Από το Σάλτο μορτάλε έως τη Γαλάζια αγελάδα, ξαναδιαβάσαμε τον Δραμινό συγγραφέα στα Πούρα γεμιστά.
Ο Βασίλης Τσιαμπούσης γεννήθηκε στη Δράμα το 1953. Σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης. Ζει και εργάζεται στη Δράμα. Εξέδωσε τις συλλογές διηγημάτων “Η Βέσπα και άλλα επαρχιακά διηγήματα” (1988), “Χερουβικά στα κεραμίδια” (1996), “Η γλυκιά Μπονόρα” (2000), “Να σ’ αγαπάει η ζωή” (2004), “Σάλτο Μορτάλε” (2011), “Πούρα Γεμιστά” (2017)
και τα μυθιστορήματα “Εκτός έδρας” (1993) και Γαλάζια Αγελάδα (2013).
Η συλλογή διηγημάτων του “Να σ’ αγαπάει η ζωή” τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το βραβείο Πέτρου Χάρη και μεταφράστηκε στα αλβανικά, ενώ επιλογή διηγημάτων του κυκλοφόρησε στα Ισπανικά (Vasilis Tsiambusis, Antologia de relatos, 2019). Το 1996 επιμελήθηκε την έκδοση του λευκώματος “Δόξα Δράμας, 1918-1965” και το 2006 το λεύκωμα “Ελπίς Δράμας, 1922-1969” (ΔΕΚΠΟΤΑ του Δήμου Δράμας). Από το 2004 είναι διευθυντής του περιοδικού “Δίοδος 66100”, που έλαβε τιμητική διάκριση από το Υπουργείο Πολιτισμού (2017). Διηγήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και δημοσιεύτηκαν σε ανθολογίες και περιοδικά.
Η σχέση με τον κατακτητή μπορεί να γεννήσει δραματικές καταστάσεις. Κι αυτές να γομιμοποιήσουν δυνατά βιβλία με διχασμούς και εμφύλιες διαμάχες. Εδώ η περίπτωση που πραγματεύεται ο Τσιαμπούσης είναι μεταξύ ενός δεκατετράχρονου-δεκαπεντάχρονου Έλληνα της Δράμας, που το 1943 τίθεται ακούσια στην υπηρεσία του Βούλγαρου Άντον, μέλος των δυνάμεων κατοχής της Μακεδονίας.
Ο Άντον είναι καλός άνθρωπος και του φέρεται με στοργή. Τον μαθαίνει σκάκι, τον ταΐζει, ενώ άλλοι πεινάνε, τον βάζει στην ομάδα ποδοσφαίρου. Η γυναίκα του πάλι η Βάλια είναι στρυφνή και απότομη, κυρίως επειδή θέλει να κάνει παιδί, αλλά οι εξετάσεις έδειξαν ότι ο άντρας της είναι στείρος. Έτσι, προστάζει τον μικρό Έλληνα να την γκαστρώσει, κι όντως μένει έγκυος. Η τριαδική σχέση ενέχει φυσικά τη δυαδική αντίθεση κατακτητή και κατακτημένου, αν και στην αρχή ο μικρός Δραμινός δεν φαίνεται να έχει προβλήματα με τους ομοεθνείς του, οι οποίοι θα έπρεπε να τον βλέπουν καχύποπτα.
Στην ουσία η πρωτοπρόσωπη αφήγηση θέτει στο επίκεντρο τον ίδιο τον πρωταγωνιστή και όσα ο ίδιος ζει και καταλαβαίνει. Παράλληλα όμως μ’ αυτόν απλώνεται ένας μεγάλος κύκλος, πρώτα απ’ όλα ο φίλος του ο κομμουνιστής Κώστας και ο Εβραίος Σάλμο, αλλά και πολλοί άλλοι μεγαλύτεροι που κινήθηκαν στη διάρκεια της Κατοχής επιφυλακτικά ή αντιστασιακά. Ο ήρωας μας πάντως δεν εκδήλωσε καμία ιδιαίτερη αντιστασιακή δράση και ενσαρκώνει τον άνθρωπο που ναι μεν απεχθάνεται τον κατακτητή (με εξαίρεση τον Άντον), αλλά ζει μετριοπαθώς, χωρίς πράξεις ή συνωμοτικές ενέργειες, παρόλο που ο πατέρας του είχε βοηθήσει τους Εβραίους να αλλάξουν ταυτότητες, ώσπου εκτελέστηκε όταν επιχείρησε να δραπετεύσει από την πόλη.
Όλο αυτό διοχετεύθηκε στη μετά το 1944 περίοδο. Οι κάτοικοι μοιράστηκαν σε Κομουνιστές και Εθνικιστές, ειδικά μέσα στον Εμφύλιο, όπου ο καθένας υπερασπίστηκε με τα όπλα το δίκιο του. Ο Κώστας και ο πατέρας του οργανώθηκαν ακόμα περισσότερο με τον ΕΛΑΣ, κάποιοι συνασπίστηκαν με τους κομουνιστές της Βουλγαρίας που γύρισαν σελίδα, άλλοι έμειναν ουδέτεροι αλλά θρηνούσαν για την εμφύλια διαμάχη.
Τι πετυχαίνει τελικά ο Τσιαμπούσης. 1) να εκφράσει τον μετριοπαθή Έλληνα της κατοχής που ζει τη βουλγαρική μπότα στη Δράμα, αυτόν που δεν ανεβαίνει στο βουνό ή παίρνει μέρος σε σαμποτάζ, αλλά βιώνει τον πόλεμο και το μίσος προς τους Βούλγαρους, 2) να δείξει τον μικρόκοσμο της πόλης, όχι εκεί που οι Γερμανοί ή οι Ιταλοί κυριαρχούσαν αλλά στις άγνωστες περιοχές της βουλγαροκρατίας, 3) να δείξει την εξέλιξη των ανθρώπων από το κατοχικό πεδίο στο μετακατοχικό: ο αφηγητής προσπάθησε να σπουδάσει και να βρει δουλειά, ο Κώστας έφυγε οικογενειακώς για την Τσεχοσλοβακία, ο Σάλμο που είχε ήδη φύγει για τη Μαγνησία δραπετεύει τελικά στο Ισραήλ, 4) να ορθώσει ένα χαμηλότονο ύφος –πέρα από τον ηρωισμό- που πλάθει και αναπλάθει το παρελθόν, μιλά εξ ονόματος της τοπικής ιστορίας, απλώνει σαν σε καμβά τα χρώματα μιας περιοχής της Ελλάδας με τα δικά της γνωρίσματα.
Πηγή: in2life.gr