ΠΑΥΛΟΣ

Ἐλέῳ Θεοῦ Ἐπίσκοπος καί Μητροπολίτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας,

πρός

τόν Ἱερόν Κλῆρον καί τούς εὐσεβεῖς καί εὐλογημένους Χριστιανούς τῆς μαρτυρικῆς Ἐπαρχίας ταύτης, εὐχήν καί εὐλογίαν ἐπί τῇ λαμπροφόρῳ Ἀναστάσει τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ.

 

Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά, Χριστός Ἀνέστη!

Χαρῆτε, ἀδελφοί, τήν μεγάλη χαρά τῆς Ἀναστάσεως, τό προοίμιο τῆς κοινῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. Σκιρτήσατε γιά τόν θρίαμβο Ἐκείνου πού πέθανε γιά χάρη τῶν ἀνθρώπων, καί ξεπροβάλει ἀπό τόν τάφο ὁλοζώντανος, ὡς Θεός παντοδύναμος. Ἀγαπήσατε τόν Κύριο τῆς δόξης πού πρῶτος μᾶς ἀγάπησε, καί μᾶς ἐτίμησε μέ τήν Θυσία καί μέ τήν Ἀνάστασή του, ὡς ἐγγύηση καί βεβαιότητα καί τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως.

Αὐτή τήν φωτοφόρο νύκτα ἄς ψάλλουμε τόν ὕμνο τοῦ θριάμβου τοῦ Κυρίου, καί τοῦ δικοῦ μας διά μέσου Αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος ἀναστημένος ἀπό τούς νεκρούς μᾶς συνανέστησε, μᾶς συνανύψωσε στήν τρισένδοξη καί ἀνέσπερη Βασιλεία του.

Κάθε μέρα πρέπει νά εἴμαστε χαρούμενοι, καί ἰδιαίτερα κάθε Κυριακή. Διότι, κάθε Κυριακή τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἑορτάζουμε, ὥσπου νά ἀνατείλει ἡ ἀνέσπερη ἡμέρα, ἡ αἰώνια Κυριακή, ὅπου συνεχῶς θά ἀπολαμβάνουμε τήν δόξα τῆς βασιλείας του. Παλαιότερα, ὅταν ἡ πίστη τῶν πατέρων μας ἦταν μεγαλύτερη, ἡ ζωή ἁγνότερη καί ἡ ἀγάπη πρός τόν Δεσπότη Χριστό θερμότερη, ἡ Ἀνάσταση ἑορταζόταν μέ ἀπερίγραπτη χαρά καί ἀγαλλίαση. Ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου «ἐχάρησαν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον» (Ἰω. 20, 20), ἴσχυε γιά ὅλους τούς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι διά τῆς πίστεως ἐλάμβαναν πεῖρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ περιηγητής Καισάριος Δαπόντε, λόγιος μοναχός, περιγράφει τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα στά μέσα τοῦ 18ου αἰώνα στήν Κωνσταντινούπολη. Τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα, μετά τή θεία λειτουργία στό Πατριαρχεῖο, οἱ χριστιανοί φιλοῦσαν τό χέρι τοῦ Πατριάρχη πού τούς ἔδινε ἰδιοχείρως ἀπό δύο αὐγά στόν

καθένα. Ἔπειτα ἄρχιζε ὁ χορός ἀπό τήν αὐλή τοῦ Πατριαρχείου καί ἐξαπλωνόταν σ’ ὅλη τήν Πόλη ἐπί τριήμερο. Λέει: «Βρέθηκα καί ἐγώ ἕνα Πάσχα στό Μετόχι τοῦ Παναγίου Τάφου στήν Πόλη. Ἐκεῖ συνάντησα τόν σπουδαῖο μοναχό Ἀγάπιο. Βλέποντας ὁ Ἀγάπιος τούς χριστιανούς νά γλεντοῦν λυπήθηκε, δάκρυσε καί φώναξε: “Ἄχ χριστιανοί, ἔτσι γιορτάζεται ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου;”, τότε ἕνας ἀπό τούς παρισταμένους τοῦ λέγει: “Βλέπεις, δάσκαλε, αὐτούς οἱ ὁποῖοι σήμερα χορεύουν καί φωνάζουν καί τραγουδοῦν καί τούς λυπᾶσαι καί κλαῖς; Αὔριο ἄν γίνει μία βασιλική προσταγή, νά ἀρνηθοῦν τόν Χριστό, πρῶτοι αὐτοί πάλι θά τρέξουν νά μαρτυρήσουν γιά τόν Χριστό καί νά σφάζονται σάν τά πρόβατα”. Ἀμέσως, ἀλλάζει διάθεση ὁ Ἀγάπιος καί μέ χαρούμενο πρόσωπο, τινάζει τό ράσο του καί τρέχει νά μπεῖ στόν χορό! Οἱ πατέρες τόν συγκρατοῦν καί ὁ Ἀγάπιος τούς λέγει: “Ἀφῆστε με νά πάω νά χορέψω καί ἐγώ μέ τούς φιλόχριστους καί μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ”» (Κ.Ν.ΣΑΘΑ Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τ. 3, σ. 132-133). Ἄλλοι ἄνθρωποι! Ἄλλα ἤθη.

Σήμερα ἡ κακή χρήση τοῦ τεχνικοῦ πολιτισμοῦ ἀντί νά συντελέσει στήν αὔξηση τῆς εὐτυχίας, συντελεῖ στό ἀντίθετο. Ἔχει ἀφαιρέσει τήν ἁπλότητα τῆς ζωῆς, πλήθυνε τίς ἀνάγκες, ὑποδούλωσε τούς ἀνθρώπους στήν πολυτέλεια, σκλήρυνε τίς καρδιές, ἔδωσε ἀφορμές γιά αὔξηση τῆς ἁμαρτίας, ἐπέφερε κορεσμό καί ἀνία. Γι’ αὐτό στίς τάξεις τῶν πλουσίων κυριαρχεῖ ἡ διαστροφή καί ἡ χρήση παραισθησιογόνων οὐσιῶν. Ἀναμφισβήτητα ὁ τρόπος ζωῆς ἀφαίρεσε ἀπό τήν ὀρθόδοξη ρωμαίϊκη πνευματικότητά μας, μείωσε τήν χαρά, πού εἶναι ἡ οὐσία τῆς εὐτυχίας. Ἐάν δέν μπορῶ νά εἶμαι χαρούμενος, τί μέ ὠφελοῦν ὅλα τά ἀγαθά τῆς ζωῆς;

Παρ᾿ ὅλα αὐτά εἶναι τόσος ὁ πλοῦτος τῆς Ἀναστάσεως, ὥστε νά χαίρονται οἱ καρδιές μας καί νά σκιρτοῦν γιά τήν δόξα τοῦ Κυρίου. Κι αὐτοί οἱ ράθυμοι καί ψυχροί κάτι νιώθουν τήν ἡμέρα αὐτή.

Τριπλῆ εἶναι ἡ χαρά τῆς Ἀναστάσεως, κατά τόν ἱερό Δαμασκηνό. Τρεῖς μεγάλες νίκες ἑορτάζουμε. Τήν νέκρωση τοῦ θανάτου, τήν καθαίρεση τοῦ Ἅδου, τήν ἔναρξη νέας ζωῆς, τῆς αἰωνίου. Ὁ θάνατος κείτεται ὁ ἴδιος νεκρός. Πτῶμα ἐξαίσιο! «Θάνατος οὐκέτι κυριεύει» (Ρωμ. 6, 9). Ὁ θάνατος δέν μπορεῖ νά μᾶς χωρίσει ἀπ’ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ δύναμη τοῦ θανάτου, ἡ ἁμαρτία, νικήθηκε ἀπό τόν Χριστό. Ἐμεῖς πορευόμαστε ἀπό τόν θάνατο στήν ζωή. Τό σῶμα μας προσωρινά μόνον ὑφίσταται τήν νέκρωση καί τήν φθορά. Τήν ἐπιφανῆ ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου θά ζωοποιηθεῖ καί θά ἀναστηθεῖ ἄφθαρτο καί ἔνδοξο. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἐγγύηση τῆς ἀναστάσεως τῶν ἀνθρώπων.

Ὁ ἀναστημένος Χριστός καθῄρεσε καί τήν δύναμη τοῦ ᾃδη. Μεταξύ θανάτου καί ᾃδη ὑπάρχει διαφορά. Ὁ θάνατος εἶναι κυρίαρχος τῶν σωμάτων, θάνατο ὑφίστανται μόνον τά σώματα. Ὁ ᾃδης εἶναι κυρίαρχος τῶν ψυχῶν.

Γι’ αὐτό, γιορτάζοντας τήν καθαίρεση τοῦ ᾃδη, μαζί μέ τούς προφῆτες, τόν ἀπόστολο Παῦλο καί τόν ἱερό Χρυσόστομο ἀναφωνοῦμε: «Ποῦ εἶναι, ᾃδη, ἡ νίκη

σου;» (Κορ. Α’ 15, 55). Ὁ βασιλιάς τοῦ σκότους ἔχασε τό βασίλειό του, γυμνώθηκε ἀπό τήν ἐξουσία πού εἶχε πάνω στίς ψυχές. Ὁ Χριστός μέ τήν ἀνάστασή του ἅρπαξε τίς ψυχές, ἄδειασε τά βασίλεια τοῦ ᾃδη. «Ἐσκύλευσε τόν ᾃδην ὁ κατελθών εἰς τόν ᾃδην». Πικράθηκε ὁ ᾃδης, γιατί καταργήθηκε, ἐμπαίχθηκε, καθαιρέθηκε, δεσμεύθηκε, γκρεμίσθηκε, νεκρώθηκε.

Καί ἡ τρίτη μεγάλη νίκη τῆς ἀναστάσεσως εἶναι ἡ ἀπαρχή ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου. Ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἄλλη, διαφορετική. Ὁ πιστεύων ἔχει γεύση τῆς αἰωνίου ζωῆς ἤδη ἀπό τήν παροῦσα ζωή. Ὅπως λέγει ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, «ἔχει ζωήν αἰώνιον» (Ἰω. 5, 24).

Ἡ συντριβή τῶν ἁλυσίδων τοῦ θανάτου καί τοῦ ᾃδη δέν ἔγινε γιά τόν Χριστό, ἀλλά γιά μᾶς. Ὁ θάνατος καί ὁ ᾃδης ἀπέβαλαν τήν τρομερή τους ὄψη. Ὁ Χριστός ἐξασφάλισε γιά τούς πιστούς ἤδη ἀπό τώρα μετοχή στήν αἰώνια ζωή, ἀλλά καί στήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων πού θά συμβεῖ κατά τήν Δευτέρα Παρουσία. Ἐπί γῆς πλέον οἱ πιστοί ζοῦν τήν πρώτη ἀνάσταση, τήν πνευματική ἀνάσταση ἀπό τήν ἁμαρτία, τήν ἀναγέννησή τους.

Ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι τό ἐνδοξότερο καί τό πλέον χαρμόσυνο γεγονός τῆς πίστεώς μας. Εἶναι τό δυναμικό ναί τοῦ Θεοῦ, τό δικό του Ἀμήν στήν ζωή τοῦ Υἱοῦ του. Τό εἶπε ὁ Παῦλος στούς Ἀθηναίους: «…(ὁ Θεός) ὥρισε ἡμέρα, κατά τήν ὁποία πρόκειται νά κρίνῃ τήν οἰκουμένη μέ δικαιοσύνη διά μέσου ἀνδρός, τόν ὁποῖον ὥρισε, καί ἔδωσε ἀπόδειξι σέ ὅλους, διότι τόν ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν» (Πράξ. 17, 31). Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ ἀπό μόνος του δέν εἶναι ἀρκετός νά μαρτυρήσει τήν ἀλήθεια γι᾿ αὐτόν. Πολλοί ἄνθρωποι καί στίς μέρες μας πεθαίνουν γιά λαθεμένες ὑποθέσεις, καί μάλιστα ἰδιαίτερα κακές. Ὁ θάνατός τους δέν δικαίωσε τήν ὑπόθεση γιά τήν ὁποία πέθαναν.

Ἡ Ἀνάσταση ἀποτελεῖ τήν σφραγίδα τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό εἶπε ὁ Κύριος σέ ἐκείνους πού τοῦ ζητοῦσαν σημεῖο τῆς Θεότητός του: «Λύσατε τόν ναόν τοῦτον, καί ἐν τρισίν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν» (Ἰω. 2, 18). Γι’ αὐτό καί ὁ Παῦλος λέγει ὅτι θεμέλιο στό οἰκοδόμημα τῆς πίστεώς μας εἶναι ἡ ἀνάσταση: «Εἰ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, κενόν ἄρα τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή δέ καί ἡ πίστις ὑμῶν» (Α’ Κορ. 15, 14-15). Καί οἱ ἄθεοι καί οἱ ἄπιστοι πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστός πέθανε. Ὅμως οἱ χριστιανοί πιστεύουν ὅτι καί ἀναστήθηκε.

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἀδαμάντινη βάση στήν ὁποία στηρίζεται τό οἰκοδόμημα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Χωρίς τήν Ἀνάσταση ὅλα θά ἦταν μάταια. Μέ τήν Ἀνάσταση ὅλα ἀποκτοῦν νόημα καί ὡραιότητα. Ἡ Ἀνάσταση γεμίζει τά πάντα μέ ἐλπίδα, χαρά καί δόξα.

Ἄς ἑορτάσουμε ἀκούοντας τήν προτροπή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου πού ἀπευθύνει στόν καθένα μας: «Γίνε μέτοχος τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἀκολούθησε τούς μαθητές, καί ἴσως ἀξιωθεῖς τῆς θέας τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Κι

ἄν λείψεις, ὅπως ὁ Θωμᾶς, ἀπό τήν σύναξη τῶν Μαθητῶν στούς ὁποίους ἐμφανίζεται ὁ Χριστός, ὅταν τόν δεῖς, μήν ἀπιστήσεις. Καί ἄν ἀπιστήσεις, πίστεψε σ’ ἐκείνους πού σοῦ τό λένε. Κι ἄν δέν τούς πιστέψεις κι αὐτούς, ἄς σέ πείσουν τά σημάδια τῶν καρφιῶν. Ὁ Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν. Ἀναστηθῆτε μαζί του. Ὁ Χριστός ἐλευθερώθηκε ἀπό τά δεσμά τοῦ τάφου. Ἐλευθερωθῆτε κι ἐσεῖς ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας» ΑΜΗΝ (Λόγος 45, Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα, ΕΠΕ 5, 203-206).

 

Μετά Πασχαλίων Πατρικῶν εὐχῶν

διάπυρος πρός τόν Ἀναστάντα Κύριον

εὐχέτης πάντων ὑμῶν

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

† Ο ΔΡΑΜΑΣ ΠΑΥΛΟΣ