ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ «ΕΘΝΙΚΟ ΚΥΡΗΚΑ» ΑΜΕΡΙΚΗΣ
Το κείμενο που ακολουθεί είναι του κ. Θεόδωρου Καλμούκου και δημοσιεύτηκε στον «Εθνικό Κήρυκα» της Αμερικής:
Τό «Περιοδικό» τοῦ «Ἐθνικοῦ Κήρυκα» αὐτῆς τῆς ἑβδομάδας εἶναι ἀφιερωμένο στό μαρτύριο, τόν βουβό στεναγμό, τήν πίκρα καί τό δάκρυ τοῦ ξεριζωμοῦ καί τῆς γενοκτονίας ἑνός ἐκ τῶν πλέον περήφανων κομματιῶν τοῦ Γένους, τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ, στό ὁποῖο ἡ Τουρκία ἔδειξε ὁλόκληρο τό μέγεθος τῆς θηριωδίας, τῆς ἀγριάδας καί ἀπανθρωπιᾶς της.
Ὁ Ποντιακός Ἑλληνισμός εἶναι ἕνας λαός δακτυλοδεικτούμενος μέ δική του μοναδική πολιτιστική ἰδιοπροσωπία, παράδοση, Θεολογική σκέψη καί κληρονομιά ἀπό τούς Καππαδόκες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τά πιό φωτισμένα μυαλά τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἕνας λαός πού πορφύρωσε μέ τό αἷμα του τήν ἅγια καί ἱστορική γῆ τοῦ Πόντου ἐνῶ οἱ σφαγεῖς τους ἀρνοῦνται νά παραδεχθοῦν τό εἰδεχθές ἔγκλημά τους.
Ὁ Μητροπολίτης Δράμας Παῦλος (Ἀποστολίδης) εἶναι ἕνας ἱεράρχης εὐπαίδευτος καί φωτισμένος μέ ρίζες καί καταβολές ἀπό τήν μαρτυρική γῆ τοῦ Πόντου, παιδί πνευματικό τῆς Παναγίας Σουμελᾶ, στή Μονή τῆς ὁποίας ὑπηρέτησε ὡς ἡγούμενος καί λειτουργός ἐπί δεκαπέντε ἔτη πρίν ἀναδειχθεῖ σέ Ἐπίσκοπό της Ἐκκλησίας.
Λόγιος, προσηνής, εὐγενικός στούς τρόπους, μέ συγκροτημένη σκέψη καί εὐχέρεια ἐκφορᾶς λόγου, δέχθηκε μέ προθυμία νά μιλήσει στόν «Ἐθνικό Κήρυκα» γιά τόν Πόντο, γι’ αὐτά πού εἴχαμε, αὐτά πού χάσαμε, αὐτά πού μᾶς ἀνήκουν.
Ὅταν τόν εὐχαρίστησα γιά τήν ἀποδοχή του νά μᾶς μιλήσει, ξεκίνησε λέγοντας «κατ’ ἀρχάς νά σᾶς εὐχαριστήσω γιά τή δυνατότητα πού μοῦ δίνετε μέσα ἀπό τόν “Ἐθνικό Κήρυκα” νά ἐπικοινωνήσω μέ τόν ὑπέροχο Ἑλληνισμό τῆς Ἀμερικῆς καί νά ἐκφράσω καί σέ σᾶς προσωπικά τίς εὐχαριστίες μου γιατί καταπιάνεστε μ’ αὐτό τό πολύ σημαντικό ζήτημα πού ἀφορᾶ τόν Ποντιακό Ἑλληνισμό καί ἐν γένει τόν Ἑλληνισμό».
Πρόσθεσε πώς «θέλω νά συγχαρῶ τόν Ἑλληνισμό τῆς Ἀμερικῆς γιά τήν ὅλη του μαχητικότητα γιά τό θέμα τῆς ἑλληνικότητος τῆς Μακεδονίας μας. Πραγματικά μᾶς στηρίζετε, μᾶς δίνετε μαθήματα ἀδόλου ἀγάπης προς τήν πατρίδα καί τήν Μακεδονία μας».
Ὁ Μητροπολίτης κ. Παῦλος τόνισε πώς «τίς μέρες αὐτές τιμοῦμε καί διεκδικοῦμε τό δικαίωμα στή μνήμη καί τή δικαίωση τῶν θυμάτων τῆς Γενοκτονίας τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ πού ἐπισυνέβη κατά τά ἔτη 1916 καί 1923 ὅπου καί ἔχουμε τήν ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν καί τόν ξεριζωμό τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπό τίς προαιώνιες ἑστίες του. Ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Τραπεζοῦντος Χρύσανθος καί μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος στό μοναδικό στό εἶδος του σύγγραμμά του: “Ἡ Ἐκκλησία τῆς Τραπεζοῦντος”, στόν ἐπίλογό του ἀναφέρει πολύ χαρακτηριστικά τά ἑξῆς, ὅτι μέ τήν ἔνοχη ἀδιαφορία τῶν μεγάλων δυνάμεων τό 1453 ἔπεσε ἡ Χριστιανική Αὐτοκρατορία στήν Ἀνατολή καί ἡ ἀδιαφορία αὐτή συνεχίσθηκε κατά τό 1922 ὅπου οἱ Νεοτοῦρκοι γενοκτόνησαν τόν Ἑλληνισμό στήν Ἀνατολή καί εἰδικά τοῦ Εὐξείνου Πόντου καί ὁ Ἑλληνισμός καθημαγμένος καί αἱμάσσων ἐγκατέλειψε τίς πανάρχαιες ἑστίες τοῦ ἀφήνοντας ἐκεῖ πολύ αἷμα».
Οἱ ρίζες καί οἱ καταβολές τοῦ Μητροπολίτη κ. Παύλου εἶναι ἀπό τήν Τραπεζούντα.
Εἶπε πώς «οἱ παπποῦδες καί οἱ γιαγιάδες μου γεννήθηκαν ἐκεῖ, ἀπό τόν πατέρα μου στήν περιοχή τοῦ Τουρτουνίου, εἶναι μία ὀρεινή περιοχή μεταξύ Τραπεζοῦντος καί Ἀργυρουπόλεως καί ἀπό τήν μητέρα μου ἀπό τήν εὔανδρη καί χιλιοτραγουδισμένη Κρώμνη. Κατοικοῦσαν τά τελευταία χρόνια στήν Τραπεζούντα, μάλιστα ἡ προγιαγιά μου ἦταν τῆς οἰκογενείας Ματθαίου Κοφίδη, ὁ ὁποῖος ἦταν βουλευτής τῆς περιφερείας Τραπεζοῦντος στήν Ὀθωμανική Βουλή καί ὁ ὁποῖος ἀπηγχονίσθη στήν Ἀμάσεια τοῦ Πόντου στίς 8 Σεπτεμβρίου τοῦ 1921.
Καταδικάσθηκε σέ θάνατο ἀπό τό κατ’ ἐπίφαση δικαστήριο τῆς ἀνεξαρτησίας ὅπου ἐκεῖ ὅλος ὁ ἀνθός τοῦ Ἑλληνισμοῦ τοῦ Πόντου ὁδηγήθηκε μέ τήν κατηγορία τῆς ἀπόσχισης ἀπό τό κράτος καί τή δημιουργία τῆς λεγομένης Δημοκρατίας τοῦ Πόντου. Μάλιστα κι ἕνας δημοσιογράφος νεαρῆς ἡλικίας ἐκδότης τῆς ἐφημερίδας “Ἐποχή” ἀπαγχονίστηκε γι’ αὐτόν τόν λόγο κραυγάζοντας “ζήτω ἡ Ἑλλάδα”».
Οἱ γονεῖς τοῦ Σεβασμιωτάτου γεννήθηκαν στόν νομό Ἠμαθίας, ἀλλά ὅπως εἶπε «εἶχε τήν εὐτυχία καί τήν εὐλογία ἡ δική μου γενιά νά προλάβει τούς πρόσφυγες τῆς πρώτης γενιᾶς ὁπότε ἐμεῖς ὅπως καταλαβαίνετε μεγαλώσαμε μέ ἱστορίες, μέ γεγονότα, μέ πόνο καί δάκρυα ἀπό αὐτούς τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μᾶς διηγοῦντο τίς πικρές ἐμπειρίες τῶν τελευταίων αὐτῶν ἐτῶν».
Ὅταν τόν ρωτήσαμε τί θυμάστε πιό ἔντονα ἀπό αὐτές τίς διηγήσεις πού ἄγγιξαν τήν ψυχή σας, εἶπε «ἡ γιαγιά μου ἀπό τήν πλευρά τοῦ πατέρα μου μοῦ διηγεῖτο τό πῶς ξεκίνησε τό 1915 ἡ ἐξολόθρευση τῶν Ἀρμενίων, ἦταν αὐτόπτης τῶν σφαγῶν τῶν Ἀρμενίων συμπατριωτῶν μας πού ἦταν ἐκεῖ στήν περιοχή καί ἐν συνεχεία πῶς αὐτοί ὁδηγήθηκαν σέ ἐξορία ἀπό τά βάθη τοῦ Πόντου διότι ἡ διεθνής κατακραυγή γιά τήν μέσα σέ ἕνα μήνα ἐξολόθρευση τοῦ Ἀρμενικοῦ πληθυσμοῦ ἐπέβαλλε ἄλλες μεθόδους καί ἄλλα μέσα ἐξόντωσης τοῦ Ἑλληνισμοῦ τοῦ Πόντου. Βεβαίως πρέπει νά τό ποῦμε αὐτό μέ τήν καθοδήγηση τῶν Γερμανῶν καί μάλιστα τοῦ στρατηγοῦ Λίμαν Φόν Σάντερς, ὁ ὁποῖος εἶχε στήν Τουρκία τήν εὐθύνη τῆς διοργανώσεως τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ.
Ἔτσι ἐπελέγησαν οἱ λευκοί λεγόμενοι θάνατοι, δηλαδή ἔβγαινε μία διαταγή πού ἔλεγε ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς τάδε περιοχῆς πρέπει νά ἐκτοπισθοῦν γιά τήν ἀσφάλειά τους τριακόσια τόσα χιλιόμετρα στό βάθος τῆς Ἀνατολίας. Κι ἔτσι ἐντός λίγων ὡρῶν ὁλόκληρα χωριά ἄδειαζαν καί πήγαιναν στό δρόμο τῆς ἐξορίας ὅπου βεβαίως μέσα στό χειμώνα καί μέσα στό κρύο καί τό δύσκολο κλίμα τῆς Ἀνατολίας οἱ περισσότεροι ἀπεβίωναν ἀπό τίς κακουχίες. Ὅσοι δέν ἔφταναν στόν τόπο τῆς ἐξορίας προσεβάλλοντο ἀπό τόν τύφο καί ἐκεῖ ἄφηναν τήν τελευταία τους πνοή».
Ὅταν τόν ρωτήσαμε «πῶς αἰσθάνεστε ἐσεῖς γόνος ξεριζωμένων Ποντίων πού εἶσθε σήμερα ἀρχιερεύς στήν προσφυγική περιοχή τῆς Δράμας», εἶπε ὅτι «σήμερα τά πράγματα εἶναι λίγο περίεργα γύρω ἀπό αὐτά τά πράγματα. Ἡ Ἑλλάδα παλεύει μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσης, δηλαδή ἔχουμε χάσει τόν βηματισμό μας, ποιοί εἴμαστε, τί εἴμαστε, ποῦ πᾶμε. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχήν θεμέλιος λίθος τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Βλέπουμε διάφορες, ἔτσι, ἑρμηνεῖες καί θεωρίες οἱ ὁποῖες μᾶς ἀποξενώνουν ἀπό τήν ταυτότητά μας, κι αὐτό μᾶς στενοχωρεῖ καί μᾶς ἀνησυχεῖ. Ἐμεῖς ὅμως πού ἔχουμε αὐτά τά βιώματα ἀρνούμεθα νά ἐπακολουθήσουμε αὐτή τή διαδρομή καί ἐμμένουμε σ’ αὐτό πού λέγει τό Γένος μας ὅτι ἐκφράζει ἡ Ρωμιοσύνη, πού σημαίνει Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνισμός, σύζευξη αὐτῶν τῶν δύο στοιχείων».
Μιλώντας γιά τήν πρώτη φορά πού συλλειτούργησε μέ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο, στήν ἱστορική Μονή τῆς Παναγίας Σουμελᾶ τοῦ Πόνου, εἶπε, «ἦταν μία πολύ δυνατή καί συγκινητική ἐμπειρία διότι δέν πήγαινα ἐγώ, ἀλλά πήγαιναν ὅλοι αὐτοί οἱ πρόγονοί μου, οἱ ὁποῖοι δέν μπόρεσαν νά πᾶνε. Ἡ προγιαγιά μου στήν ὁποία ὀφείλω πάρα πολλά στοιχεῖα ἀπό τήν ἠθική μου συγκρότηση τή δεκαετία δηλαδή τοῦ 1950-1960 συγκέντρωνε χρήματα γιά νά πάει προσκύνημα στήν πατρίδα της ἀλλά δέν μπόρεσε νά τό καταφέρει κι ἔφυγε μ’ αὐτό τό παράπονο. Ἐγώ ἤμουν τά πόδια της, ἤμουν ἡ ψυχή της πού πήγαινε σ’ αὐτόν τόν τόπο ὅπως καί ὅλων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων πού παρευρέθηκαν σ’ αὐτό τό σημαντικό γεγονός».
Εἶπε ἀκόμα πώς «κατά τήν ὥρα τῆς Λειτουργίας αἰσθανόμασταν μία ταύτιση μέ ὅλους ἐκείνους πού ἦταν ἐκεῖ, τίς ψυχές δηλαδή τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἀείμνηστος Φίλων Κτενίδης, ὁ ἱδρυτής τῆς Παναγίας Σουμελᾶ, στό ποίημά του “ἡ Καμπάνα τοῦ Πόντου” ἔχει μία στιχομυθία μεταξύ αὐτῶν πού φεύγουν καί τῆς Παναγίας ἡ ὁποία ἀποφαίνεται καί λέγει ὅτι οἱ πεθαμένοι θά μείνουν στόν τόπο αὐτόν πού γεννήθηκαν χιλιάδες χρόνια φύλακες καί μέρες μυριάδες καί θά περιμένουν τήν Λαμπρή καί τό Χριστός Ἀνέστη. Αὐτό δονοῦσε τήν ψυχή μας ἐκείνη τήν ὥρα κι ἐκεῖνες τίς στιγμές».
Στήν ἐρώτηση ποῦ πηγαίνει ἡ Ἑλλάδα σήμερα, ἔχει πυξίδα, ἔχει προσανατολισμό; ἀπάντησε: «Ἐάν ἑξαιρέσουμε τά οἰκονομικά προβλήματα καί δυσχέρειες, τά πνευματικά εἶναι ἐκεῖνα τά ὁποῖα μέ φοβίζουν πολύ περισσότερο διότι ἐδῶ ἐπικρατεῖ μία σύγχυση γύρω ἀπό αὐτά τά ζητήματα καί μᾶς θλίβει πάρα πολύ αὐτό, διότι ἔχουμε μία τεράστια πνευματική κληρονομιά ἁπλωμένη σ’ ὅλον τόν κόσμο, ταυτισμένη μέ τήν Ὀρθοδοξία μας καί αὐτήν κληρονομιά κινδυνεύομε νά τήν ἀπολέσουμε ὑπαιτιότητί μας. Αὐτό εἶναι κάτι πού πρέπει νά μᾶς προβληματίσει ὥστε νά ἀνασυντάξουμε τίς δυνάμεις μας καί στερεωμένοι πάνω σ’ αὐτή τήν ἀσάλευτη πέτρα τῆς Ὀρθόδοξης Πίστη μας νά ἀναδυθοῦμε σέ σύγχρονες μέν, ἀλλά ὄχι ἀπομακρυσμένοι ἀπό αὐτές τίς ἀρχές δράσεις γιά νά δώσουμε στούς ἀνθρώπους πράγματα πού τά ἔχουν πραγματικά ἀνάγκη».