ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΣΤΟ ΣΑΝΤΙΡΒΑΝ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΠΕΝΑΚΗ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΟΥ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ

 

Εκδήλωση παρουσίασης της έκδοσης του Μουσείου Μπενάκη προς τιμήν του ιδρυτή της Raycap Κώστα Αποστολίδη, πραγματοποιήθηκε το βράδυ της Πέμπτης 15 Μαΐου 2025, στο Σαντιρβάν. Συγκεκριμένα, το Μουσείου Μπενάκη προχώρησε στην έκδοση ενός βιβλίου με τίτλο «Benaki Museum Late Antique Copper-Alloy Utensils METALLURGICAL AND CONSERVATION RESEARCH», στο οποίο παρουσιάζεται η μελέτη 132 σκευών καθημερινής χρήσης, από κράμα χαλκού που ανήκουν στη Βυζαντινή Συλλογή του Μουσείου Μπενάκη, και χρονολογούνται από τον 4ο έως τον 8ο αιώνα μ.Χ.

Για το βιβλίο μίλησαν ο κ. Χρήστος Μάρκου, Διευθυντής του Ινστιτούτου Πυρηνικής και Σωματιδιακής Φυσικής του «Δημόκριτου» και Αντιπρόεδρος του «Δημόκριτου», και η κ. Αναστασία Δρανδάκη, αναπληρώτρια καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ και επιστημονική σύμβουλος του Μουσείου Μπενάκη.

Ο Επιστημονικός Διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη κ. Γιώργος Μαγγίνης, μιλώντας στα Μ.Μ.Ε, αναφέρθηκε στους λόγους για τους οποίους το Μουσείο προχώρησε στη συγκεκριμένη έκδοση προς τιμήν του αείμνηστου Κώστα Αποστολίδη, αλλά και για την επιλογή της συγκεκριμένης θεματολογίας. Συγκεκριμένα ο κ. Μαγγίνης σημείωσε:

«Όταν χάσαμε τον Κώστα Αποστολίδη, σκεφτήκαμε ότι θα πρέπει να κάνει κάτι το Μουσείο που να αρμόζει και να ταιριάζει και στον άνθρωπο. Το να συνεχίσουμε την κληρονομιά του βέβαια και το έργο που αυτός οραματίστηκε για το Σαντιρβάν, είναι ένα πράγμα, αλλά να κάνει και κάτι πιο ιδιαίτερο, πιο ειδικό, για εκείνον. Ο Κώστας Αποστολίδης δούλευε με μέταλλα. Αυτό ήταν η εταιρεία που έφτιαξε, η Raycap, μια εταιρεία που εργάζεται με μέταλλα. Μάλιστα ο ίδιος είχε ασχοληθεί πολύ νωρίς στη ζωή του και με κράματα χαλκού. Δηλαδή ήταν ένα από τα πράγματα που είχε και επιστημονική εξειδίκευση. Οπότε συνέβη η Αναστασία Δρανδάκη, που είχε επιμεληθεί και την έκθεση που τελείωσε πριν από λίγες εβδομάδες με τις εικόνες, να έχει μελετήσει επί πολλά χρόνια και ως ιστορικός τέχνης, αλλά και μαζί με το τμήμα συντήρησης του Μουσείου, μεταλλικά αντικείμενα από τον 4ο μέχρι τον 8ο αιώνα, της περιόδου που αποκαλούμε Ύστερη Αρχαιότητα. Ως αντικείμενα δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστικά ως έργα τέχνης, αλλά έχουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον λόγω της τεχνολογίας κατασκευής τους και λόγω επίσης των ιχνών χρήσης και της μεταγενέστερης τους ζωής. Τα μεταλλικά αντικείμενα έχουν πολλαπλές ζωές. Μπορείς να τα φτιάξεις, μπορείς να τα μπαλώσεις, μπορείς να τους αλλάξεις χρήση. Δεν είναι κεραμικό που αν σπάσει, έσπασε. Το μεταλλικό είναι κορακοζώητο πράγμα. Οπότε υπήρχε ένας όγκος γνώσης επάνω σε αυτά. Σκεφτήκαμε ότι αυτός ο όγκος γνώσης θα μπορούσε να συγκεντρωθεί σε μια σειρά μελετών, σε ένα βιβλίο, σε μια οργανωμένη επιστημονική έρευνα, η οποία θα εστίαζε ακριβώς σε αυτά τα μεταλλικά αντικείμενα της ύστερης αρχαιότητας και σε όλα τα πράγματα που έχουμε μάθει από την επιστημονική τους ανάλυση. Όλα αυτά τα αντικείμενα είναι από κράματα χαλκού. Οπότε ταίριαζε πάρα πολύ».

Το βιβλίο είναι γραμμένο στα αγγλικά και ο κ. Μαγγίνης εξήγησε γιατί συνέβη αυτό: «Ο λόγος είναι πάρα πολύ απλός. Ένα τέτοιο βιβλίο έχει διεθνή σημασία. Δεν έχει γίνει καμία τέτοια έρευνα ποτέ σε τόσο μεγάλο εύρος και τόσο φιλόδοξη. Οπότε κοντολογίς, η επιστημονική κοινότητα ενδιαφέρεται να το διαβάσει και από την Αμερική έως την Κίνα. Είναι πάρα πολύ λίγες οι μελέτες που συνδυάζουν όχι μόνο την αμιγώς επιστημονική μελέτη επάνω στο υλικό, αλλά και τη γνώση του ιστορικού της τέχνης και του αρχαιολόγου επάνω στη χρήση του υλικού και τη μετέπειτα βιογραφία του. Και αυτό έγινε σε πολλά στάδια, δεν ήταν κάποιος που παρήγγειλε κάποιες αναλύσεις, τις πήρε και έβγαλε κάποια συμπεράσματα. Εδώ υπήρχε ένας διαρκής διάλογος ανάμεσα στον θετικό επιστήμονα, τον συντηρητή, αυτόν που έκανε τις αναλύσεις, και στον αρχαιολόγο, τον επιστήμονα των ανθρωπιστικών σπουδών. Αυτή ακριβώς η συνέργεια ανάμεσα στους δύο κάνει το βιβλίο μοναδικό, κάνει αυτή την έκδοση ιδιαίτερα πολύτιμη».

Τέλος, ο κ. Μαγγίνης επεσήμανε: «Θεωρούμε ότι είναι η αρμόζουσα τιμή που μπορούσαμε να αποδώσουμε στον Κώστα Αποστολίδη. Το κάναμε μάλιστα και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Δηλαδή έγινε ένα χρόνο και κάτι από τον θάνατό του. Αυτό είναι για επιστημονικούς χρόνους πάρα πολύ σύντομο, αλλά πραγματικά όπως και εκείνος, όταν ήθελε κάτι, το έκανε και το έκανε αμέσως, έτσι θέλαμε και εμείς να το κάνουμε τώρα».

Μιλώντας για το βιβλίο και τη συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη, ο κ. Χρήστος Μάρκου, Διευθυντής του Ινστιτούτου Πυρηνικής και Σωματιδιακής Φυσικής στον «Δημόκριτο» και Αντιπρόεδρος του «Δημόκριτου», ανέφερε: «Είναι ένα βιβλίο, το οποίο περιγράφει μια πολύχρονη μελέτη από συντηρητές του Μουσείου Μπενάκη και συνεργαζόμενους ερευνητές του δικού μου Ινστιτούτου στον “Δημόκριτο” και άλλων πανεπιστημιακών από το πανεπιστήμιο της Δυτικής Αττικής. Η μελέτη εξετάζει ένα πολύ χαρακτηριστικό, πολύ ιδιαίτερο σύνολο από σκεύη του Μουσείου Μπενάκη καθημερινής ζωής. Όχι τα πολύ περίπλοκα και εντυπωσιακά εκθέματα, τα οποία έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στα μουσεία, αλλά πραγματικά έργα καθημερινής ζωής από την Αίγυπτο, στην περίοδο από τον 4ο μέχρι τον 8ο αιώνα».

Ακόμη, ο κ. Μάρκου σημείωσε: «Αυτά τα αντικείμενα είχαν αποκτηθεί από τον Μπενάκη, τον ιδρυτή του Μουσείου, σε αγορές της Αιγύπτου, που σημαίνει ότι αυτά στερούνται του αρχαιολογικού υποβάθρου. Δεν ξέρουμε από πού προέρχονται. Οπότε ήταν ένα πολύ μεγάλο στοίχημα για τους μελετητές να βρουν πώς έχουν φτιαχτεί αυτά, με ποιον τρόπο, ποια είναι η τεχνολογία της κατασκευής τους, τα υλικά, που ήταν επίσης ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της μελέτης, και πώς στη διάρκεια του χρόνου, από τότε μέχρι σήμερα, αυτά έχουν φθαρεί ή διαβρωθεί, χαλάσει ας πούμε, τόσο από τον καιρό, όσο από τη χρήση, όσο και από άλλες επεμβάσεις αισθητικές, οι οποίες έγιναν κυρίως στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, και η αποκατάστασή τους, η συντήρησή τους. Οπότε είναι μια εξαιρετικά σημαντική μελέτη, γιατί δίνει στοιχεία, δίνει γνώση, για κομμάτια της καθημερινής ζωής των απλών ανθρώπων».