να σταματήσει να προσφέρεται «υγειονομική φροντίδα στους λαθρομετανάστες».

Ωστόσο, σε αντίθεση με τον Ντόναλντ Τράμπ, ο «εκλεκτός» των Δημοκρατικών Τζο Μπάιντεν τοποθετεί ψηλά στην λίστα των προτεραιοτήτων του τη δημόσια υγεία και τα περιβαλλοντικά ζητήματα, ανάγοντάς τα ως ειδοποιούς διαφορές στην πολιτική γραμμή κάθε κόμματος. Ειδικότερα, ο Δημοκρατικός υποψήφιος, σε περίπτωση εκλογής του, ανακοίνωσε ότι σκοπεύει να επενδύσει για το περιβάλλον ομοσπονδιακά κεφάλαια ύψους δύο τρισεκατομμυρίων δολαρίων στις καθαρές ενέργειες, ώστε οι Η.Π.Α. να επιτύχουν καθαρές μηδενικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα έως το 2035, δημιουργώντας ταυτόχρονα εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Επίσης, τόνισε ότι θα επανεντάξει τη χώρα στη Συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή.

Όσον αφορά στην πανδημία του κορωνοϊού, ο Μπάιντεν υποστηρίζει πως δεν υπάρχει δίλημμα μεταξύ δημόσιας υγείας και οικονομίας, αφού αν δεν καταπολεμηθεί ο ιός, δεν θα υπάρξει πλήρης οικονομική ανάκαμψη. Φυσικά, είναι ιδιαίτερα αμφίβολο εάν θα καταφέρει πράγματι οι σχετικοί νόμοι να εγκριθούν από το Κογκρέσο και να υλοποιηθούν τα σχέδιά του.

Στον τομέα της οικονομίας ο Τράμπ άσκησε μια πολιτική οικονομικού εθνικισμού, μακριά από την παγκοσμιοποιημένη προοπτική της οικονομίας. Ήδη από την προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ το 2016, οικονομολόγοι προειδοποιούσαν ότι η επιθετική προσέγγιση του Τράμπ -απειλές να εγκαταλείψει τις επίσημες δεσμεύσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και να εισαγάγει νέους εµπορικούς φραγμούς- θα αποξενώσει τους βασικούς εταίρους των ΗΠΑ. Η πολιτική του δόγματος «Πρώτα η Αμερική» ήταν ένας από τους βασικούς πυλώνες της νυν Ρεπουμπλικανικής πολιτικής. Κατά την διάρκεια της θητείας του αμφισβήτησε έμπρακτα τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, καθώς υποστηρίζει ότι οι αμερικανικές επιχειρήσεις υποφέρουν από πολιτικές διακρίσεων στο εξωτερικό, ενώ παράλληλα ζήτησε επαναδιαπραγματεύσεις όρων της NAFTA (Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής, μεταξύ του Μεξικού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και του Καναδά).

Το παράδοξο στην συγκεκριμένη περίπτωση κάνει την εμφάνισή του από την πλευρά των Δημοκρατικών, οι οποίοι έως τώρα έδειχναν την προτίμησή τους στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία και σε ένα ανοιχτό εμπόριο με φιλελεύθερους όρους. Ωστόσο, σήμερα γίνεται τόσο ξεκάθαρο όσο ποτέ, ότι ο Τζο Μπάιντεν, υιοθετεί μια άλλου είδους οικονομική πολιτική η οποία προσομοιάζει σε αυτή του Τραμπ. Για παράδειγμα εισηγείται όχι μόνο κυρώσεις για τις ναυτιλιακές εργασίες που λαμβάνουν χώρα στο εξωτερικό, αλλά μια έκπτωση φόρου 10% υπέρ του «Made in America» για εταιρείες που επιστρέφουν την παραγωγή τους στις ΗΠΑ. Πιο συγκεκριμένα, ο Μπάιντεν στην οικονομία διαφοροποιείται από τον Τραμπ στις μεθόδους αλλά όχι στον βασικό στόχο, που δεν είναι άλλος από την επιδότηση της εγχώριας παραγωγής σε σχέση με τις εισαγωγές. Η στροφή της ρητορικής του Μπάιντεν για την οικονομία πιθανόν έχει τις ρίζες της στο γεγονός, ότι το ελεύθερο εμπόριο δεν έχει πλέον πολλούς υποστηρικτές στις Η.Π.Α. και στο ότι η αποστασία από την φιλική προς την παγκοσμιοποίηση ρητορική, ίσως φέρει τα επιθυμητά εκλογικά αποτελέσματα.

Συμπερασματικά, πολλοί θα συμφωνούσαν με την άποψη ότι οι δύο υποψήφιοι Πρόεδροι έχουν αρκετά διαφορετικά προγράμματα. Ελάχιστοι θα μπορούσαν να αρνηθούν όμως, ότι η Αμερικανική κοινωνία αμφιταλαντεύεται για την ψήφο της, όπως ακριβώς συνέβη και το 2016 μεταξύ της Χίλαρι Κλίντον και του Ντόναλντ Τράμπ. Ενώ λοιπόν οι δημοσκοπήσεις προλειαίνουν το έδαφος για την ανάδειξη του Μπάιντεν ως νέου πλανητάρχη, ο Τραμπ αρνείται να το αποδεχτεί και προσπαθεί να αντιστρέψει τα δεδομένα, χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε μέθοδο, ακόμα και την ύστατη στιγμή.

 

*Το άρθρο της κ. Ευθυμιάδου δημοσιεύτηκε στο blog PoliticsToday.news.blog