Μια διεθνής ερευνητική ομάδα με επικεφαλής επιστήμονες του Κέντρου Γενετικής Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολή Keck του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας(USC) και του Κέντρου «USC Norris Comprehensive Cancer Center» εντόπισε μεταλλάξεις σε έντεκα γονίδια, που σχετίζονται με επιθετικές μορφές καρκίνου του προστάτη.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη σε κλίμακα μελέτη για τον καρκίνο του προστάτη που έγινε ποτέ και αφορά στη διερεύνηση των εξωνίων, δηλαδή των βασικών τμημάτων του γενετικού κώδικα που περιέχουν τις οδηγίες για την παραγωγή πρωτεϊνών.
Οι επιστήμονες ανέλυσαν δείγματα αίματος από περίπου 17.500 ασθενείς ευρωπαϊκής καταγωγής με καρκίνο του προστάτη, από τους οποίους οι 9.185 είχαν επιθετική νόσο και οι 8.361 όχι, και συνέκριναν τη συχνότητα των μεταλλάξεων μεταξύ των δύο ομάδων.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «JAMA Oncology», αποκάλυψε μεταλλάξεις που σχετίζονται με υψηλότερο κίνδυνο για πιο επιθετικό και θανατηφόρο καρκίνο του προστάτη και οι οποίες δεν περιλαμβάνονται επί του παρόντος σε πίνακες γενετικών εξετάσεων.
Διαπίστωσαν επίσης ότι κάποια γονίδια που αποτελούν σήμερα μέρος τέτοιων γενετικών εξετάσεων δεν συνδέονται με τον κίνδυνο για επιθετική νόσο.
«Τα αποτελέσματα δεν είναι απολύτως οριστικά, αλλά είναι σαφές ότι πρέπει να γίνει περισσότερη δουλειά για να καθοριστεί σε ποια γονίδια θα πρέπει να επικεντρωθούν οι ογκολόγοι στις εξετάσεις», επισημαίνει ο καθηγητής Δημόσιας Υγείας στην Ιατρική Σχολή Keck, Κρίστοφερ Χάιμαν, ένας από τους συγγραφείς της μελέτης.
Κάποιες μεταλλάξεις που βρέθηκαν στη μελέτη, εμφανίστηκαν και σε ορισμένους ασθενείς που δεν είχαν επιθετική νόσο. «Αυτό υποδηλώνει ότι μεταλλάξεις σε αυτούς τους ανθρώπους μπορεί να τους θέτουν σε μεγαλύτερο κίνδυνο να γίνει ο καρκίνος τους αργότερα πιο προχωρημένος.
Ενώ ο έλεγχος επικεντρώνεται σε άνδρες με προχωρημένη νόσο ή οικογενειακό ιστορικό, η εύρεση ασθενών με λιγότερο προχωρημένη νόσο που φέρουν αυτές τις γενετικές παραλλαγές μπορεί να τους επιτρέψει να λάβουν στοχευμένες μορφές θεραπείας νωρίτερα», εξηγεί ο κ. Χάιμαν.
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι τα αποτελέσματα της έρευνας θα μπορούσαν να βελτιώσουν τη θεραπεία και να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο προσδιορίζεται ο κίνδυνος επιθετικής νόσου.