ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

Σε προηγούμενο άρθρο μου αναφέρθηκα γενικά στην κριτική την αντικειμενική, η οποία συμβάλλει αποφασιστικά στην ορθή λειτουργία της δημοκρατίας.

Σήμερα θα την εξειδικεύσω στον χώρο της πολιτικής ζωής, στην κριτική δηλαδή, η οποία ασκείται τόσο στον χώρο του κοινοβουλίου, όσο και από το γραπτό και ηλεκτρονικό Τύπο.

Ασφαλώς η άσκηση κριτικής από τα αντιπολιτευόμενα κόμματα την ασκούσα την εξουσία πολιτική παράταξη θεωρείται απόλυτα αναγκαία, αφού αυτή θέτει φραγμό στην παρεκτροπή της εξουσίας, η οποία κατά καιρούς παρεκτρέπεται προκειμένου να προσπορισθεί ίδιον όφελος, ικανοποιώντας αθέμιτα αιτήματα της εκλογικής της πελατείας ή και πειθαρχώντας στις βουλήσεις εξωκρατικών δυνάμεων οι οποίες με το κύρος τους ρυθμίζουν αρκετές φορές τη νόμιμη φαινομενικά κατάκτηση της εξουσίας.

Τόσο στη μια περίπτωση, όσο και στην άλλη οι επιδιώκοντες την κατάκτηση της εξουσίας παραβιάζουν σοβαρά τις αρχές του δικαίου, κάτι που τους αναγκάζει να νοθεύουν τη λαϊκή βούληση μετατρέποντας τον κυρίαρχο λαό σε κατ’ επίφαση ρυθμιστή της δημοκρατίας.

Και μπορεί ο κυρίαρχος λαός στα δημοκρατικά πολιτεύματα να παραχωρεί την υπέρτατη αυτή δύναμή του σε παράταξη ή παρατάξεις για να διαχειρισθούν τις τύχες του, να επιλύσουν τα προβλήματά του, να διαφυλάξουν την εδαφική του ακεραιότητα, να κάνουν ορθή χρήση του ιδρώτα κα του αίματός του, να τον προστατεύσουν από παρεκτροπές, να σεβασθούν την ομαλή κοινωνική συμβίωσή που αυτόκλητα αναλαμβάνουν να υπηρετήσουν – σπάνια ο λαός καλεί κάποιους φωτισμένους ηγέτες να αναλάβουν τη διαχείριση της τύχης του – η παραχώρηση όμως αυτή δεν γίνεται με μορφή λευκής επιταγής, αλλά με όρους αυστηρούς και πάντοτε μέσα στα πλαίσια της ευνομίας.

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η άρχουσα πολιτική παράταξη παρεκκλίνει του άγραφου συμβολαίου, το οποίο υπέγραψε με το λαό, τότε προβάλλει αναγκαστικά το χρέος των αντιπολιτευόμενων παρατάξεων να ασκήσουν με πλήρη συναίσθηση το καθήκον τους και να θέσουν φραγμό στην παρεκτροπή.

Και βέβαια αυτή, η καθ’ όλα αναγκαία παρέμβαση θα πρέπει να συντελείται με υπευθυνότητα και με εξακρίβωση της παρεκτροπής προτάσσοντας πάντοτε τη λυδία λίθο για την επισήμανση της σκόπιμης παρεκτροπής.

Σ’ αυτήν την περίπτωση ο συνετισμός θα πρέπει να γίνεται με κόσμιο λόγο, αποφεύγοντας τους αγοραίους χαρακτηρισμούς, οι οποίοι αντί να οδηγήσουν την παρεκτρεπομένη εξουσία στην ορθή οδό, προκαλούν φραστική αντίδραση ελάχιστα τιμητική, οδηγούν σε όξυνση παθών, διχάζουν και προκαλούν κάποτε οδυνηρές συγκρούσεις.

Η γλώσσα μας είναι τόσο πλούσια και τόση ευγένεια τη χαρακτηρίζει, ώστε, χρησιμοποιούμενη κατάλληλα, μπορεί να οδηγήσει σε συνετισμό, σε αποφυγή λαθών, τα οποία αναμφίλεκτα θα βλάψουν το λαό, αφού οι ηγέτες του με λαθεμένο τρόπο συμπεριφοράς, θα οδηγήσουν το σκάφος της πολιτείας σε φουρτουνιασμένο πέλαγος με οδυνηρές επιπτώσεις.

Και πέρα απ’ όλα αυτά τόσο οι ασκούντες άμεσα την εξουσία, όσο και αυτοί, που την ασκούν έμμεσα (αντιπολιτευτικά) θα πρέπει να συνειδητοποιούν ότι δεν είναι μόνον εφήμεροι διαχειριστές της λαϊκής εξουσίας, αλλά και παιδαγωγοί του λαού, διδάσκοντας με τον λόγο και τη συμπεριφορά τους τις νέες γενιές, οικοδομώντας με υπευθυνότητα το μέλαθρο του δικαίου, το οποίο λειτουργεί ως πρόφραγμα κάθε παρεκτροπής, θεμελιώνει τις αγαστές σχέσεις, προετοιμάζει το έδαφος για ευημερία, ασφάλεια από κάθε ξένη επιβουλή και αποτροπή περιπετειών.

Υπέρτατο χρέος λοιπόν των ασκούντων έμμεσα τη διαχείριση της λαϊκής εξουσίας είναι να μην παρασύρονται σε αναλήθειες αποβλέποντας στη διαδοχή της εξουσίας – αυτή κάποτε θα έλθει, αφού η διαδοχή είναι γνώρισμα ουσιαστικό της δημοκρατίας – αλλά να διατυπώνουν λόγο ειλικρινή και πάντοτε με τη σκέψη βαθιά ότι, συμπεριφερόμενοι έτσι, λειτουργούν μόνο για το καλό του λαού με τον οποίο πρέπει να συμπορεύονται λέγοντάς του κατάματα την αλήθεια, την οποία αδυνατεί να ξεθωριάσει ο πανδαμάτορας χρόνος.