ΑΡΘΡΟ
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου
Τ. Λυκειάρχη
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Και στο επόμενο δημοτικό τραγούδι διατρανώνεται η πίστη των Ποντίων στη δύναμη της συζυγικής αγάπης. Ας παρακολουθήσουμε την υπόθεση του τραγουδιού, που θεωρείται μια από τις καλύτερες παραλογές της δημοτικής λογοτεχνίας του Πόντου: «Ο Γιάννης ξυπνάει ένα πρωινό και πάει ’ς σο κρενίν, στη βρύση, για να πάρει νερό. Από αδεξιότητά του όμως αντηχεί το κύπελλο και ξυπνάει το θεριό, ο δράκος της ελληνικής μυθολογίας, ο φύλακας του νερού, που οργισμένος για την ενόχληση του Γιάννη, εκδηλώνει τη διάθεσή του για να τον φάει:
Καλώς καλώς το πρόγεμα μ’, καλώς το δειλινάρι μ’, καλώς το τρώω κι αγρυπνώ και κείμαι και κοιμούμαι.
Κι ο Γιάννης, που βρίσκεται πια αντιμέτωπος με την οδυνηρή πραγματικότητα, εκλιπαρεί ολιγοήμερη παράταση της ζωής του, για να εκπληρώσει τις τελευταίες του υποχρεώσεις:
-Παρακαλώ σε, δράκε μου, άφ’σ’ με κάν’ πέντ’ ημέρας,
πάγω ‘λέπω τον κύρη μου, έρχουμαι κ’ εσύ φά’ με.
– Άρ’ άμε, άμε, Γιάννε μου, άμε κι ολήγορά ’λα.
Ο Γιάννες μόνον έργεψεν, ο δράκον εθεριώθεν,
όντας τερεί το πέραγκαν, ο Γιάννες κατεβαίνει.
-Καλώς καλώς το πρόγεμα μ’, καλώς το δειλινάρι μ’,
Καλώς το τρώγω κι αγρυπνώ και κείμαι και κοιμούμαι.
-Άσε με, δράκον, άσε με, άσε με, νε θερίον,
πάγω ‘’λέπω τη μάνα μου, έρχουμαι κι εσύ φά’ με.
-Αρ’ άμε, άμε, Γιάννε μου, άμε κι ογλήγορά ’λα.
Ο Γιάννες μόνον έργεψεν, ο δράκον εθεριώθεν,
όντας τερεί το πέραγκαν, ο Γιάννες κατηβαίνει.
-Καλώς καλώς το πρόγεμα μ’, καλώς το δειλινάρι μ’,
καλώς το τρώγω κι αγρυπνώ και κείμαι και κοιμούμαι.
-Παρακαλώ σε, δράκε μου, Θεού παρακαλίας,
ας πάγω ‘λέπω τα’ ορφανά, δατάχκουμαι την κάλη μ’.
Η προβολή των συνεχών αιτημάτων από το Γιάννη ασφαλώς απέβλεπε στο να κερδίσει χρόνο και να παρατείνει έτσι τη ζωή του. Άλλωστε ποιος ξέρει τι μπορεί να ξημερώσει η επόμενη ημέρα; Τι αποκλείει, ώστε ένα πρωί να ανακουφίσει τις χαροκαμένες καρδιές των επισκεπτών του πηγαδιού η είδηση πως ο δράκος υπέκυψε στη μοίρα των φθαρτού;
Είναι πράγματι τραγικά όσα θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια του τραγουδιού. Το δράμα του Γιάννη και της οικογενείας του έφθασε στο αποκορύφωμά του. Η αγωνία του νοερού θεατή της σύντομης σε έκταση, όμως μεστής σε περιεχόμενο τραγωδίας, έχει κορυφωθεί:
Όντας τερεί το πέραγκαν, ο Γιάννες κατηβαίνει.
Είχεν τα χέρα ’τ’ πίσταυρα, τη γούλαν κρεμασμένον,
κι άλλ’ αποπίσ’ ο κύρης ατ’ φτουλίζ’ τα γένα ’τ’ κι έρ’ται,
’ς όλ’ς αποπίσ’ η κάλη του, χρυσή καβαλλαρέα.
Χρυσόν μήλον ’ς σο χέρ’ν ατης παίζει και κατηβαίνει,
κατακαρδών’ το Γιάννεν ατ’ς και φοβερίζ’ το δράκον.
Τι μακάβρια σκηνή! Πόσος θρήνος, πόσος σπαραγμός! Όμως με τον τελευταίο στίχο κάποια αχτίδα ελπίδας φωτίζει τις ψυχές των νοερών θεατών του δράματος. Άραγε το ίδιο γίνεται και με την ψυχή του Γιάννη;
Στο τραγούδι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία να σταθεί κάποιος στο στίχο: «κατακαρδών’ το Γιάννεν ατ’ ς και φοβερίζ’ το δράκον».
Αβίαστα ο νους μας τρέχει και πάλι στον Όμηρο και συγκεκριμένα στη σκηνή εκείνη, που η βασίλισσα της Τροίας Εκάβη αποχαιρετά τον γιο της Έκτορα, που ετοιμάζεται να μεταβεί στο πεδίο της μάχης για να αντιμετωπίσει το πρωτοπαλήκαρο των Αχαιών, τον Αχιλλέα. Του προσφέρει μελιηδέα οίνον (γλυκόπιοτο κρασί) για να τον ενισχύσει με ευφορία ψυχής και σώματος, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον πιο επικίνδυνο εχθρό των Τρώων επιτυχώς.
Η πρόταση αυτή της τρωαδίτισσας βασίλισσας Εκάβης ανακαλεί στη μνήμη μας τον αναμφίλεκτης σημασίας στίχο του προφητάνακτος Ισραηλίτη βασιλιά Δαβίδ «και οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου». Ασφαλώς εδώ η καρδιά, αλλά και σ’ όλο το δημοτικό μας τραγούδι, δεν αποτελεί μνημόνευση ενός από τους μυς του ανθρώπινου σώματος, αλλά την ψυχή, αυτήν που τόσο εύστοχα τραγούδησε ο εθνικός μας ποιητής Δ. Σολωμός: «Χαρές και πλούτη κι αν χαθούν και τα βασίλεια κι όλα δεν είναι τίποτε, αν η ψυχή μένει στητή κι ολόρθη».
Αναφερόμενος κανείς στο πιο πάνω τραγούδι αναγκαστικά πρέπει να προβεί στο σχολιασμό της δρακοντομαχίας. Μια αντίληψη, που προέρχεται από την ελληνική αρχαιότητα με το γνωστό μύθο του Περσέα, του νεαρού βασιλιά των Μυκηνών, ο οποίος σκότωσε τη Μέδουσα για να απελευθερώσει τη βασιλοπούλα Ανδρομέδα από το φοβερό θαλάσσιο τέρας, στο οποίο προσφερόταν ως θύμα εξιλαστήριο νεαρό άτομο.
Τον μύθο εναγκαλίσθηκε και ο χριστιανισμός, δίνοντας αδιάσειστα πειστήρια της διαχρονικότητας της ελληνικής παράδοσης. Έτσι το ρόλο του δρακοντοκτόνου ήρωα τον υποδύεται ο προσφιλέστατος άγιος του λαού, ο Άγιος Γεώργιος, τον οποίο ο αγιογράφος ιστορεί ως καβαλάρη και με αιχμηρότατο ακόντιο εξουδετερώνει τον δράκο. Την εικόνα αυτή του Αγίου, αναρτημένη στο προσκυνητάρι, ευλαβώς ασπάζονται οι πιστοί.
(συνεχίζεται…)