Στην ομιλία της κατά τη συζήτηση επί της προτάσεως δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης, την Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023, η Βουλευτής Ν. Δράμας και υπεύθυνη Τομέα Παιδείας και Θρησκευμάτων του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής κ. Χαρά Κεφαλίδου ανέφερε τα εξής:

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Αλάνθαστος είναι μόνο όποιος δεν κάνει τίποτα. Όταν ασκείς πολιτική ακόμη και με τις ευγενές προθέσεις, είναι απολύτως βέβαιο ότι θα κάνεις και λάθη. Αλλά δεν βρισκόμαστε εκεί σήμερα. Η πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να ήταν μια ευκαιρία, για να συζητήσουμε διεξοδικά τα ατοπήματα των κυβερνητικών χειρισμών στην υπόθεση των υποκλοπών με στόχο να δούμε τις αστοχίες και τα κενά του συστήματος και να θωρακίσουμε τους θεσμούς της δημοκρατίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όχι χωρίς λόγο αλλά ούτε και χωρίς πάτημα που του προσέφερε η κυβερνητική αλαζονεία, άδραξε την τελευταία ευκαιρία να επιδείξει την ύπαρξή του σε μία προσπάθεια να ενισχύσει την πολλαπλώς τρωθείσα εικόνα του ενόψει των προσεχών εκλογών. Και επειδή κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τον εαυτό του, ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε αυτό που ξέρει καλά, επενδύει για άλλη μια φορά στην πόλωση και την τοξικότητα μεταβάλλοντας μια κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία σε περιβάλλον γηπεδικής σύρραξης. Βέβαια, ο χορός θέλει δύο και η Κυβέρνηση έσπευσε να γίνει ο απαραίτητος παρτενέρ.

Μπορούσε να κάνει αλλιώς η Κυβέρνηση; Φυσικά, και μπορούσε. Μπορούσε εξ αρχής μετά το βιαστικό «συγγνώμη, λάθος» του Πρωθυπουργού για τη νόμιμη επισύνδεση του Προέδρου μας Νίκου Ανδρουλάκη και την άρον – άρον αποπομπή δύο-τριών στελεχών, αντί να κλείσει στα γρήγορα μια υπόθεση που μυρίζει παρακράτος, να κάνει αυτό που εξήγγειλε, ενδελεχή έλεγχο, να επιτρέψει στα αρμόδια θεσμικά όργανα να κάνουν τη δουλειά τους. Αντί για πασπάλισμα με σκόνη συσκότισης και προσχηματικούς χειρισμούς, να επιτρέψει να πέσει φως σε μια υπόθεση που προσβάλλει κάθε πολίτη, λερώνει το σύνολο του πολιτικού κόσμου και θέτει εν αμφιβόλω το κράτος δικαίου. Αντ’ αυτού επέτρεψε στο ΣΥΡΙΖΑ, τον αυτόκλητο σωτήρα της πλατείας των αγανακτισμένων, που συγκυβέρνησε αγκαζέ με τη χυδαία ακροδεξιά, που οδήγησε τη χώρα ένα βήμα πριν την καταστροφή, ενώ ταυτόχρονα εξαπέλυε μια πρωτοφανή επίθεση στους θεσμούς, να κουνά σήμερα το δάχτυλο και να έχει και δίκιο.

Το 2019 η Κυβέρνηση ανέλαβε τις τύχες μιας όντως πολυτραυματισμένης χώρας υποσχόμενη κράτος δικαίου, διαφάνεια και ισχυροποίηση των θεσμών. Κατάφερε, πράγματι, να αντιμετωπίσει εξωγενείς κρίσεις και κυρίως να αποκαταστήσει την εικόνα ανυποληψίας της χώρας που είχε φτιάξει με τις πολιτικές της για πρώτη φορά Αριστερά. Καλά όλα αυτά, αλλά είναι η σύγκριση με το ΣΥΡΙΖΑ που τα κάνει να φαίνονται πιο εντυπωσιακά από ό,τι όντως είναι.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η σύγκριση πεπραγμένων Κυβέρνησης και Αξιωματικής Αντιπολίτευσης αποτελεί το μέτρο της πολιτικής αδυναμίας Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ να δώσουν πραγματικές απαντήσεις σε έναν βόρβορο αποκαλύψεων, που μυρίζει σήψη και τελικά απομακρύνει το εκλογικό σώμα. Έτσι, επιλέξατε να πορευτείτε μέχρι τις εκλογές και αυτή η επιλογή αφορά και τους δυο σας: ο ένας μονομάχος κλείνοντας προχείρως δύσοσμες υπαρκτές τρύπες των δημοκρατικών θεσμών μας και ο άλλος προσθέτοντας λάσπη και σκουπίδια με την ελπίδα μιας νέας αναταραχής-ωραίας κατάστασης από αυτές που τραυμάτισαν τη χώρα και μάτωσαν τους πολίτες, για να έχει ένα “raison d’ être” και ο κ. Τσίπρας.

Και για να απαντήσω και στους συναδέλφους της συμπολίτευσης, στόχος, αγαπητοί συνάδελφοι, κάθε δημόσιας αρχής, κάθε δημόσιας υπηρεσίας, κάθε λειτουργού και κάθε πολίτη αυτής της χώρας, της ΑΔΑΕ συμπεριλαμβανομένης, υπήρξε πάντα η προάσπιση της δημοκρατίας μας.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν κρύβεται η προσπάθεια της ίδιας της Κυβέρνησης να μη γίνει πραγματική συζήτηση για την ουσία της πρότασης δυσπιστίας που κατέθεσε για τους δικούς της του ευτελείς λόγους ο ΣΥΡΙΖΑ. Έχει γίνει εξαρχής φανερό ότι η Κυβέρνηση προτιμά να εξαντληθεί η συζήτηση σε συμψηφισμούς εκατέρωθεν παρανομιών, περιφρόνηση θεσμών και αρχών και τελικά περιφρόνηση του ελληνικού λαού, στον οποίον υποτίθεται ότι υπηρετούμε όλοι εμείς εδώ.

Η πρόταση δυσπιστίας αφορά τις διαπιστωμένες παρακολουθήσεις πλήθους δημόσιων λειτουργών, πολιτικών, στρατιωτικών, δημοσιογράφων και συνακόλουθα απροσδιόριστου αριθμού πολιτών, δηλαδή όλων των επαφών των παρακολουθούμενων. Αφορά, επίσης, και την πεισματική άρνηση της Κυβέρνησης να ακουστούν οι διαπιστώσεις που έκανε η ΑΔΑΕ, το αρμόδιο δηλαδή θεσμικό όργανο, και παρέδωσε σε όλους τους πολιτικούς αρχηγούς.

Σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου όλα αυτά συνιστούν ένα πρόβλημα που μας αφορά όλους και όλοι μαζί πρέπει να το λύσουμε. Αντ’ αυτού, Κυβέρνηση και Αξιωματική Αντιπολίτευση επιλέξατε να ευτελίσετε τη συζήτηση σε μία κόντρα χωρίς ουσία και χωρίς αποτέλεσμα. Θερμά συγχαρητήρια και στους δυο σας!

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η συνταγματική προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών είναι προϋπόθεση δημοκρατίας. Οι όποιοι προβλεπόμενοι περιορισμοί του δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να φτάνουν στην αποψίλωσή του. Αυτό, όμως, που διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μας είναι ένας στυγνός ευτελισμός, που όσο δεν αποφασίζουμε να τον σταματήσουμε, η πορεία της χώρας προς τις εκλογές θα γίνεται όλο και πιο τοξική. Η Κυβέρνηση δεν πρόκειται να απαλλαγεί των βαρύτατων ευθυνών της για τη μετατροπή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών σε εθνική υπηρεσία παρακολουθήσεων, ακόμη και μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας με την προδιαγεγραμμένη παροχή ψήφου εμπιστοσύνης. Το Κοινοβούλιο δεν είναι κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Ο ελληνικός λαός μάς βλέπει και τον λογαριασμό θα τον στείλει σε όποιον πρέπει είτε με απλή είτε με ενισχυμένη αναλογική.

Ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ έχει από το Σύνταγμα, τον Κανονισμό της Βουλής και τον νόμο υποχρέωση, όχι δικαίωμα, να ενημερώνει τη Βουλή, τους Αρχηγούς των κοινοβουλευτικών κομμάτων, τον Υπουργό Δικαιοσύνης για θέματα άρσης απορρήτου επικοινωνιών, είτε αυτό βολεύει την όποια Κυβέρνηση είτε όχι. Άρθρο 8, παράγραφος 6 του ν.5002/2002.

Έκανε πολύ σωστά ο Πρόεδρος της Βουλής που ζήτησε τη γνωμοδότηση του Επιστημονικού Συμβουλίου. Η ενημέρωση, όμως, που παρέχει η ΑΔΑΕ επί της ουσίας είναι αναπόσπαστο τμήμα της συστηματικής εγγύησης και της προστασίας του απορρήτου από την ΑΔΑΕ, την οποία εγγυάται και το Σύνταγμα. Εάν κάπου υπάρχουν διαδικαστικά θέματα, εδώ είμαστε να τα διευθετήσουμε. Είναι αδιανόητο, όμως, να κατηγορείται μια ανεξάρτητη αρχή για την ενημέρωση της Βουλής, όταν αυτό προβλέπεται ρητά στον νόμο.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, όταν η αντιπολίτευση σύσσωμη και με ισχυρότατα επιχειρήματα εγκαλεί την Κυβέρνηση, δεν είναι έντιμο ούτε καν έξυπνο -θα σας έλεγα- να σφυρίζετε αδιάφορα ή ακόμη χειρότερα να επιστρατεύετε τους δικούς σας ανεμιστήρες λάσπης επί δικαίων και αδίκων.

Όσο και αν είναι προφανής η στόχευση του ΣΥΡΙΖΑ καταθέτοντας αυτή την πρόταση δυσπιστίας, δηλαδή η ψηφοθηρία και η συσπείρωση του ακροατηρίου της, η Κυβέρνηση παραμένει ανεπανόρθωτα εκτεθειμένη απέναντι πρώτα απ’ όλα στον εαυτό της –γιατί δικό της είναι το πρόβλημα- αλλά και σε κάθε πολίτη προσωπικά.

Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα, τα αναπτυξιακά επιτεύγματα και οι επενδυτικές βαθμίδες ποτέ δεν μπορούν να αντισταθμίσουν το δημοκρατικό έλλειμμα, τη δοκιμασία των θεσμών και το κράτος δικαίου, ειδικά όταν προέρχονται από ένα κόμμα που τα έκανε σημαία, για να εκλεγεί.

Αυτά για να μην ξεχνιόμαστε, όταν θα τα βρούμε μπροστά μας προσεχώς.

Ευχαριστώ πολύ.