Ερώτηση προς τον Υπουργό Υγείας κ. Μιχάλη Χρυσοχοΐδη με θέμα «Προβλήματα στη λειτουργία του Γενικού Νοσοκομείου Δράμας», κατέθεσαν οι Βουλευτές του Κ.Κ.Ε. κ. Γιάννης Δελής και Λεωνίδας Στολτίδης.
Το Γενικό Νοσοκομείο Δράμας αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία του εξαιτίας της ακολουθούμενης πολιτικής όλων διαχρονικά των κυβερνήσεων. Πολιτική υποχρηματοδότησης και υποβάθμισης της δημόσιας Υγείας, με στόχο την παραπέρα εμπορευματοποίηση της.
Συγκεκριμένα, η Μονάδα Εντατικής Θεραπείας αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα. Έκλεισε στις αρχές του Αυγούστου 2023 για απολύμανση και ενώ θα άνοιγε στις 10 του Σεπτέμβρη, μέχρι σήμερα δεν έχει λειτουργήσει. Στην ΜΕΘ υπηρετούν οι 2 γιατροί που έχουν απομείνει, ενώ μέχρι και την περίοδο που έκλεισε για απολύμανση, για να μπορέσει να βγει το πρόγραμμα εφημεριών μετακινούνταν η διευθύντρια της ΜΕΘ του Γενικού Νοσοκομείου Καβάλας.
Μάλιστα για τη συγκεκριμένη μονάδα διαφημιζόταν ότι θα επεκταθεί από 7 κλίνες σε 12, εξασφαλίζοντας διεθνή πρότυπα για 1 κρεβάτι ανά 10.000 κατοίκους.
Η παθολογική κλινική του Νοσοκομείου δεν έχει κλείσει, αλλά αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ελλείψεων προσωπικού με χαρακτηριστικό αυτό των μόλις δύο γιατρών που έχουν απομείνει. Γι’ ακόμα μια φορά η λύση που βρέθηκε ήταν η μετακίνηση γιατρών από όμορους Νομούς κάθε 15 μέρες.
Με έναν γιατρό έχουν απομείνει και άλλες ειδικότητες, όπως αυτή του ουρολόγου, ενώ απουσιάζουν παντελώς οι ειδικότητες του δερματολόγου, γαστρεντερολόγου και ενδοκρινολόγου. Να σημειώσουμε ότι οι τελευταίες ειδικότητες δεν υπάρχουν σε καμία δομή σε ολόκληρη την Π.Ε. Δράμας, αναγκάζοντας όσους ασθενείς μπορούν να στρέφονται στον ιδιωτικό τομέα.
Το Κέντρο Ψυχικής Υγείας, που λειτουργεί σε άλλο κτίριο αλλά ανήκει στο Νοσοκομείο, λειτουργεί τα τελευταία χρόνια χωρίς ψυχίατρο, με αποτέλεσμα να μένουν χωρίς παρακολούθηση 2.500 ραντεβού το χρόνο.
Αντίστοιχα ελλείψεις εντοπίζονται και στις υπόλοιπες αναγκαίες για τη λειτουργία του Νοσοκομείου κατηγορίες εργαζομένων, που αντιμετωπίζουν καθημερινά σοβαρά προβλήματα εντατικοποίησης της εργασίας τους. Ενδεικτικό παράδειγμα της σοβαρής υποστελέχωσης είναι αυτό των νοσηλευτριών-τών που εργάζονται ασταμάτητα, με αποτέλεσμα να τους οφείλονται χιλιάδες ρεπό και άδειες. Επιπλέον πολλές φορές δεν βγαίνει το πρόγραμμα του μικροβιολογικού, ακτινολογικού και γενικότερα των εργαστηρίων, καθώς υπάρχουν μεγάλες ελλείψεις σε προσωπικό.
Αντίστοιχα και η τεχνική υπηρεσία έχει απομείνει με το 1/3 των οργανικών θέσεων, ενώ περίπου οι μισοί από τους εναπομείναντες συνταξιοδοτούνται το επόμενο διάστημα. Σημαντικό είναι και το γεγονός ότι σχεδόν οι περισσότεροι τεχνικοί έχουν εξαιρεθεί από το ανθυγιεινό επίδομα, ενώ εκτελούν εργασίες και άλλων ειδικοτήτων, εξαιτίας των ελλείψεων.
Τέλος να αναφέρουμε ότι το 40% του προσωπικού του Νοσοκομείου εργάζεται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου (επικουρικοί-μέσω ΟΑΕΔ), ενώ η καθαριότητα, η σίτιση, η φύλαξη και πρόσφατα και οι δευτερογενείς διακομιδές έχουν περάσει σε εργολάβους, έχουν δηλαδή παραδοθεί στον ιδιωτικό τομέα, με τους εργαζόμενους να εργάζονται σε τραγικές συνθήκες εντατικοποίησης και ανασφάλειας.
Σύμφωνα με τα παραπάνω ΕΡΩΤΑΤΑΙ ο κ. Υπουργός σε ποιες άμεσες ενέργειες θα προβεί η κυβέρνηση για:
– Να καλυφθούν οι ανάγκες σε προσωπικό όλων των ειδικοτήτων, με προσλήψεις μόνιμων και πλήρους απασχόλησης εργαζομένων, ώστε να εξασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία του Νοσοκομείου και να καλύπτονται οι ανάγκες των ασθενών,
– Να εξασφαλιστεί η επαναλειτουργία της ΜΕΘ του Νοσοκομείου,
– Να εξασφαλιστεί γενναία χρηματοδότηση του Νοσοκομείου για τη συνέχιση της λειτουργίας και αναβάθμισης των κλινικών και των Μονάδων του καθώς και για την κάλυψη των αναγκών του σε υλικοτεχνική υποδομή,
– Να δοθούν τα οφειλόμενα ρεπό και άδειες στο νοσηλευτικό προσωπικό.