ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

τ. Λυκειάρχη

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Τακτική και στην εκκλησία, αλλά και στα αγιάσματα. Είναι ιεροί τόποι, από όπου παίρνει δύναμη για να αντιμετωπίσει τις ποικίλες αντιξοότητες της ζωής της. Κι ας είναι ελάχιστος ο οβολός, που διαθέτει, όμως το κερί στην Παναγιά και στον Χριστό είναι οφειλόμενο χρέος, που δεν επιδέχεται τσιγκουνιά.

Κάθε κληρικός, και ιδιαίτερα ο Μητροπολίτης, τής ήταν από τα πιο σεβάσμια πρόσωπα. Στην έλευσή του, αν τύχαινε και καθόταν, σηκωνόταν αμέσως και έσπευδε με υπόκλιση να φιλήσει το χέρι του. Δεν παρέλειπε βέβαια να προσκομίζει και τη φρεσκότατη λειτουργιά, φτιαγμένη με τα ίδια της τα χέρια και με μεγάλη προσοχή στο ψήσιμό της. Ήταν γι’ αυτήν το σώμα του Χριστού, έστω κι αν δεν χρησιμοποιούνταν για τη θεία κοινωνία.

Ήταν τόσο θεοφοβούμενη, ώστε συχνά κατέφευγε στην εξομολόγηση. Ξαγούρεμαν τη λέγανε (=εξομολόγηση). Κι αν συνέβαινε να επισκεφθεί κάποιον γιατρό, λόγω ασθενείας, συναντούσε το άτομο με το οποίο δεν είχε επικοινωνία, επειδή συγκρούσθηκε μαζί του, και του ζητούσε να τη συγχωρήσει.

Δεν έτρωγε, αν πρώτα δεν έκανε τον σταυρό της, πράγμα το οποίο είχε μάθει και στα παιδιά της να κάνουν.

Στις δύσκολες ώρες επικαλούνταν τη βοήθεια του Θεού, του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων, συνοδεύοντας την επίκληση για βοήθεια με την υπόσχεση για τάμα, το λιγότερο λαμπάδα ισοϋψή.

Και μέχρι να πραγματοποιήσει την υπόσχεση, ένιωθε βαρύθυμη, απελευθερωνόταν δε μόλις την εκπλήρωνε.

Και ενώ ήταν τόσο θρησκευόμενη, πίστευε και στην ύπαρξη δαιμόνων1, ξωτικών, μαγισσών, που της προκαλούσαν βλάβη, ιδιαίτερα, όταν βρισκόταν τις νύχτες έξω από το σπίτι, και μάλιστα, όταν απερίσκεπτα έριχνε ζεστό νερό τις νύχτες έξω από το σπίτι. Πίστευε ότι κατέβρεχε κάποιο δαίμονα, που την εκδικούνταν.

Είχε φόβο και τρόμο με την εμφάνιση της ταφάρας2, δαίμονα με τη μορφή κακάσχημης γριάς, η οποία είχε ιδιαίτερη αδυναμία στις λεχώνες, που τις επισκεπτόταν τα βράδια, κατεβαίνοντας από την καπνοδόχο με σκοπό να τις κάνει κακό ή να πνίξει το νεογέννητο3.

Φόβο είχε και με τις μάγισσες, που τις λέγανε τα μάισσας ή ασ’ εμάς καλοί π’ είναι (ονομασία κατά το σχήμα του ευφημισμού). Μπορούσαν να την ενοχλούν οποιαδήποτε νύχτα και να την παρασύρουν σε απόκρημνα ή ακανθώδη μέρη. Προτιμούσαν το μαλέζ’ (= χυλός) και μ’ αυτό λέρωναν τα ρούχα, ιδιαίτερα τα προικιά της. Φόβο και τρόμο είχε κατά τη συνάντηση μαζί τους. Δεν έπρεπε να βγάλει μιλιά, γιατί διαφορετικά θα της έπαιρναν τη λαλιά (παίρ’νε τη λαλίαν τ’ ανθρωπί’)4.

 

  1. Σαλτσή, Ι., Δεισιδαιμονίες και προλήψεις στα Κοτύρωρα, Π.Ε. 11 (1960), σ. 136, 228-229, 387-388.
  2. Σαλτσή, Ι., Δεισιδαιμονίες και προλήψεις στα Κοτύρωρα, Π.Ε. 11 (1960), σ. 136, 228-229, 387-388.
  3. Γεωργίου Κ. Βαλαβάνη, Λαογραφικά Κερασούντος, σ.σ. 163-164, Αθήνα 2010. Για την ταφάρα δες Μητρ. Αγαθαγγέλου Νευροκοπίου, Ποικίλα λαογραφικά, Αρχείον Πόντου, σ. 147.
  4. Γ. Κ. Χατζοπούλου, Η γενετήσια ορμή στα δρώμενα του Πόντου, Αρχείον Πόντου, τόμ. 56ος, Αθήνα 2016.