ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Στο σημείο αυτό θα σταθώ λίγο στον Κωνσταντίνο Νταή, ο οποίος, καταγόμενος από τον Πλακάδο της Μυτιλήνης, έρχεται στην Ανατολική Μακεδονία με το ψευδώνυμο Ευστράτιος Σπιναρίδης ή Σπλιναρίδης. Σε συνεννοήσεις με τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο αναλαμβάνει την ηγεσία του αγώνα στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας. Για να περιέρχεται όμως ελεύθερα τα διάφορα χωριά, διορίζεται ως διευθυντής των Σχολών της Προσοτσάνης το 1905, δηλαδή της Επταταξίου Σχολής Αρρένων και του Οικοτροφείου Θηλέων, ενώ παράλληλα ασκούσε και καθήκοντα επιθεωρητού σχολείων άλλων οικισμών.

Στη Σχολή Αρρένων είχε ως διδασκάλους τους Προσοτσανιώτες Νικόλαο Αστεριάδη, Βασίλειο Βουλτσιάδη, Βασίλειο Βάμβα, Γεώργιο Τριανταφυλλίδη, τον Πετρουσιώτη Κωνσταντίνο Καλαϊτζή, ενώ στο Οικοτροφείο Θηλέων της Σερραίες Άννα Πατραμάνη και Ελισάβετ Μέλφου.

Αργότερα (1907) συγκροτεί και ηγείται αντάρτικου σώματος καθιστάμενος ο φόβος και ο τρόμος των κομιτατζήδων. Εύστροφος και γεμάτος ζωντάνια συνεργάζεται στενά με τον Χρυσόστομο και τους Έλληνες προεστούς.

Το αντάρτικο σώμα του αποτελούν οι Χρήστος Βογιατζής, Προσοτσανιώτης, Πολυχρόνης Παλιάγκας, Χωριστιανός, Αθανάσιος Λαζάρου, Γιαννιώτης, Δημήτριος Κομήτης, Δοξατιανός κ.ά. Η δράση του ενόχλησε τον Άγγλο συνταγματάρχη Bonham, ο οποίος ζήτησε την ανάκλησή του. Βούλγαροι τον καταδίδουν για τη δράση του με αποτέλεσμα να συλληφθεί από τους Τούρκους και να οδηγηθεί στη Μυτιλήνη, όπου καταδικάσθηκε σε φυλάκιση.

Στενός συνεργάτης του Χρυσοστόμου υπήρξε και ο νεαρός Μακεδονομάχος Άρμεν Κούπτσιος από τον Βώλακα, ο οποίος, όπως αναφέρει ο Θεμιστοκλής Χατζησταύρου, ορκίσθηκε ως Μακεδονομάχος από τον ίδιο μαζί με τον πατέρα του Προκόπιο.

Ο Θεμιστοκλής Χατζησταύρου ήταν ο φανερός ηγέτης του Μακεδονικού Αγώνα στην περιοχή της Δράμας. με προτροπή του Χρυσοστόμου αναλαμβάνει την ηγεσία της εθνικής οργάνωσης «Νέα Φιλική Εταιρεία» προστατεύοντάς τον λόγω του παρορμητικού χαρακτήρα του.

Σύντομα ο νεαρός Άρμεν μπαίνει στο στόχαστρο κομιτατζήδων και Τούρκων λόγω της δράσης του, οπότε αναγκάζεται το 1903 να κατοικήσει στην Προσοτσάνη, συνεχίζοντας το έργο της εξόντωσης των αντιπάλων. Το τέλος του θα έρθει σύντομα. Οι Τούρκοι τον συλλαμβάνουν και τον καταδικάζουν σε θάνατο το 1907.

Ο Χρυσόστομος, πέρα από την επιστροφή στο Πατριαρχείο των προσχωρησάντων στην Εξαρχία Προσοτσανιωτών και την επαναπόδοση της ορθόδοξης εκκλησίας τους στους ορθοδόξους, έχει να αντιμετωπίσει και τους λησταντάρτες Εξαρχικούς, οι οποίοι προκαλούν ζημίες στα κτήματα, στα αγαθά και στα υποζύγια της Προσοτσάνης.

Το μεγάλο πρόβλημα του Χρυσοστόμου είναι η εγκατάσταση στην Προσοτσάνη του Βούλγαρου ιερέα Ηλία Σάγερ το 1904, τον οποίο εγκαθιστά ο αρχιβουλγαριστής Χατζηγεώργης Ιωαννίδης σε οίκημα, το οποίο εξόπλισε με δική του δαπάνη. Πριν από την έλευσή του στην Προσοτσάνη ο Χατζηγεώργης είχε διατελέσει επίτροπος στο Δεμίρ Ισάρ (Σιδηρόκαστρο), ενώ είχε καταδικαστεί σε ισόβια, απολύθηκε όμως από τις φυλακές με τη γενική αμνηστία των Τούρκων.

Ο Ηλίας Σάγερ αποκαλούσε τον εαυτό του αρχιερατικό επίτροπο (Μπουλγάρ μητροπολίτ βεκιλή) της περιοχής Προσοτσάνης, μολονότι στο σαντζάκι της Δράμας δεν υπήρχε θέση Βούλγαρου μητροπολίτη. Κυριαρχούμενος από θράσος ο Σάγερ συγκέντρωσε στα χέρια του όλες τις εξουσίες μητροπολίτη, ανύπαρκτου. Συνεδρίαζε με τους ομοεθνείς του, διόριζε, εξόριζε ιερείς, διδασκάλους, αντικαθιστούσε τους ορθοδόξους επιτρόπους με αποφυλακισθέντες αντάρτες Βουλγάρους, προσεταιρίσθηκε κακοποιά στοιχεία και δολοφόνους κομιτατζήδες και συγκαλούσε σε συνελεύσεις εκπροσώπους εξαρχικών χωριών.

Η δράση του, όπως ήταν φυσικό, ξεσήκωσε τους ορθοδόξους Προσοτσανιώτες, οι οποίοι αξιώσανε από τον μουδίρη της Προσοτσάνης να τον απελάσει. Στον κίνδυνο να ξεσπάσουν αιματηρά επεισόδια ο μουδίρης της Προσοτσάνης ζητεί τη συνδρομή του μουτεσαρίφη της Δράμας. Με παράκληση του τελευταίου ο Χρυσόστομος μεταβαίνει στην Προσοτσάνη για να καθησυχάσει τα ταραγμένα πνεύματα και να προλάβει τα έκτροπα.

Η παρουσία του Χρυσοστόμου το 1906 στην Προσοτσάνη, με σκοπό να καταθέσει τον θεμέλιο λίθο της Σχολής μαζί με τον πρόξενο του Υποπροξενείου Καβάλας Νικόλαο Μαυρουδή και στη συνέχεια η φιλοξενία του στο σπίτι του Λεωνίδα Βουλτσιάδη, το οποίο λειτουργούσε ως χώρος συγκέντρωσης των ορθοδόξων Πατριαρχικών, έδωσε αφορμή στους Εξαρχικούς να εντείνουν τον φθόνο τους κατά του Χρυσοστόμου, ο οποίος αποδομούσε κυριολεκτικά το έργο τους για αφελληνισμό της Προσοτσάνης και της περιοχής.

(συνεχίζεται…)

*Το άρθρο αποτελεί εισήγηση στο συνέδριο «Η Προσοτσάνη και η ιστορία της» (4-6 Μαΐου 2018)