Οσοι δυσκολεύονται να δικαιολογήσουν τις αυξήσεις των τιμών σε διαρκή καταναλωτικά αγαθά όπως οι λευκές συσκευές, οι τηλεοράσεις αλλά και τα ηλεκτρονικά είδη αποκλειστικά και μόνο με την άνοδο του κόστους των τιμών ενέργειας και των μικροεπεξεργαστών, δεν έχουν παρά να ρίξουν μια ματιά στα μεταφορικά κόστη.

Και στο πώς αυτά μετατρέπονται σε κέρδη δεκάδων δισεκατομμυρίων κυριολεκτικά για τις ναυτιλιακές μεταφορικές.

Αναλυτές που παρακολουθούν τον κλάδο των ναυτιλιακών επιχειρήσεων τακτικών γραμμών μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων όπως, η Xeneta και η Drewry, προβλέπουν για το 2021 κέρδη-ρεκόρ, από 120 έως 190 δισεκατομμύρια δολάρια αντίστοιχα, ανάλογα με το πόσες εταιρείες συμπεριλαμβάνουν στους υπολογισμούς τους η κάθε μία. Επιπλέον η Drewry εκτιμά πως κατά το 2022 αυτή η κερδοφορία, που αφορά τα λειτουργικά κέρδη, θα ενισχυθεί έτι περαιτέρω, στα επίπεδα των 200 δισ. δολαρίων. Είναι ίσως χαρακτηριστικό πως ήδη τα κέρδη του τρίτου τριμήνου του 2021 των εταιρειών που παρακολουθεί ο Xeneta Shipping Index (XSI) είναι υψηλότερα από αυτά που οι ίδιες εταιρείες έκαναν καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020.

Η γερμανική ναυτιλιακή εταιρεία τακτικών γραμμών μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων Hapag-Lloyd, η πέμπτη μεγαλύτερη στον κλάδο της παγκοσμίως, ανακοίνωσε κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων 12,8 δισ. δολαρίων για το 2021. Η αντίστοιχη επίδοσή της το 2020 ήταν 3,1 δισ.

Στις 9 Φεβρουαρίου η δεύτερη, πλέον, μεγαλύτερη εταιρεία τακτικών γραμμών στον πλανήτη, η δανέζικη Moller-Maersk, θα ανακοινώσει τα κέρδη για την περυσινή χρήση. Η Moller-Maersk έχει ήδη αναθεωρήσει ανοδικά τρεις φορές τις εκτιμήσεις της για το 2021 και βλέπει τώρα πως τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων θα κυμανθούν μεταξύ 22 και 23 δισ. δολαρίων έναντι 8,3 δισ. το 2020. Παράλληλα περιμένει ελεύθερες ταμειακές ροές τουλάχιστον 14,5 δισ. έναντι 4,6 δισ. το 2020.

Είναι αυτή η άπλετη ρευστότητα που απολαμβάνουν οι εν λόγω εταιρείες, που επέτρεψε στην ιταλοελβετική MSC να επιδοθεί σε μια μακρά σειρά εξαγορών πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων κατά το προηγούμενο έτος και να αναρριχηθεί έτσι στην πρώτη θέση παγκοσμίως με μερίδιο 17,1% έναντι 16,9% της Maersk, σύμφωνα με το Alphaliner. Είναι η ίδια αυτή η ρευστότητα που επιτρέπει στην MSC να επιδιώκει αυτή την περίοδο την εξαγορά της ιταλικής αεροπορικής εταιρείας ITA Airways, διαδόχου της Alitalia, σε συνεργασία με τη γερμανική αεροπορική Lufthansa.

Λίγο χαμηλότερα στην κατάταξη με τις ναυτιλιακές τακτικών γραμμών και συγκεκριμένα στην έκτη θέση με μερίδιο 6,1% βρίσκεται η Ocean Network Express, η οποία προχθές αύξησε την πρόβλεψή της για τα κέρδη του 2021 στα 15,4 δισ. δολάρια. Η προηγούμενη πρόβλεψή της τον Οκτώβριο έκανε λόγο για 11,7 δισ.

Η ισχυρή ζήτηση για μεταφορές, σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από προβλήματα της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας που προκάλεσε το πρώτο κύμα της πανδημίας, σε συνδυασμό με τον πεπερασμένο αριθμό πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, έχει εκτοξεύσει τους ημερήσιους ναύλους σε αυτή την κατηγορία της ναυτιλίας.

Σύμφωνα με τη Simpson Spence Young (SSY), στην αρχή του 2021 ένα πλοίο μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων 15 ετών με δυναμικότητα μεταφοράς 5.500 TEU (ισοδύναμα εμπορευματοκιβώτια 20 ποδών) άλλαζε χέρια σε τιμές πέριξ των 20 εκατομμυρίων δολαρίων. Δώδεκα μήνες αργότερα, μικρότερα πλοία της ίδιας ηλικίας έχουν πουληθεί για περισσότερα από 70 εκατομμύρια.

«Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς το γιατί», συμπληρώνει η SSY: ο μέσος ημερήσιος ναύλος για αυτού του μεγέθους και ηλικίας πλοία κατά το 2017 και το 2018 κυμαινόταν κοντά στα 15.000 δολάρια, για να ανέβει στα 20.000 την ημέρα το 2019 και το 2020. Τα ίδια πλοία σήμερα ναυλώνονται για ποσά σαφώς υψηλότερα των 100.000 δολαρίων ημερησίως, εξηγεί.

Ετσι, οι εισαγωγείς προϊόντων, συμπεριλαμβανόμενων βεβαίως των Ελλήνων, τα οποία μεταφέρονται στην Ευρώπη από την Ασία και αλλού μέσα σε εμπορευματοκιβώτια, αντιμετωπίζουν τεράστιες αυξήσεις μεταφορικού κόστους, μεγάλο μέρος των οποίων εξωθούνται ή έστω επιχειρούν να μετακυλίσουν στους τελικούς καταναλωτές.

Οσο πιο ογκώδες είναι το προϊόν τόσο μεγαλύτερη είναι και η αύξηση, αφού ο επιμερισμός του επιπλέον κόστους γίνεται σε λιγότερες μονάδες σε σχέση με τα μικρότερα προϊόντα. Ετσι από τα πρώτα πράγματα που έχουν ακριβύνει είναι, για παράδειγμα, οι λευκές συσκευές αλλά και οι τηλεοράσεις και οι φορητοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές.

Στα τελευταία αυτά προϊόντα, βεβαίως, οι τιμές έχουν αυξηθεί και εξαιτίας της έλλειψης μικροεπεξεργαστών στην παγκόσμια αγορά, που έχει δημιουργήσει προβλήματα σε χιλιάδες παραγωγούς, των αυτοκινητοβιομηχανιών συμπεριλαμβανομένων. Ετσι, τηλεόραση 55 ιντσών που πωλείτο στα τέλη του 2020 στην ελληνική αγορά στα επίπεδα των 400 ευρώ, σήμερα (ακριβώς το ίδιο μοντέλο της ίδιας εταιρείας) πωλείται περίπου 600 ευρώ. Αντίστοιχη είναι η συμπεριφορά των τιμών και για τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές.

Πηγή: skai.gr