Το Ελληνικό Έθνος, μέσα στην διαδοχή αιώνων είχε ως ευλογία δωρεάς το ριζικό να ανάγει διαρκώς την ταυτότητα της ιθαγένειάς του, σε ταυτότητα οικουμενική.
Ορόσημο στην ιστορία του το 1453, χρονιά κατάλυσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Άλωσης της Πόλης από τους Οθωμανούς και αρχή της Τουρκοκρατίας. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπήρξε υπερφυλετική και υπερεθνική γιατί ολόκληρη ήταν ένα Χριστιανικό Έθνος. Η συγγένεια ήταν πνευματική και όχι φυλετική το ομόπιστο και το ομόδοξο.
400 χρόνια Τουρκοκρατίας, δεν πέρασαν εύκολα και ανώδυνα. Οι υπόδουλοι Ρωμιοί είχαν να αντιμετωπίσουν πρώτα τα ίδια τους τα πάθη. Η δουλεία δεν βγάζει στην επιφάνεια ό,τι καλύτερο έχει ο άνθρωπος. Δεν ήταν λίγες άλλωστε οι ταπεινώσεις των χριστιανών. Η κατάσταση αυτή δημιούργησε μια συγκεκριμένη νοοτροπία, έπλασε τον τύπο του «ραγιά», του ευτελούς, του σκλάβου που τρέμει μπρος στον κατακτητή ή τον κολακεύει. Πέρα όμως από αυτά, η δουλεία άνοιξε φοβερές πληγές στο Σώμα του Γένους που αιμορραγούσε συνεχώς με άμεσο αποτέλεσμα τη δημογραφική του φθορά. Τέτοιες πληγές ήταν οι εξισλαμισμοί, το παιδομάζωμα, η αναγκαστική ναυτολογία και η πειρατεία.
Το πνεύμα όμως της αντίστασης, που έτρεφε η πίστη στη δυνατότητα Ανάστασης του Γένους δεν έσβησε ποτέ από τον λαό. Πάνω από 20 αξιοσημείωτες εξεγέρσεις σημειώθηκαν στη διάρκεια της δουλείας. Την αντίσταση του Γένους εναντίον των Οθωμανών ενσάρκωνε στην πράξη το κίνημα των Κλεφτών, οι οποίοι σχημάτιζαν οπλισμένες ομάδες πάνω στα βουνά για να σωθούν από την καταπίεση των Τούρκων.
Ο υπόδουλος όμως Ελληνισμός στην πνευματική του διάσταση δεν κλείστηκε ποτέ σε οποιαδήποτε σύνορα. Η Ελληνικότητα σώζεται και συνεχίζεται με την παιδεία. Η δίψα για μάθηση έμεινε πάντα το ίδιο έντονη και η λαϊκή ψυχή δεν έπαψε ποτέ να είναι αστείρευτη πηγή δημιουργίας. Περισσότερο ευνοϊκή θα είναι για την παιδεία από τα μέσα του 17ου αι. Η κοινοτική οργάνωση, η ανάπτυξη του εμπορίου, η βελτίωση του κοινωνικού επιπέδου, η διάδοση των βιβλίων βοήθησαν στην αύξηση του ζήλου για μάθηση και στον πολλαπλασιασμό των σχολείων. Σημαντική ήταν η προσφορά μεγάλων μορφών, των διδασκάλων του Γένους όπως ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Αθανάσιος Γόρδιος, ο Ηλίας Μηνιάτης και πολλοί άλλοι.
Από τις αρχές του 19ου αι. το όραμα της ελευθερίας έγινε ακόμη πιο βέβαιο. Οι Έλληνες απογοητευμένοι από τη στήριξη των ελπίδων τους στις ξένες δυνάμεις κυρίως μετά το συνέδριο της Βιέννης, στα 1815 πήραν την απόφαση να στηριχτούν στις δικές τους δυνάμεις. Τότε είδα –λέει ο Κολοκοτρώνης- πως ότι κάμομεν θα το κάμομεν μονάχοι και δεν έχουμε ελπίδα από τους ξένους.
Από εδώ και πέρα τα γεγονότα εξελίσσονται ραγδαία. Μέλη της Φιλικής Εταιρείας περιέρχονται πόλεις και χωριά και ξεσηκώνουν τον πληθυσμό. Στις 22 Φεβρουαρίου 1821 ξεσπάει η επανάσταση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Αρχηγός της ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και μαζί του 500 φοιτητές, ο Ιερός Λόχος μάχονται με ηρωισμό. 23 Μαρτίου ελευθερώνεται η Καλαμάτα.
Ποιος όμως ήταν κυρίως ο στόχος της Επανάστασης; Η πλειοψηφία των ιστορικών μας συμφωνεί ότι το 1821 είχε μεγαλοϊδεατικό – ρωμέικο χαρακτήρα. «Να φτιαχτεί το ρωμέικο» ήταν ο πόθος του Γένους από την πρώτη στιγμή της πτώσης του, όπως σώθηκε στα δημοτικά μας τραγούδια. Οι Ρωμιοί άρχισαν να επαναστατούν τον 19ο αι., για να ξαναγίνει κράτος η χώρα τους με τον ορθόδοξο πολιτισμό της που με υπερηφάνεια και θυσία τον διαφύλαξαν στα σκληρά χρόνια της αραβοκρατίας, της φραγκοκρατίας και της τουρκοκρατίας. Το «ποθούμενο» ήταν η ανάσταση όλων των υπόδουλων στην Τουρκία ορθοδόξων και όχι η εθνικιστικής τους κατάτμηση σε συμβατικές κρατικές οντότητες με βάση (όραμα του Ρήγα). Αυτό το όραμα παρόλες τις μεγάλες θυσίες που έγιναν για να αποκτηθεί η ελευθερία, χάνεται στα 1830 με την ίδρυση και αναγνώριση από την Ευρώπη του Ελληνικού κράτους και τη βαυαροκρατία.
Ο Ελληνισμός αναγκάστηκε, εξαιτίας της ασυνεννοησίας του να υποτάξει τα όνειρά του στην πολιτική των Μεγάλων της Ευρώπης, αφού από τη θέλησή τους θα εξαρτάται και η κρατική τους υπόσταση. Η «Μεγάλη Ιδέα» έμεινε απλή ιστορική μνήμη, για να μπορεί τόσο στο πλαίσιο του Ελληνικού κράτους όσο και στο χώρο της συνεχιζόμενης διασποράς του να διακρίνει τα ίχνη της πορείας του μέσα στον παρατεινόμενο ιστορικό χρόνο.
Από το 1453 μέχρι σήμερα διαπιστώνουμε ότι η παρουσία του Ελληνισμού συνοδεύεται από μια παραδοξότητα. Η δουλεία, παρά το καταθλιπτικό της βάρος δεν επέφερε τη νέκρωσή του. Γιατί όπως αποδείχτηκε, τον υπέταξε μόνο σωματικά. Οι ψυχές και το φρόνημα έμειναν αδούλωτες. Αντίθετα η απελευθέρωση απέδειξε –και είναι τρανή απόδειξη για αυτό οι ισχυρότατες πιέσεις αλλοτριώσεως που δέχεται ο πνευματικός και κοινωνικός κορμός του έθνους, χωρίς να έχει δυνάμεις αντίστασης- ότι η ελευθερία μπορεί να φανεί καταστροφική, αν η ψυχή χάσει την αυτοσυνειδησία της και το φρόνημα αλλοτριωθεί.
Σε στιγμές συναισθηματικής έξαρσης από τη διαπίστωση αυτή, σημείωσε ο στρατηγός Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματά του: «Ανς μας έλεγε κανένας αυτήνη την λευτεριά, όπου γευόμαστε, θα παρακαλούσαμεν τον Θεόν να μας αφήσει εις τους Τούρκους άλλα τόσα χρόνια, όσο να γνωρίζουν οι άνθρωποι τι θα ειπεί πατρίδα, τι θα ειπεί θρησκεία, τι θα ειπεί φιλοτιμία, τι αρετή και τιμιότη».
Ο Μακρυγιάννης άφησε να ακουστεί ο σπαραγμός της καρδιάς του, όταν είδε να κινδυνεύει το Γένος να χάσει στην ελευθερία ό,τι δεν έχασε στη δουλειά, αποβαίνοντας μεταπρατικός χώρος των δυνάμεων εκείνων, που με τόση αποτελεσματικότητα είχε αποκρούσει στη δουλεία.
200 χρόνια μετά καλούμαστε φέτος να τιμήσουμε την επέτειο της Παλιγγενεσίας. Κλήθηκαν νωρίτερα οι πρόγονοί μας να το κάνουν στη συμπλήρωση των 100 χρόνων το 1921, ο εορτασμός όμως δεν πραγματοποιήθηκε εξαιτίας έκτακτων συνθηκών της Μικρασιατικής Εκστρατείας και την Καταστροφή που ακολούθησε. Σήμερα, υπό την απειλή της πανδημίας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, καλούμαστε να αρδεύσουμε από τις ζωντανές πηγές της παράδοσης και τις υγιείς δυνάμεις του έθνους μας ώστε να πορευτούμε με αυτοσυνειδησία, άξιοι της ελευθερίας, μακριά από τον νοσηρό ελληνοκεντρισμό που γεννά την εθνικιστική αφροσύνη αλλά και την υφέρπουσα α-τοπία, την άρνηση της εθνικής μας ταυτότητας.
Σημείωση: Υιοθετήθηκε το κείμενο της φιλολόγου κυρίας Ρωμανού Ιωάννας.
Ο Δήμαρχος
Θεμιστοκλής Ζεκερίδης