ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΠΕΝΑΚΗ ΣΤΟ ΣΑΝΤΙΡΒΑΝ ΜΕ ΘΕΜΑ «ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ, 17ος  -19ος ΑΙΩΝΑΣ. ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ»

«Πρόσθετος στόχος της συγκεκριμένης έκθεσης είναι να μοιραστούμε με το κοινό πώς δουλεύει ένα Μουσείο»

Τα εγκαίνια της νέας έκθεσης του Μουσείου Μπενάκη, με θέμα «Διαδρομές εικόνων, 17ος -19ος αιώνας. Τέχνη και τεχνολογία», πραγματοποιήθηκαν στο Σαντιρβάν την Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024. Έτσι, το Μουσείο Μπενάκη για ακόμη μια φορά μοιράζεται με το κοινό μέρος από τις συλλογές του σε έναν χώρο στη Δράμα, ο οποίος αναστηλώθηκε χάρη στον αείμνηστο Κώστα Αποστολίδη και την εταιρεία Raycap.

Στην έκθεση παρουσιάζονται εικόνες οι οποίες κατασκευάζονταν ή διακινούνταν στον Ελληνορθόδοξο χώρο από τον 17ο έως τον 19ο αιώνα, από τη Ρωσία και την Ουκρανία ως τα Επτάνησα, την Κρήτη και την Μικρά Ασία. Επίσης ένα μέρος της έκθεσης είναι αφιερωμένο στην τεχνολογία και τη συντήρηση ρωσικών εικόνων και μεταλλικών έργων ιδιωτικής ευλάβειας, παρουσιάζοντας τα τελευταία πορίσματα του ευρωπαϊκού ερευνητικού προγράμματος ERC RICONTRANS. Συγκεκριμένα, η έκθεση διαρθρώνεται σε τέσσερα μέρη, τα οποία είναι τα εξής: «Κέντρα παραγωγής εικόνων», «Έργα ιδιωτικής ευλάβειας», «Ο διάλογος με τη Δυτική Τέχνη» και «Τεχνολογία και συντήρηση».

Η έκθεση «Διαδρομές εικόνων, 17ος -19ος αιώνας. Τέχνη και τεχνολογία» στο Σαντιρβάν διαρκεί έως τις 21 Απριλίου 2025 και το ωράριο λειτουργίας της έχει ως εξής:

Πέμπτη: 10:00-14:00 και 17:30-20:30

Παρασκευή: 10:00-14:00 και 17:30-20:30

Σάββατο: 10:00-14:00 και 17:30-20:30

Κυριακή: 11:00-14:00 και 17:30-20:30

Στα τοπικά Μ.Μ.Ε. μίλησαν για την έκθεση οι δύο επιμελητές της, η κ. Αναστασία Δρανδάκη, ιστορικός τέχνης, και ο κ. Βασίλης Πασχάλης, συντηρητής έργων τέχνης.

Η κ. Δρανδάκη, στις δηλώσεις της, στάθηκε ιδιαίτερα σε δύο σημεία. Συγκεκριμένα ανέφερε: «Βρίσκω πάρα πολύ ταιριαστό το γεγονός ότι αυτή η έκθεση εικόνων γίνεται μέσα σε ένα οθωμανικό κέλυφος, γιατί αυτά τα έργα παράγονταν και δικαιούνταν ως επί το πλείστον μέσα στον οθωμανικό χώρο. Δηλαδή με κάποιο τρόπο είναι μια αναγωγή σε μια ιστορική πραγματικότητα, όπου δρούσαν οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που τα παρήγαγαν και τα αγόραζαν ή τα διακινούσαν». Όσον αφορά το δεύτερο στοιχείο, η κ. Δρανδάκη είπε ότι «στα περισσότερα αντικείμενα αναγράφεται κάποιος δωρητής» και πρόσθεσε: «Πραγματικά το Μουσείο, εκτός από το υλικό το οποίο αγοράστηκε από τον ιδρυτή ή από το ίδιο το Μουσείο, τιμά και τους δωρητές του. Είναι πάρα πολλά έργα, τα οποία προέρχονται από τα σπίτια των ανθρώπων. Όχι μόνο από συλλέκτες, αλλά και από τα προσωπικά τους εικονοστάσια και φτάνουν στο Μουσείο Μπενάκη. Για εμάς είναι πολύ μεγάλη χαρά να μπορούμε να τα αναδείξουμε ακριβώς και μέσα στο πλαίσιο στο οποίο αυτά βρέθηκαν στα σπίτια αυτών των ανθρώπων για να καταλήξουν να τα μοιραζόμαστε με το κοινό της Δράμας».

Για την επιλογή η έκθεση να έχει δυο επιμελητές η κ. Δρανδάκη σημείωσε: «Είναι μια πρόταση του Μουσείου Μπενάκη για το πώς θέλουμε να δουλεύουμε και να παρουσιάζουμε τις συλλογές μέσα από μια συνεργασία των ιστορικών τέχνης και των συντηρητών». Όπως είπε, εξάγονται πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα «από τον τρόπο με τον οποίο μελετάμε το υλικό και θέτοντας ιστορικά ερωτήματα και μελετώντας πολύ προσεκτικά μέσα από όλες τις σύγχρονες μεθόδους την υλικότητα των αντικειμένων». Ακόμη, επεσήμανε ότι ένας «πρόσθετος στόχος της συγκεκριμένης έκθεσης είναι να μοιραστούμε με το κοινό πώς δουλεύει ένα Μουσείο. Να δείξουμε δηλαδή τι κάνουμε με τα έργα». Η κ. Δρανδάκη είπε ότι το δεύτερο μέρος της έκθεσης «αναλύει παρουσιάζει και μοιράζεται με τους επισκέπτες τον τρόπο με τον οποίο μελετάμε τα έργα και στο στερεοσκόπιο», ενώ πορίσματα μιας έρευνας, η οποία πραγματοποιήθηκε μέσω ευρωπαϊκού προγράμματος, σχετικά με τη μελέτη θρησκευτικών έργω στην Βαλκανική, προβάλλονται σε βίντεο στις οθόνες που βρίσκονται στο Σαντιρβάν.

Σχετικά με την έκθεση, η κ. Δρανδάκη ανέφερε ότι «είναι αφιερωμένη στις εικόνες που κυκλοφορούν στον Ελληνορθόδοξο χώρο από το 17ο έως τον 19ο αιώνα. Με την έννοια του Ελληνορθόδοξου χώρου δεν εννοούμε μόνο τη γεωγραφική περιοχή, αλλά πολύ περισσότερο την έννοια του χώρου όπως είναι μια κοινωνική κατασκευή, δηλαδή τι είναι αυτά που συνδέουν τους Έλληνες ορθόδοξους όπου και αν βρίσκονται, είτε στα βενετοκρατούμενα Επτάνησα, είτε στον Οθωμανικό χώρο, είτε ακόμη είναι έμποροι στη Ρωσία. Θέλουμε να συζητήσουμε και να παρουσιάσουμε τις εικόνες που παράγονται από τα διαφορετικά κέντρα παραγωγής και πώς αυτές οι εικόνες συνυπήρχαν στις εκκλησίες και στα σπίτια των Ελλήνων την εποχή αυτή».

Όπως είπε η επιμελήτρια της έκθεσης, σε αυτήν υπάρχουν τέσσερις ενότητες, εκ των οποίων η πρώτη αφορά τα κέντρα παραγωγής. Σε αυτήν την ενότητα υπάρχουν υποενότητες: Κρήτη, Επτάνησα, Οθωμανικός χώρος, Ρωσία. Για τη δεύτερη ενότητα της έκθεσης, η κ. Δρανδάκη είπε ότι «είναι αφιερωμένη στην ιδιωτική ευλάβεια». «Έχουμε έργα τα οποία είναι κατ’ εξοχήν προορισμένα για ιδιωτικό χώρο λατρείας και έχουν ιδιαιτερότητα ότι εκφράζουν με πιο άμεσο τρόπο τις αγωνίες των ανθρώπων ή τις ανάγκες τους ή τις λατρευτικές τους πρακτικές», πρόσθεσε. Μιλώντας για την τρίτη ενότητα της έκθεσης, η κ. Δρανδάκη είπε ότι «είναι αφιερωμένη στον διάλογο των διαφορετικών κέντρων παραγωγής με τη Δύση. Όλοι την εποχή αυτή, είτε στην Οθωμανική αυτοκρατορία είτε στη Ρωσία είτε φυσικά στην Κρήτη ή τα Επτάνησα που είναι Βενετικά, έχουν διαρκείς επαφές, με διαφορετικούς τρόπους όμως, με κέντρα της Δυτικής Ευρώπης κι αυτό μπολιάζει την τέχνη των Ορθόδοξων πληθυσμών. Αυτό τον διαφορετικό τρόπο, με τον οποίο το κάθε κέντρο υιοθετεί στοιχεία από τη δυτική ζωγραφική τον εξετάζουμε σε αυτή την τρίτη ενότητα». Μάλιστα σε αυτή την ενότητα, παρουσιάζεται και η πίσω όψη μιας εικόνας, καθώς, όπως ανέφερε η κ. Δρανδάκη, πρόκειται για «οικόσημο Λατίνου επισκόπου, ενός αξιωματούχου της Καθολικής εκκλησίας, ο οποίος όμως στον 17ο αιώνα παραγγέλνει μια ορθόδοξη εικόνα. Αυτό δείχνει τη μεγάλη ακτινοβολία που έχει η ορθόδοξη θρησκευτική ζωγραφική ακόμη και σε ανθρώπους που είναι άλλου δόγματος». «Πολλά από τα έργα έχουν στοιχεία που τα μετατρέπουν όχι μόνο σε καλλιτεχνικές δημιουργίες, αλλά και σε ιστορικά τεκμήρια για την ιστορία του Ελληνισμού», πρόσθεσε η κ. Δρανδάκη.

Μιλώντας για το τέταρτο μέρος της έκθεσης, ο κ. Πασχάλης ανέφερε ότι πρόκειται για «προσπάθεια του Μουσείου να δώσει στους επισκέπτες μια άλλη διάσταση, η οποία συνήθως δεν είναι ορατή και να τους εισάγει στην τεχνολογία κατασκευής, στα υλικά και στους τρόπους αντιμετώπισης των προβλημάτων συντήρησής τους». Όπως είπε, «έχουμε επικεντρωθεί σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, στις οποίες είτε υπάρχουν οι εικόνες είτε στοιχεία των εικόνων παρουσιάζονται στα βίντεο λεπτομερέστερα». Ακόμη, ο κ. Πασχάλης επεσήμανε: «Η συντήρηση είναι μια διαδικασία η οποία αρχικά προϋποθέτει μια γνώση των υλικών κατασκευής των έργων, η οποία γνώση οδηγεί και στον κατάλληλο σχεδιασμό μιας συντήρησης για το κάθε αντικείμενο». «Η τεχνολογία μας επιτρέπει πια να έχουμε μη καταστρεπτικές αναλύσεις σε όλα τα έργα», πρόσθεσε ο κ. Πασχάλης.

Επίσης, ο κ. Πασχάλης σημείωσε ότι «η ρωσική τέχνη μέχρι τον 15ο-16ο αιώνα ακολουθεί αυστηρά τη Βυζαντινή», ενώ «από τον 16ο αιώνα και μετά αρχίζει να διαφοροποιείται. Δέχονται και άλλες επιδράσεις, οπότε και η κατασκευή των εικόνων αντίστοιχα αλλάζει σε σχέση με τον κλασικό βυζαντινό τρόπο». Μια άλλη ιδιαιτερότητα έχει να κάνει με τις επιγραφές των εικόνων, καθώς, σύμφωνα με όσα ανέφερε ο κ. Πασχάλης, «σε πάρα πολλές εικόνες από μια περίοδο και μετά, πιθανότατα για εμπορικούς λόγους, αλλάζουν οι επιγραφές. Δηλαδή σε ρώσικες εικόνες με κυριλλικό αλφάβητο καλύπτονται με ελληνικό αλφάβητο. Είναι μια απόφαση που λαμβάνεται συλλογικά για το ποιες θα αφαιρεθούν, ποιες θα κρατηθούν. Δηλαδή το αρχικό έργο ναι μεν έχει το κυριλλικό αλφάβητο, αλλά και η αλλαγή των επιγραφών συμβάλλει στην ιστορικότητά του». Τέλος, ο κ. Πασχάλης επεσήμανε ότι στην έκθεση παρουσιάζονται στο κοινό «τρία αντικείμενα που βρίσκονται σε στάδιο συντήρησης».

Στα τοπικά Μ.Μ.Ε. μίλησε και η κ. Άνθια Φωκά, συντηρήτρια μετάλλου. Σχετικά με την τεχνολογία και τη συντήρηση των εικόνων, η κ. Φωκά είπε ότι «καταφέραμε να βρούμε κάποια στοιχεία, τα οποία μας έδωσαν πληροφορίες όσον αφορά την κατασκευή τους». «Ξεκίνησε από μια διερευνητική συντήρηση και κατέληξε στην ανίχνευση και στον εντοπισμό των τεχνολογικών χαρακτηριστικών των εικόνων», πρόσθεσε. Για τις μεταλλικές εικόνες, η κ. Φωκά σημείωσε ότι «διακρίνονται για το μικρό τους μέγεθος, το οποίο δείχνει ότι ήταν κάτι που το έπαιρναν μαζί τους ως φυλαχτά». Όπως είπε, «κατασκευάζονταν μέσα σε μικρούς χώρους, συνήθως στα σπίτια τους, σε φτωχικούς χώρους, σε μοναστήρια, σε μικρές αποθήκες». Μάλιστα, ακολουθούνταν μια πολύ εύκολη διαδικασία χύτευσης, η οποία παρουσιάζεται στο πλαίσιο της έκθεσης στο Σαντιρβάν. Ακόμη, στην έκθεση υπάρχει και μικροσκόπιο, με τη χρήση του οποίου οι επισκέπτες μπορούν να δουν τρία αντικείμενα και να παρατηρήσουν διάφορες τεχνικές, αλλά και τη διάβρωση του μετάλλου.