ΑΡΘΡΟ
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου
Τ. Λυκειάρχη
ΕΙΚΟΝΕΣ ΖΩΗΣ
Στον καθιερωμένο εδώ και χρόνια πρωινό του περίπατο στην οδό Μ. Μερκούρη, αντάμωσε μια μέρα αναπάντεχα τον διαλαλητή του καλοκαιριού, τον τέττιγα – κείτονταν φαρδύς πλατύς στη μέση του πλακόστρωτου πεζοδρομίου. Πίστεψε πως ήταν νεκρός, αφού στο φόρτε της σεζόν είχε αυτός εγκαταλείψει τα δροσερά φυλλώματα ενός δένδρου, όπου για ημέρες ανέμελος επέμενε να διασφαλίζει τον ερχομό του καλοκαιριού, γεννώντας ανάμεικτα συναισθήματα στους ακροατές του. Της χαράς, γιατί με το μονότονο τερέτισμά του επέμενε να πείσει και τον πιο δύσπιστο ότι βρισκόμασταν στην καρδιά του καλοκαιριού, αλλά και της δυσθυμίας, γιατί με την αυτοσχέδια μουσική του προκαλούσε δικαιολογημένα τον εκνευρισμό.
Τον πλησίασε πολύ κοντά για να διαπιστώσει αν τόσο νωρίς εξεμέτρησε το ζην. Με την άκρη της βακτηρίας του, την οποία έφερε μαζί του καθημερινά την ώρα του περιπάτου για το φόβο των αδέσποτων κυνών, τον ενόχλησε ελαφρά. Δύσθυμος ο αφιλοκερδής τροβαδούρος για την όχληση απάντησε νωχελικά. Και τότε αβίαστα και δικαιολογημένα του απηύθυνε το ερώτημα: Πρίγκηπα, της πιο ευχάριστης εποχής, της εποχής των φτωχών, πώς αποφάσισες να εγκαταλείψεις την εξέδρα, όπου έδινες τη δωρεάν και ανέξοδη συναυλία σου πότε σόλο και πότε με τη συγχορδία των άλλων ομοτέχνων σου;
Πικρή και ειλικρινής η απάντησή του: Αγνοείς, άγνωστε μου συνομιλητή, ότι όλα στη ζωή έχουν ένα τέλος; Τι κι αν είσαι άρχοντας, τι κι αν είσαι Μίδας, τι κι αν είσαι αφέντης αμέτρητων δούλων, τι κι αν κουμαντάρεις πολυπληθή στρατεύματα, όλοι είμαστε διαβάτες γοργοτάξιδοι. Φεύγουμε χωρίς ν’ αφήσουμε τίποτε πίσω μας. Μα κι αυτό ακόμη το όνομά τους ξεχνιέται γρήγορα. Το αλέθει ο χρόνος στον αιώνιο και άφθαρτο μύλο του. Κανείς μας, απ’ όσους ασκήσαμε κάποιο αξίωμα, δεν συνειδητοποίησε ότι το τέλος αργά ή γρήγορα έρχεται φορτώνοντάς μας με απογοήτευση και πικρία. Αν συνειδητοποιούσαμε ότι ούτε μια απλή σύνθεση φωνηέντων και συμφώνων είμαστε, τότε μόνον αρετές θα είχαμε. Θα έλειπαν οι πόλεμοι, η απληστία, η κακία, η πλεονεξία, το μίσος, ο φθόνος. Τότε θα χτίζαμε την κοινωνία των αγγέλων και όχι το βασίλειο του Εωσφόρου. Τώρα, που φεύγω για το ταξίδι χωρίς γυρισμό, τώρα καταλαβαίνω πως όλα είναι μάταια. Σ’ αυτόν τον γέρικο πλανήτη πάτησαν μέχρι τώρα δισεκατομμύρια ζωντανών και όμως κανείς δεν τον έκανε κτήμα του, πολύ δε περισσότερο εγώ με τον δίμηνο δημόσιο βίο.
Και όσο διαρκούσε η φανταστική συνομιλία τους, ένα σμάρι πολύποδων λιλιπούτιων επιδρομέων κατέφθασε στο χώρο. Χωρίς δισταγμό αναρριχήθηκαν στο κορμί του καλοκαιρινού πρίγκηπα. Ήταν μια καλή ευκαιρία να γευτούν και πρωτεΐνες. Αρκετή η φυτική τροφή. Τη γεύτηκαν και την αποθήκευσαν για τις δύσκολες ώρες του χειμώνα.
Από γυρισμό, που κράτησε καμιά ώρα περίπου, το μαρτύριο του καλοκαιρινού πρίγκηπα πήρε τέλος κατά τον πλέον οδυνηρό τρόπο. Μιλιούνια λιλιπούτειων επιδρομέων μεταφέρανε στα υπόγεια διαμερίσματά τους δυσανάλογα με το σώμα τους σπαράγματα του δύστυχου πρίγκηπα! Ένας ακόμη από τα δισεκατομμύρια πριγκήπων υπήρξε θύμα της ματαιότητας.