Από πού να ξεκινήσεις, αν θες να διαβάσεις τους σπουδαίους Ρώσους κλασικούς.

OΛΗ Η ΙΣΤΟΡΙΑ της ρωσικής λογοτεχνίας συνοψίζεται σε μία από τις μικρές ιστορίες του Δανιήλ Χαρμς, που έχει τίτλο «Ο Πούσκιν και ο Γκόγκολ»:

ΓΚΟΓΚΟΛ: (Πέφτει από τα παρασκήνια στη σκηνή και μένει ξαπλωμένος στο πάτωμα, ατάραχος.)

ΠΟΥΣΚΙΝ: (Μπαίνει στη σκηνή, σκοντάφτει στον Γκόγκολ και πέφτει.) Να πάρει ο διάολος! Πάλι ο Γκόγκολ μες στα πόδια μου!

ΓΚΟΓΚΟΛ: (Σηκώνεται.) Αηδία σκέτη! Ούτε να ξεκουραστείς δε σ’ αφήνουν. (Κάνει μερικά βήματα, σκοντάφτει στον Πούσκιν και πέφτει.) Πάλι στον Πούσκιν σκόνταψα […]» (μτφρ. Ρ. Παππά, Νεφέλη, Αθήνα 2009, σ. 16-17)

 

Το 1837 σκοτώνεται ο Πούσκιν, η αρχή κάθε αρχής, όπως έλεγε ο Γκόρκι, μια οικουμενική λογοτεχνική ιδιοφυΐα που έθεσε τα θεμέλια μιας μέχρι τότε σχεδόν ανύπαρκτης λογοτεχνίας. Σ’ αυτή την απίθανη χώρα, με τον Τσάρο, την αριστοκρατία, τη γραφειοκρατία, τους δουλοπάροικους και τους επαναστάτες, τα επόμενα περίπου σαράντα χρόνια συμβαίνει μια αδιανόητη έκρηξη.

 

Ας περιοριστούμε στα μεγάλα ονόματα της πεζογραφίας: Λέρμοντοφ (Ένας ήρωας του καιρού μας, 1840), Γκόγκολ (Παλτό, 1842, Νεκρές Ψυχές, 1842), Τουργκένιεφ (Πατέρες και γιοι, 1861), Ντοστογιέφσκι (Έγκλημα και Τιμωρία, 1866, Ο Ηλίθιος, 1868-69, Οι Δαιμονισμένοι, 1871-72, Οι Αδελφοί Καραμάζοφ, 1879-80), Τολστόι (Οι Κοζάκοι, 1863, Πόλεμος και Ειρήνη, 1867-69, Άννα Καρένινα, 1875-77).

 

Η ανάγνωση ρωσικής λογοτεχνίας είναι εξαιρετικά εθιστική· μην την αρχίσετε!

Θα μπορούσε κανείς να ξεκινήσει διαβάζοντας την Ντάμα Πίκα του Πούσκιν, ένα διήγημα όπου ακούγονται ορισμένες από τις βασικές μελωδίες που θα αναπτυχθούν στη συνέχεια. Όμως ο αληθινός πυροκροτητής αυτής της απίστευτης ακολουθίας είναι ασφαλώς ο Γκόγκολ, το έργο του οποίου, με την κοινωνική και πνευματική του κατεύθυνση, μετασχημάτισε την παράδοση του Πούσκιν και της προσέδωσε δύο καθοριστικά και απόλυτα αναγνωρίσιμα στοιχεία: το βαθύ και τραγικό χιούμορ, και τη στροφή σε έναν χαρακτηριστικό ανθρωπότυπο – τον ασήμαντο υπάλληλο της απέραντης ρωσικής γραφειοκρατίας.

 

«Βγήκαμε όλοι μέσα από το Παλτό του Γκόγκολ» έλεγε ο Ντοστογιέφσκι. Αυτό το μικρό αριστούργημα μας εισάγει σε μια ατμόσφαιρα ριζικά διαφορετική απ’ όλη τη μέχρι τότε παράδοση της ευρωπαϊκής πεζογραφίας και αποτελεί την ιδανική αρχή για να καταπιαστεί κανείς με το ρωσικό θαύμα.

Ακολουθούν, μοιραία σχεδόν, οι Φτωχοί, το πρώτο έργο του Ντοστογιέφσκι, ένα μικρό επιστολικό μυθιστόρημα, κωμικό, τρυφερό και με έντονη κοινωνική διάσταση. Και τότε αρχίζει ο χορός («η καντρίλια της φιλολογίας», που περιγράφεται σκωπτικά στους Δαιμονισμένους): ο Ηλίθιος, το πιο απλό από άποψη δομής μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι, αποτελεί την ιδανική εισαγωγή στα μεγάλα έργα της ρωσικής πεζογραφίας. Κανένας αναγνώστης δεν ξεχνά τη φοβερή εντύπωση που προκαλεί το πρώτο ασθματικό εικοσιτετράωρο του έργου.

Και σιγά σιγά μπορεί να παρασυρθείς προς τον άλλο μεγάλο πόλο αυτής της παράδοσης, τον Τολστόι. Κι εδώ, πριν αποτολμήσει κανείς τη βουτιά στα μεγάλα μυθιστορήματα, μπορεί να δει συμπυκνωμένη όλη τη φιλοσοφία αλλά και την απαράμιλλη τεχνική του Τολστόι στο μικρό αριστούργημα Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς (1886), στη Σονάτα του Κρόυτσερ (1889) ή στον σκοτεινό Πατέρα Σέργιο (1898).

Μία από τις πιο βλαβερές συνέπειες μιας τέτοιας αναγνωστικής πορείας είναι η δυσανεξία προς οτιδήποτε μη ρωσικό, προς κάθε ιστορία που δεν περιλαμβάνει λευκές νύχτες, μικροϋπαλλήλους της Πετρούπολης, αξιωματικούς που βρίσκουν τον εαυτό τους αποχωρώντας από την κοσμική ζωή, γυναίκες βουτηγμένες στα πάθη, αλλά τόσο αξιοπρεπείς, που δεν αποδέχονται εκείνον που αγαπούν.

 

Ευτυχώς, μπορεί κανείς να συνεχίσει επ’ άπειρον: ο Τσέχοφ, ο Μπιέλι, ο Μπούνιν, ο Γκόρκι, ο Μπουλγκάκοφ και πολλοί άλλοι μείζονες συγγραφείς του ύστερου 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα δίνουν τη δυνατότητα στον ρωσόδουλο αναγνώστη να μείνει για πολύ καιρό πεισματικά αγκιστρωμένος στα θέματα και στους τρόπους αυτής της μεγάλης παράδοσης. Καλύτερα επίσης να μην ασχοληθεί κανείς με την ποίηση της περιόδου, γιατί κινδυνεύει να μη συνέλθει ποτέ.

 

Συμπέρασμα: η ανάγνωση ρωσικής λογοτεχνίας είναι εξαιρετικά εθιστική· μην την αρχίσετε!

 

*Ο Κώστας Σπαθαράκης είναι δημιουργός των εκδόσεων Αντίποδες.

Πηγή: m.lifo.gr