Η γεωγραφία και η ιστορία εξακολουθούν να είναι σύμμαχοι της Θεσσαλονίκης αλλά χωρίς πρωτοβουλίες και ανθρώπων έργα τα πλεονεκτήματα φθίνουν διαρκώς

Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά κι έχουν μεγάλη αξία, παρά το γεγονός ότι οι εξελίξεις των τελευταίων ωρών γύρω από τη μετάλλαξη Όμικρον του κορωνοϊού, εν μέρει ακυρώνουν τις συζητήσεις περί χειμερινού τουρισμού και επισκεψιμότητας διαφόρων περιοχών. Όμως, νομοτελειακά και χάρη στην επιστήμη η πανδημία θα παρέλθει και τα μεγάλα θέματα της ζωής –ανάμεσά τους και η οικονομία- θα επιστρέψουν επιτακτικά στο προσκήνιο. Τα αιτήματα για ανάπτυξη και εκσυγχρονισμό, αλλά –κυρίως- για ενίσχυση της απασχόλησης και περιορισμό τη ανεργίας θα βρεθούν και πάλι στην πρώτη γραμμή, μόλις οι υγειονομικές συνθήκες το επιστρέψουν.

Για τη Θεσσαλονίκη ζητήματα όπως είναι η οικονομική πρόοδος, η αύξηση του πλούτου και η μείωση της ανεργίας είναι ζωτικής σημασίας. Η αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού, που ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1990 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, σε συνδυασμό με τις αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις, που εκδηλώθηκαν αρχικά με τη χρεοκοπία της χώρας κι εν συνεχεία με την πανδημία, έχει ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση της πόλης ως οικονομικό κέντρο, ενώ το μεγάλο διάστημα της παρακμής δείχνει –αν μη τι άλλο- την αδυναμία της κεντρικής και της τοπικής εξουσίας αφενός να αντιληφθούν το μέγεθος και το βάθος του προβλήματος και αφετέρου να πραγματοποιήσουν κινήσεις αντιστροφής της κατάστασης. Τα μεγάλα λόγια δεν έλλειψαν, ούτε λείπουν. Ούτε οι ιδέες, ορισμένες εκ των οποίων ενδιαφέρουσες. Το ίδιο και οι εξαγγελίες. Ακόμη και η υλοποίηση κάποιων έργων και πρωτοβουλιών ξεκίνησε, αλλά στην πορεία αναδείχθηκαν όλες οι αδυναμίες από τη στρατηγική και το σχεδιασμό, μέχρι την ελλιπή πολιτική βούληση και την εφαρμογή. Η άλλοτε κοσμοπολίτικη συμβασιλεύουσα και δεύτερη πόλη δύο πολυεθνικών αυτοκρατοριών για πολλούς αιώνες, που από το 1912 εξέπεσε σε συμπρωτεύουσα και μετά το 1922 ανακηρύχθηκε «πρωτεύουσα των προσφύγων» σήμερα δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια πόλη χαμένων ευκαιριών, ένα πραγματικό «βασίλειο των εκκρεμοτήτων». Η πυξίδα έχει χαθεί και το μέλλον δείχνει να διαμορφώνεται χωρίς πολιτική διεύθυνση, στη βάση δύο καταστάσεων: Η φορά των πραγμάτων και η συνακόλουθη τυχαιότητα χαράσσουν δρόμους, διαμορφώνουν σχεδιασμούς και ανοιγοκλείνουν τους ορίζοντες. Η γεωγραφία και η ιστορία εξακολουθούν να είναι σύμμαχοι της Θεσσαλονίκης, αλλά χωρίς πρωτοβουλίες και ανθρώπων έργα, τα πλεονεκτήματα που προσδίδουν παραμένουν αναξιοποίητα και –δεδομένων των ευρύτερων εξελίξεων- φθίνουν διαρκώς.

Τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα:

Πρώτον, για λόγους πολιτικής αδιαφορίας και αδράνειας η Θεσσαλονίκη έχασε στη δεκαετία του 1990 την ευκαιρία να βρεθεί το επίκεντρο των Βαλκανίων και της ευρύτερης Νοτιοανατολικής Ευρώπης, όπου κατοικούν 40 – 60 εκατομμυρίων ανθρώπων. Σήμερα παραμένει για κάποιους από τους βόρειους γείτονες μια αγαπητή πόλη, την οποία επισκέπτονται τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες από το Σεπτέμβριο μέχρι το Μάιο, κάτι το οποίο γινόταν και πριν το 1990, όταν τα σύνορα είχαν μεγαλύτερη σημασία. Ορισμένοι, μάλιστα, από αυτούς έχουν αποκτήσει κάποια ακίνητα, αλλά μέχρι εκεί.

Δεύτερον, τα τελευταία 20 χρόνια η Θεσσαλονίκη τείνει να απαξιώσει το μεγαλύτερο αναπτυξιακό συγκριτικό της πλεονέκτημα, που είναι το λιμάνι. Τις τελευταίες δεκαετίες μέχρι το 2018, όταν η ΟΛΘ ΑΕ ήταν εταιρία του ελληνικού δημοσίου, το κράτος παραμέλησε να εκσυγχρονίσει και να αναπτύξει τον λιμένα, είτε επειδή δεν ήθελε να διαθέσει τα απαιτούμενα χρήματα, είτε διότι αμφιταλαντευόταν για το ιδιοκτησιακό του καθεστώς, είτε επειδή ως φυσικό μονοπώλιο ήταν κερδοφόρο και πρόσφερε στο πολιτικό και το ευρύτερο σύστημα κάποιες θέσεις στο Διοικητικό Συμβούλιο, αρκετά ρουσφέτια και ορισμένες κοινωνικές διακρίσεις. Από το 2018 μέχρι σήμερα, που η ΟΛΘ ΑΕ είναι, πλέον, ιδιωτική εταιρεία, οι επενδυτικές κινήσεις παραμένουν σε χαμηλές ταχύτητες, το τοπίο δεν είναι ξεκάθαρο και το… όνειρο για την επέκταση της 6ης προβλήτας και την υποδοχή μεγαλύτερων πλοίων στη Θεσσαλονίκη, παραμένει μακρινό και –κυρίως- απροσδιόριστο.

Τρίτον, τα ίδια με το λιμάνι ισχύουν πάνω κάτω και για τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Με μία ουσιώδη διαφορά: η ΔΕΘ – Helexpo παραμένει εταιρεία με μοναδικό μέτοχο το ελληνικό δημόσιο, αφού «κάποιος, κάπου, κάποτε» έκρινε ότι η διοργάνωση εκθεσιακών γεγονότων, ειδικά στη Θεσσαλονίκη, θεωρείται δραστηριότητα εθνικής (sic) σημασίας. Για λόγους προφανούς οικονομικής στενότητας των ταμείων του δημοσίου η εξέλιξη της ΔΕΘ – Helexpo  δρομολογείται, πλέον, με μεγάλη καθυστέρηση και με τη μέθοδο της Συγχρηματοδότησης Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα, που από τη φύση της εμπεριέχει υψηλό ρίσκο. Όσο για τα χρονοδιαγράμματα ακολουθούν τη γνωστή βραδυπορία ένας γραφειοκρατικού κρατικού συστήματος.

Σε αντίθεση με τη Θεσσαλονίκη που η ίδια –στο βαθμό που την εκφράζουν όσοι την εκπροσωπούν- έχει αφεθεί στη μοίρα της, υπάρχουν περιοχές της χώρας που αναπτύσσονται κόντρα στις κρίσεις. Μιας και βρισκόμαστε σε εορταστική περίοδο χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της Δράμας με την «Ονειρούπολη» και των Τρικάλων με τον «Μύλο των ξωτικών». Στις δύο περιφερειακές πόλεις, όπου τόσο το χειμώνα, όσο και το καλοκαίρι η επισκεψιμότητα ήταν πολύ μικρή –κυρίως οι ντόπιοι που ζούσαν αλλού και ήθελαν να δουν συγγενείς και φίλους-  οι γιορτές αφήνουν, πλέον, πολύ βαθύ κοινωνικό και οικονομικό αποτύπωμα. Διότι εντελώς ξαφνικά η Ελλάδα απέκτησε χριστουγεννιάτικα τοπόσημα, τα οποία, μάλιστα, βρήκαν μιμητές και σε άλλες περιοχές. Φέτος, λοιπόν, μετά το περσινό αναγκαστικό διάλειμμα, η εικόνα στις δύο αυτές πόλεις είναι ενθαρρυντική, παρά το ότι βρισκόμαστε ακόμη σε φάση πανδημίας. Οι άνθρωποι που έκαναν τις επιλογές και υλοποίησαν αυτές τις… αμερικανιές πρέπει να αισθάνονται δικαιωμένοι. Διότι δεν πρόσφεραν απλώς ένα χάπενινγκ, αλλά καθιέρωσαν στην κυριολεξία από το πουθενά οικονομικούς και κοινωνικούς πνεύμονες. Κάτι που κάνουν με επιστημονικό τρόπο οι Αμερικανοί τον τελευταίο αιώνα, με πιο διακριτό έργο τη δημιουργία του Λας Βέγκας στη μέση του πουθενά, στην έρημο της Νεβάδα. Κάτι που δεν κάνουμε στην Ελλάδα, όπου αξιοποιούμε ή νομίζουμε ότι αξιοποιούμε τα φυσικά τοπία και τα ιστορικά μνημεία, χωρίς ποτέ να κάνουμε απολογισμό. Όσο για τη Θεσσαλονίκη των τελευταίων 30 χρόνων έχει αποκτήσει ένα – δύο νέα τοπόσημα, όπως είναι οι ομπρέλες του Ζογγολόπουλου στη νέα παραλία και το μισοφέγγαρο στη θάλασσα, τα οποία όμως εξυπηρετούν μόνο την εσωτερική κατανάλωση. Άσε που είναι… στάσιμα και δεν δημιουργούν κανενός είδους οικονομική ή κοινωνική κίνηση, όπως ενδεχομένως θα μπορούσε να συμβεί με ένα αναβαθμισμένο μουσικό ή θεατρικό φεστιβάλ, αλλά και με τη δημιουργία παραγωγικών θεσμών, που να παράγουν συνεχώς έργο. Οι τελευταίες τέτοιου είδους κινήσεις (Παρευξείνια τράπεζα, Cedefop, υπηρεσία INTERREG, Αλεξάνδρεια Ζώνη Καινοτομίας, μετρό, μουσείο φωτογραφίας, μουσείο κινηματογράφου) είτε ανάγονται πολύ πίσω στο χρόνο, είτε έχουν κακοφορμίσει λόγω ατυχούς διαχείρισης.

Πηγή: voria.gr