ΠΟΙΗΣΗ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

τ. Λυκειάρχη

Παράπονο

 

«Πικρό της ξενιτιάς ψωμί, θολό και το νερό της»

 

-Γιατί, παιδί μου, θέλησες

στα ξένα να μισέψεις;1

τι σού ’φταιξε η πατρίδα σου

ο λαμπερός ο τόπος;2

-Δεν ήθελα, πατέρα μου,

στα ξένα να μισέψω

μ’ ανάγκασε ο τόπος μου

με την αναλγησία!3

Ξέρε καλά πως και εδώ

ο ήλιος ανατέλλει,

η ζεστασιά του αδύναμη

παγώνει την ψυχή μου.4

Θέλω πολύ να ξαναδώ

το έρμο σπιτικό μας,5

να πιω νεράκι δροσερό

απ’ τη μικρή τη βρύση,

ν’ ακούσω τη γλυκιά

του σπίνου τη φωνούλα

σαν ξεπροβάλλει ο ηλιάρχοντας

ψηλά στα κορφοβούνια.

Να ψάξω για τους φίλους μου6

αν είναι ακόμα ορθοί

κι αν όχι, μελισσόκερο

ν’ ανάψω στο ταφί τους.

Πικρό πικρό της ξενιτιάς7

το άγευστο ψωμί της

και το νεράκι της θολό

καθόλου δε δροσίζει.

Καθημερ’ νά προσεύχομαι

γρήγορα να τελειώσει8

τ’ άχαρο τούτο το φευγιό,

που μόνο πόνους φέρνει.

Ήμουν νέος και γέρασα

ασπρίσαν τα μαλλιά μου,

τη ζεστασιά του φτωχικού

στη μνήμη μου κρατώ9.

Θέλω στον ίσκιο της ελιάς

λίγο να ξαποστάσω.

Είναι ακόμη στη ζωή

η καρποφόρα ελιά μας

ή μήπως και την έφαγε

κι εκείνη το σαράκι;10

που ζει χρόνους ολάκερους

χωρίς τη συντροφιά μου;11

 

ΣΧΟΛΙΑ

 

  1. Πανάρχαιο φαινόμενο ο μισεμός του Έλληνα. Όπου κι αν διαβείς, σ’ όποια κι αν πας χώρα, ακόμη και στην πιο απόμακρη, θα βρεις Έλληνα.
  2. Όχι για να αυτολιβανιζόμαστε, μα και των ξένων είναι ειλικρινής η ομολογία ότι ζούμε σε χώρα ευλογημένη, που την πλούτισε ο Μεγαλοδύναμος μ’ ένα σωρό καλούδια.
  3. Δυστυχώς όμως ο πανάρχαιος μύθος του Κρόνου, που έτρωγε τα παιδιά για να μη χάσει το θρονί του, δεν ξεθωριάζει, όσοι κι αν διαβούν αιώνες.
  4. Ο ήλιος της ξενιτιάς είναι αδύναμος. Δεν δίνει τη χαρά σ’ όσους μισεύουν, όσο κι αν το βαλάντιο γεμίζει καθημερινά.
  5. Στον ξύπνιο και στα όνειρά του ο νους κλωθογυρίζει στην πατρίδα, στο σπίτι, που γεννήθηκε ο ξενιτεμένος έστω κι αν αυτό στερούνταν τις ανέσεις.
  6. Οι παιδικοί φίλοι δύσκολα ξεθωριάζουν από τη μνήμη, όσο κι αν αυτήν τη δοκιμάζει ο παντοκαταλύτης χρόνος.
  7. Τα πλούτη στην ξενιτιά προσωρινή μόνο δίνουν χαρά.
  8. Ποτέ δεν θα πάψει Οδυσσέα ο Έλληνας της ξενιτιάς να ανακυκλώνει τον μυθικό βασιλιά της Ιθάκης. Δεν θα πάψει ποτέ να είναι ο αιώνιος Οδυσσέας, που ποθεί να δει καπνό να βγαίνει από το σπίτι του και τότε ας φύγει από τη ζωή.
  9. Η ζωή στο σπιτικό όσο κι αν ήταν δύσκολη, όσο κι αν τα αγαθά ήταν λιγοστά, δεν αποζημιώνεται με τη ζωή στα ξένα, που απλόχερα προσφέρει τα πλούτη της.
  10. Ακόμη και τα άψυχα του πατρικού χώρου νοσταλγούνται. Η έγνοια γι’ αυτά του ξενιτεμένου εξακολουθεί να είναι ζωντανή κι ο φόβος του μήπως πια δεν υπάρχουν, τον γεμίζει με θλίψη την ψυχή.
  11. Αιώνιε Οδυσσέα, πόσο είσαι δεμένος με τον τόπο, όπου πρωτοείδες το φως του ήλιου, έστω και αν ο μυθικός Κρόνος εξακολουθεί να τρώει τα παιδιά του.