ΑΡΘΡΟ
Του Θεόφιλου Ξανθόπουλου
Βουλευτή Ν. Δράμας
Τομεάρχη Δικαιοσύνης Κ.Ο. ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ
Η χώρα από το τέλος του περασμένου Ιουλίου ζει στον αστερισμό των υποκλοπών. Μια υπόθεση, που για την Κυβέρνηση στο πρώιμο στάδιο ήταν υπόθεση ιδιωτών (βλ. παρακολούθηση Θ. Κουκάκη), στη συνέχεια με θύμα τον Ν. Ανδρουλάκη, εξαλλάχθηκε, κακοφόρμισε και δηλητηρίασε την πολιτική ζωή της χώρας κατά τρόπο αδιανόητο για χώρα του στενού πυρήνα της Ε.Ε. Όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, ο Ανδρουλάκης ήταν «η κορυφή του παγόβουνου». Η σήψη των παρακολουθήσεων επεκτάθηκε σε μέλη του υπουργικού συμβουλίου, στον επικεφαλής του στρατεύματος αλλά και σε ανώτατα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων.
Όλα τα ανωτέρω δεν είναι εικασίες, πληροφορίες, φήμες ή δημοσιεύματα αλλά προκύπτουν από τη γνωμοδότηση της κατά το Σύνταγμα αρμόδιας αρχής, της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.), ο Πρόεδρος της οποίας λειτουργώντας σύμφωνα με τον Νόμο και τη συνείδησή του, έκανε αυτό που του υπαγόρευε η θέση του. Έχουμε πλέον πλήρη επιβεβαίωση, και μάλιστα κατά «αμάχητο τεκμήριο» ότι οι παρακολουθήσεις πράγματι συνέβησαν.
Εκκινώντας από την επόμενη μέρα των εκλογών του Ιουλίου του ‘19 διαπιστώνουμε ότι η επιλογή του Πρωθυπουργού υπήρξε η άμεση υπαγωγή της ΕΥΠ στο πρωθυπουργικό γραφείο. Και αυτό βεβαίως μπορεί να είναι κάτι συνηθισμένο αλλά αυτό που ακολούθησε ήταν κάτι εντελώς ασυνήθιστο. Προκειμένου ο Πρωθυπουργός να διορίσει επικεφαλής της ΕΥΠ τον εκλεκτό του, ο οποίος σημειωτέον δεν είχε τα απαιτούμενα, κατά τον Νόμο, τυπικά προσόντα, άλλαξε τον Νόμο, ώστε ο «εκλεκτός» του να πληροί τις προϋποθέσεις. Αυτό όμως που ουσιαστικά κατέδειξε ότι υπήρχε ολοκληρωμένο σχέδιο εκτροπής ήταν το γεγονός ότι, με νυχτερινή τροπολογία, τροποποιήθηκε ο Νόμος που έδινε δικαίωμα στον πολίτη να πληροφορηθεί από την ΑΔΑΕ εάν όντως είχε πέσει θύμα παρακολούθησης. Αποτέλεσμα της τροπολογίας ήταν να απαγορευθεί στην Αρχή να ενημερώνει τους πολίτες και μάλιστα η διάταξη είχε και αναδρομικό χαρακτήρα.
Έτσι λοιπόν, με τον «θεσμικό» τρόπο στήθηκε το πλαίσιο της εκτροπής. Πρόκειται για ζήτημα το οποίο δεν εντάσσεται παρά τα όσα ισχυρίζεται η Κυβέρνηση στα πλαίσια της συνήθους πολιτικής αντιπαράθεσης αλλά βάλει ευθέως κατά του πυρήνα του Κράτους Δικαίου, τον οποίο και αμφισβητεί.
Αλλά ενός κακού μύρια έπονται. Δεν αρκούσε στην Κυβέρνηση το σκάνδαλο των υποκλοπών. Αφ’ ής στιγμής αποκαλύφθηκε και μάλιστα με τον πλέον επίσημο και εμφατικό τρόπο (πόρισμα ΑΔΑΕ), προσπάθησαν οι κρατούντες να «στεγανοποιήσουν» την εκτροπή, έτσι ώστε ο Πρωθυπουργός, ο οποίος έχει και την αποκλειστική πολιτική ευθύνη, να μείνει εκτός ευθυνών. Και έτσι δημιουργήθηκε και το «δίδυμο σκάνδαλο», αυτό της συγκάλυψης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ σε συμμαχία με τα κόμματα της προοδευτικής αντιπολίτευσης άσκησε ή μάλλον εξάντλησε όλα τα μέσα κοινοβουλευτικού ελέγχου, που προβλέπει το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής. Προκάλεσε επανειλημμένα συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών της Βουλής με θέμα τις υποκλοπές αλλά και υπερψήφισε τη σύσταση εξεταστικής των πραγμάτων επιτροπής με θέμα τις υποκλοπές. Και εκεί αντιμετωπίσαμε αδιανόητες για δημοκρατικό πολίτευμα εξελίξεις. Όλα τα πρόσωπα που ενεπλάκησαν στον σκάνδαλο των υποκλοπών επικαλέσθηκαν έναντι και της Επιτροπής Θεσμών αλλά και της Εξεταστικής Επιτροπής το Απόρρητο. Με αποτέλεσμα οι άνθρωποι που ενεπλάκησαν στις υποκλοπές να μην δώσουν καμία απάντηση ή εξήγηση για το μείζον αυτό θέμα Δημοκρατίας.
Με τον τρόπο αυτό βεβαίως ουσιαστικά υπονόμευσαν τον στόχο του κοινοβουλευτικού ελέγχου, επιβεβαίωσαν ότι καλύπτουν την εκτροπή και διατράνωσαν την άποψή τους ότι στο Κοινοβουλευτικό Πολίτευμα υπάρχουν τομείς της δημόσιας ζωής, που παραμένουν ανέλεγκτες ακόμη και από τη Βουλή των Ελλήνων. Ουσιαστικά δηλ. θεμελίωσαν την πλήρη αυτονομία της ΕΥΠ από τον κοινοβουλευτικό έλεγχο και δημιούργησαν το πλαίσιο της παρακρατικής της λειτουργίας.
Το θέμα των παρακολουθήσεων βεβαίως απασχόλησε και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο σε ειδική συνεδρίαση, που προκάλεσε η ομάδα των σοσιαλδημοκρατών, επιλήφθηκε του θέματος διότι είναι ένα θέμα που αγγίζει τον πυρήνα του Κράτους Δικαίου και απασχολεί όλη την Ε.Ε. Και μπορεί ο Τύπος στην Ελλάδα να προσπαθεί να υποβαθμίσει την βαρύτητα του ζητήματος, να αλλάξει την ατζέντα, να αναμασά το επιχείρημα ότι «αυτά δεν ενδιαφέρουν τον κόσμο» αλλά η λειτουργία των Θεσμών είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε σε ανέλεγκτες μυστικές υπηρεσίες.
Επομένως, στις ερχόμενες εκλογές πλην των ζητημάτων της καθημερινότητας, η οποία χαρακτηρίζεται από πολύ δύσκολη έως εφιαλτική για μεγάλα τμήματα της Ελληνικής Κοινωνίας, τίθεται και το δίλημμα της ποιότητας της Δημοκρατίας. Και εδώ υπάρχουν τεράστια περιθώρια συγκλίσεων με τις δυνάμεις της προοδευτικής αντιπολίτευσης. Διότι τα ζητήματα Δημοκρατίας (οι υποκλοπές είναι πρωτίστως ζήτημα Δημοκρατίας) απαιτούν μείζονες συγκλίσεις, μεγάλες τομές και κυρίως διάθεση για ρήξεις με κατεστημένα συμφέροντα, τα οποία βολεύονται με τη σημερινή πραγματικότητα, που εγγυάται η Κυβέρνηση Μητσοτάκη. Είναι καιρός να σταματήσει η παρακμή, είναι δική μας ευθύνη να την σταματήσουμε.
Το άρθρο του κ. Ξανθόπουλου δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα www.topontiki.gr