ΧΑΡΑ ΚΕΦΑΛΙΔΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ Ν. ΔΡΑΜΑΣ

Ερώτηση προς τους Υπουργούς Οικονομικών κ. Χρήστο Σταϊκούρα και Εσωτερικών κ. Μάκη Βορίδη, με θέμα «Κραυγή αγωνίας από τους παλιννοστούντες ομογενείς για τα στεγαστικά τους δάνεια», κατέθεσαν Βουλευτές του Κινήματος Αλλαγής, μεταξύ των οποίων και η Βουλευτής Ν. Δράμας κ. Χαρά Κεφαλίδου.

Η ερώτηση έχει ως εξής:

Για ακόμη μία φορά, τόσο μέσω δικαιολογημένων πιέσεων των ενδιαφερομένων, όσο και μέσω των ΜΜΕ, έρχεται στην επιφάνεια το μείζον ζήτημα της ανάγκης διευθέτησης των στεγαστικών δανείων των παλιννοστούντων ομογενών, εν μέσω της οικονομικής στενότητας που δημιουργούν οι περιοριστικές συνθήκες της πανδημίας, σε διάφορες ευάλωτες οικονομικά και κοινωνικά ομάδες του πληθυσμού.

Μετά τη λύση του πρώην Εθνικού Ιδρύματος Υποδοχής και Αποκατάστασης Ομογενών Ελλήνων στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η διαχείριση των ακινήτων του περιήλθε στις Περιφέρειες της χώρας και εν συνεχεία, μετά την εφαρμογή του «Καλλικράτη», οι σχετικές αρμοδιότητες και η περιουσία του ιδρύματος περιήλθαν στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, όπως και στην Διεύθυνση Αστικής Κατάστασης και Κοινωνικών Υποθέσεων, ευθύνη της οποίας είναι η επιμέτρηση των κατοικιών, η έκδοση των σχετικών τίτλων ιδιοκτησίας και η παραχώρηση οικοπέδων και χωραφιών.

Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να επισημανθεί πως οι δανειολήπτες παλιννοστούντες ομογενείς έλαβαν στεγαστικά δάνεια ύψους 60.000 ευρώ στο πλαίσιο του κρατικού προγράμματος της στεγαστικής τους αποκατάστασης, το οποίο έλαβε χώρα μεταξύ των ετών 1990 και 2004, με το Ελληνικό Δημόσιο να παρέχει εγγύηση της τάξης του 100%, επιδοτώντας παράλληλα το επιτόκιο κατά 60%. Επιπλέον θα πρέπει να σημειωθεί πως εκείνη την περίοδο, οι προϋποθέσεις για την χορήγηση των εν λόγω δανείων ήταν πολύ ελαστικότερες απ’ ό,τι οι σημερινές, τόσο ως προς την ηλικία των δικαιούχων, όσο και ως προς την εργασιακή τους κατάσταση.

Σήμερα, ωστόσο, και υπό το βάρος των αρνητικών εξελίξεων της πανδημίας πολλοί παλιννοστούντες από την πρώην Σοβιετική Ένωση έρχονται σχεδόν καθημερινά αντιμέτωποι με διαταγές πληρωμής για το σύνολο της οφειλής στεγαστικών τους δανείων. Αυτό συμβαίνει δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 103 του ν.4549/2018 της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και της κατ΄ εξουσιοδότηση του εν λόγω άρθρου συναφούς εκδοθείσας Υπουργικής Απόφασης 2/94253/0025/21.12.2018, που προβλέπουν ότι δάνεια με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου (ΕΔ) δύνανται να ρυθμίζονται μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και των δανειοληπτών χωρίς την παρέμβαση του ΕΔ…

Το πρόβλημα βέβαια επιτείνεται επί τα χείρω και από την 2/18649/0025/5-6-2020 Απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών της σημερινής κυβέρνησης, που αφορά τα δάνεια που δόθηκαν με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου και κατ΄ ουσία έδωσαν το «πράσινο φως» στα πιστωτικά ιδρύματα για την αύξηση των πιέσεων απέναντι στους δανειολήπτες, με την αποστολή ειδοποιητηρίων, περί μεταβίβασης των ανεξόφλητων οφειλών στις αρμόδιες ΔΟΥ ή μέτρων αναγκαστικής είσπραξης και κατάσχεσης σε βάρος τους, ενώ – όπως έγινε γνωστό – απαιτούν από όποιον οφειλέτη ζητά ρύθμιση των δόσεων του δανείου του, να αποποιηθεί την συγκεκριμένη μορφή δανείου, που φέρει την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου.

Δεδομένου ότι ο αριθμός των παλιννοστούντων ομογενών που αντιμετωπίζουν σήμερα πρόβλημα με το στεγαστικό τους δάνειο υπολογίζεται Πανελλαδικά σε περίπου 40.000 και αυτό που ζητούν πλέον είναι μια ρύθμιση προκειμένου να μπορέσουν να σώσουν τα σπίτια τους, που για τους περισσότερους ήταν όνειρο ζωής.

Δεδομένου ότι το όλο ζήτημα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί από πλευράς της Πολιτείας με ιδιαίτερη ευαισθησία, όχι μόνο γιατί τα συγκεκριμένα δάνεια αφορούν μια ιδιαίτερα ευάλωτη κοινωνική ομάδα, αλλά κι επειδή εξαρχής χορηγήθηκαν με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, με σκοπό την ομαλή οικονομική και κοινωνική ένταξη των παλιννοστούντων ομογενών στις βόρειες κυρίως περιοχές της χώρας.

Ερωτώνται οι συναρμόδιοι κ. Υπουργοί:

Αν είναι σε γνώση τους όλα τα παραπάνω, κι αν ναι, πως προτίθενται να επιλύσουν το πρόβλημα της ρύθμισης των δανείων των παλιννοστούντων ομογενών, οι οποίοι σήμερα αντιμετωπίζουν σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι άλλες κοινωνικές ομάδες τον κίνδυνο να χάσουν τα σπίτια τους;