ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

 

ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

  •  «Λαοί, που χάνουν τη μνήμη τους, μοιραία οδηγούνται στον αφανισμό» (Σύγχρονος θυμόσοφος λαϊκός λόγος)

 

Προτού προβώ στην παρουσίαση του πονήματος του καλού φίλου και εκλεκτού συμπατριώτη Λεωνίδα Γαλανόπουλου, θα ήθελα εκ μέσης καρδίας να τον ευχαριστήσω για την όντως τιμητική προσφορά, την οποία είχε την ευγένεια να συνοδεύσει με μια συγκινητική αφιέρωση.

Αν και πέρασε ένας αιώνας από το ανηλεές ξερίζωμα, με τη συνεργασία των Δυνατών της Ευρώπης, του Ελληνισμού του Πόντου από τα μυρωμένα και αγιασμένα χώματα της Ανατολής, τα βλαστάρια των Ποντίων δεν είναι διατεθειμένα να απογαλακτισθούν από τη δικαιολογημένη «ανάκληση», που δεν λέει να ξεθωριάσει από τις ψυχές τους.

Και αυτή η ανάκληση εξακολουθεί να αποτυπώνεται νοερά σε καλαίσθητα πονήματα, ευλαβικά μνημόσυνα για τις ψυχές των «πάντα τεθνεώτων Ελλήνων του Πόντου».

Στη χορεία των καλαίσθητων αυτών πονημάτων συγκαταριθμείται και ο «Αρκαδικός» του Λεωνίδα Δαμ. Γαλανόπουλου.

Το πόνημα, τελευταίο στη σειρά των εκδόσεων της «μακαριστής» ΔΕΚΠΟΤΑ εξικνείται σε 323 σελ., σχήματος 17 Χ 24.

Την έκδοση χαιρετίζουν οι: Δήμαρχος Δράμας, Πρόεδρος της πάλαι ποτέ ΔΕΚΠΟΤΑ και ο καθηγητής του Α.Π.Θ. Παν. Σελβιαρίδης, ενώ την ευλογεί ο Σεπτότατος Ιεράρχης κ. Παύλος.

Ομολογώ ότι με εξέπληξε το πόνημα όχι μόνο για το περιεχόμενό του, αλλά και για τον τρόπο γραφής, τη γλώσσα του και τη διάρθρωσή του.

Ο Συγγραφέας του πονήματος με σαφήνεια παραθέτει τη ζωντανή ιστορία ξεριζωμένων Ποντίων, που, ύστερα από ανείπωτες δοκιμασίες, στήσανε τη νέα ζηλευτή τους πατρίδα τρία μόλις χιλιόμετρα από το κέντρο της Δράμας, με κόπο πολύ, αγάπη ζηλευτή, διάθεση πηγαία, αφού βάλανε στο περιθώριο τον βαθύ τους πόνο, χωρίς βέβαια να τον ξεριζώσουν από τις ψυχές τους και χωρίς να του επιτρέψουν να λειτουργήσει ως ανασταλτικός παράγοντας δημιουργίας. Και δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Αυτή είναι η αρετή των Ποντίων, παρά τις τόσες άλλες αδυναμίες τους, να δημιουργούν και να μετατρέπουν την άρνηση αποδοχής σε θαυμασμό και γιατί όχι και σε έπαινο! Ήρθαν με χιλιοπληγωμένη την ψυχή να συμβάλουν στο χτίσιμο μιας νέας Ελλάδας, να θωρακίσουν τα βόρεια σύνορά της, να ανοίξουν διάπλατα τις αγκαλιές τους και να επαληθεύσουν ότι, καίτοι διάβηκαν αιώνες, εξακολουθούν να είναι ιερουργοί του Ξενίου Διός.

Διατρέχοντας τις σελίδες του πονήματος μοιραία ο αναγνώστης δεν μπορεί να κρύψει τον βαθύ του πόνο για όσα υπέστησαν οι Πόντιοι, αλλά και για να χαρεί τις αρετές τους, που ξέρουν να αποκλείουν τα στερεότυπα, να καταδικάζουν τις διαχωριστικές γραμμές και τις αγκυλώσεις. Το πνεύμα της συναδέλφωσης κυριαρχεί στις ψυχές τους. Και αυτό το αποτυπώνει με τρόπο σεμνό χωρίς φτηνές εξάρσεις ο Συγγραφέας.

Ο «Αρκαδικός» βρήκε στο πρόσωπο του Γαλανόπουλου τον πρεσβευτή της εξόδου του από τη μερική αφάνεια και εξελίχθηκε σ’ έναν οικισμό, που δίκαια γίνεται πόλος έλξης για νέα εγκατάσταση. Στους πρόσφυγες από την Αμισό του Πόντου συμπληρώνονται οι φιλόπονοι και φιλήσυχοι Βωλακιώτες, οι πρόσφυγες από το Νευροκόπι, το Παρανέστι, την Πλατανιά. Και όλοι αυτοί πορεύονται σε αγαστή συμβίωση χωρίς καν την υπόνοια ακόμη ύψωσης τείχους μεταξύ τους. Αρετή των Ποντίων, που ξέρουν να συναδελφώνονται και να συμβιούν ειρηνικά.

Το όλο πόνημα διαρθρώνεται σε 14 ενότητες. Στην πρώτη εκτίθενται σε αδρές γραμμές τα αναγκαία ιστορικά στοιχεία, στη δεύτερη η Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού, το στίγμα του 20ου αιώνα για την πολιτισμένη Ευρώπη, που, χάρη στα άθλια συμφέροντά της, έκλεισε τα μάτια, στην Τρίτη και στην τέταρτη η εγκατάσταση στη νέα πατρίδα και η λύση των προβλημάτων, που μοιραία ανέκυψαν, στην Πέμπτη το φυσικό περιβάλλον, στην έκτη η λατρευτική ζωή, στην έβδομη η παιδεία, κυρίαρχο μέλημα των Ποντίων, στην όγδοη η αξιοπρόσεκτη εθιμική και κοινωνική ζωή, στην ένατη οι οδυνηρές εικόνες της κατοχής και του βλακώδους αδελφοκτόνου σπαραγμού, στην ενδέκατη η επέκταση του οικισμού.

Θα σταθώ ιδιαίτερα στη δωδέκατη ενότητα, στη ζωντανή ιστορία, που με ιώβεια υπομονή κατέγραψε μέσα από τις αβίαστες και φυσικές αφηγήσεις των κατοίκων ο Συγγραφέας. Αφηγήσεις που ματώνουν την ψυχή του αναγνώστη και αφήνουν να αιωρείται ένα αξεθώριαστο και τεράστιο ΓΙΑΤΙ;

Από τη δέκατη τρίτη ενότητα θα αποσπάσω τη θυμόσοφη φράση του Ελβετού φιλοσόφου Ραμαντάν, που τόσο εύστοχα παραθέτει ο Συγγραφέας: «Εχθροί μας δεν είναι οι πρόσφυγες, αλλά αυτοί που τους έκαναν», μια αλήθεια που δεν ξεθωριάζει όσο και αν διαβαίνουν οι αιώνες.

Ορθώς έπραξε ο Συγγραφέας να διανθίσει το πόνημά του με φωτογραφικό υλικό, κομμάτι αδιάψευστο της ιστορικής αλήθειας, αφού κατά την κινέζικη θυμοσοφία «μια φωτογραφία χίλιες λέξεις».

Και κλείνει το πόνημα με την παράθεση των πηγών και βοηθημάτων, που συμβουλεύτηκε ο Συγγραφέας για τη σύνθεση του πονήματός του, στοιχεία απαραίτητα όχι μόνο για κάθε σοβαρό πόνημα, αλλά και χρέος καθενός, που επιχειρεί να αγγίζει τον βαρύγδουπο κονδυλοφόρο. Και αυτό κάνει ο Γαλανόπουλος.

Κλείνοντας θα ήθελα να διατυπώσω την ευχή: Τον καλό δρόμο, που άνοιξε ο Συγγραφέας, να συνεχίσει να τον πορεύεται. Μπορεί να το κάνει. Μην το αμελήσει.

Και έδωσε σαφή και πειστικά δείγματα του εύστοχου χειρισμού της πέννας. Καλοτάξιδος ο «Αρκαδικός» του. Αναμένουμε και άλλα.