ΑΡΘΡΟ
Του Δημήτρη Κουκουτσολίδη
Οικονομολόγου
Μέλους Εθνικής Επιτροπής της Δημιουργίας Ξανά
Αναμφισβήτητα, υπάρχει μια άρρηκτη διασύνδεση της εκάστοτε φορολογικής πολιτικής με την οικονομική ανάπτυξη ενός κράτους. Η φοροδιαφυγή και γενικά το φορολογικό σύστημα αποτελούν ένα από τα μείζονα προβλήματα της Ελλάδας διαχρονικά. Το φορολογικό σύστημά μας μπορεί να χαρακτηριστεί ως πολύπλοκο, άνισο, ασταθές, μη ανταποδοτικό ενώ ταυτόχρονα θεωρείται ένα σύστημα που συνδιαμορφώνει ένα αφιλόξενο επενδυτικό και οικονομικό περιβάλλον. Στα χρόνια της κρίσης αποκαλύφθηκαν τόσο η αδυναμία του ελληνικού κράτους και των μηχανισμών του να συλλέξουν τους φόρους από το σύνολο των πολιτών και των οικονομικών δραστηριοτήτων, όσο και η απουσία ενός ουσιαστικού και μακροπρόθεσμου φορολογικού σχεδιασμού. Ποικίλοι παράγοντες που επέδρασαν σε όλο το φάσμα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, συνδυαστικά με το μείγμα πολιτικής που επιλέχθηκε από όλες τις κυβερνήσεις (η συνειδητή υπερφορολόγηση και όχι η εφαρμογή δομικών μεταρρυθμίσεων), είχαν δυσμενείς συνέπειες για την ελληνική οικονομία. Αφενός χάθηκε περίπου το 30% του ΑΕΠ, και αφετέρου αυξήθηκαν κατακόρυφα τα ποσοστά φορολόγησης της περιουσίας και της παραγωγής, οι έκτακτοι άμεσοι φόροι κατά 94%, οι έμμεσοι φόροι καθώς και οι ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες ανήλθαν στο 50% του μισθολογικού κόστους (έρευνα της DiaΝΕΟsis). Το μοντέλο φορολογικής πολιτικής που ακολουθεί η χώρα έχει πλήρως χρεοκοπήσει. Η φορολογική πολιτική δημιουργεί κίνητρα ή αντικίνητρα σε άτομα και επιχειρήσεις. Η φορολογία αποτελεί τμήμα του κόστους της οικονομίας ενός κράτους. Η αυξημένη φορολογία αφαιρεί από την οικονομία τα κεφάλαια που της είναι απαραίτητα για να αναπτυχθεί, περιορίζει την αποταμίευση και αποτελεί εμπόδιο στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο Arthur Laffer απέδειξε με την περίφημη καμπύλη του, κατά τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, ότι όταν το κράτος αυξάνει τους φορολογικούς συντελεστές του, από κάποιο ανεκτό ποσοστό και πέρα τα δημόσια έσοδα βαίνουν να μειώνονται. Οι φορολογούμενοι δεν έχουν κίνητρο να αυξήσουν ούτε το εισόδημά τους, ούτε το επενδυτικό ρίσκο τους και αναζητούν νόμιμους ή μη, τρόπους για να αποφύγουν την πληρωμή των φόρων. Όσο μεγαλύτερη είναι η αφαίμαξη των εισοδημάτων από το κράτος, τόσο ισχυρότερο και περισσότερο απενοχοποιημένο είναι το κίνητρο της φοροδιαφυγής. Οι φόροι θα πρέπει να επιβραβεύουν (σύμφωνα με τον Adam Smith), την «ενιαία, καθαρή και αδιάκοπη προσπάθεια κάθε ανθρώπου να βελτιώσει την κατάστασή του».
Ειδικότερα, σύμφωνα με την τελευταία Έκθεση Ανταγωνιστικότητας (Global Competitiveness Report) του Παγκόσμιου Οικονομικού Forum, η υψηλή φορολογία (με ποσοστό 20,3%) καταγράφεται ως ο πρώτος λόγος για να μην επενδύσει κανείς στην Ελλάδα και αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο εξόδου της ελληνικής οικονομίας από την κρίση. Σύμφωνα με υπολογισμούς, βάσει των τελευταίων δημοσιευμένων στοιχείων της ΑΑΔΕ, η πραγματική φορολογική επιβάρυνση (effective tax rate) των εισοδημάτων άνω των 42.000 €, εάν συνυπολογιστούν οι ασφαλιστικές εισφορές, υπερβαίνει το 65%. Από τα ίδια στοιχεία προκύπτουν ακόμη τα εξής:
-Ότι ο αριθμός των φορολογουμένων με ατομικό φορολογητέο εισόδημα μεγαλύτερο των 42.000 € μειώνεται συνεχώς, σε σχέση με το 2010 κατά 45% περίπου.
-Ότι ελάχιστα φορολογικά έσοδα προέρχονται από την άμεση και υψηλή φορολογία των επιχειρήσεων (μόλις 1,9% του ΑΕΠ), ενώ υπάρχει ραγδαία και συνεχής πτώση του αριθμού φορολογούμενων με μεσαία και υψηλά εισοδήματα. Για την ακρίβεια, μόλις το 5% των φορολογούμενων πολιτών αποδίδει το 50% των φορολογικών εσόδων από τον φόρο εισοδήματος και περίπου 6.000.000 φορολογούμενοι αποδίδουν κατά μέσο όρο φόρο εισοδήματος στο κράτος μόλις 92 €.
-Ότι μόλις το 20% των φορολογουμένων πλήρωσε σχεδόν το 90% του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων. Συνεπώς το κύριο βάρος των άμεσων φόρων επωμίζεται μια πολύ μικρή, ιδιαίτερα ικανή και παραγωγική κατηγορία πολιτών.
Για την πληρέστερη κατανόηση του προβλήματος κρίνεται αναγκαίο να παρατεθούν ορισμένες σημαντικές πληροφορίες. Αναλυτικότερα λοιπόν, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ η χώρα μας τοποθετείται στη 30η θέση στον δείκτη Φορολογικής Ανταγωνιστικότητας, σε σύνολο 36 χωρών. Επίσης, ανάμεσα στις ίδιες 36 χώρες του Οργανισμού, η Ελλάδα κατατάσσεται στη 13η θέση ως προς τις φορολογικές επιβαρύνσεις που υφίστανται φυσικά και νομικά πρόσωπα. Σημαίνον πρόβλημα για την οικονομική ανάπτυξη, διαδραματίζει και η τελευταία θέση που λαμβάνει η Ελλάδα στην αποτελεσματικότητα της εισπραξιμότητας των ληξιπρόθεσμων οφειλών, οι οποίες αυξάνονται πλέον προοδευτικά. Επίσης, από μελέτη του ΚΕΦΙΜ προκύπτει, ότι για το 2018 οι φορολογούμενοι σταματούν να εργάζονται για το κράτος (αφού εργαζόμαστε 180 μέρες για να πληρώνουμε άμεσους, έμμεσους φόρους και κοινωνικές εισφορές) και εργάζονται πλέον για να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες από τις 18 Ιουλίου και μετά, ενώ το Ινστιτούτο Fraser αναφέρει πως η Ελλάδα κατέχει την 116η θέση παγκόσμια στον δείκτη της Οικονομικής Ελευθερίας. Ακόμη, από το 1975 έως το 2016, ψηφίστηκαν (σύμφωνα με άλλη έρευνα της προέδρου διοικητικών δικαστών) περίπου 250 φορολογικοί νόμοι και πλειάδα (αρκετές εκατοντάδες ακόμη, δηλαδή) συμπληρωματικών τροπολογιών και διατάξεων.
Αυτός ο παραλογισμός, ο οποίος καταστρέφει κάθε κίνητρο δημιουργίας και προόδου και δρα αποτρεπτικά σε οποιαδήποτε επένδυση, αφού δρα διττά πότε ως αίτιο και πότε ως αποτέλεσμα, δεν μπορεί να συνεχιστεί. Είναι λοιπόν σαφές ότι με βάση τα παραπάνω (και όχι μόνο) παρατηρείται πως καθίσταται αναγκαία μια εκτενής φορολογική αναδιάρθρωση και θεσμική αναμόρφωση με σαφή προσανατολισμό, οργάνωση, ευελιξία, πολιτική βούληση και πρακτική εφαρμογή.
Αξιολογώντας την πρόκληση του flat tax
H φορολογική αναμόρφωση καθίσταται περισσότερο από ποτέ επιτακτική, δεδομένων των θεμάτων που αυτή καλείται να αντιμετωπίσει. Η σχεδόν ετήσιες αλλαγές των φορολογικών νόμων που καταργούν ή συμπληρώνουν παλαιότερες διατάξεις, εισάγοντας νέες που είναι αλληλοαναιρούμενες χωρίς ξεκάθαρες απαντήσεις και δημιουργούν αβεβαιότητες και ασάφειες. Οι ασάφειες αυτές δίνουν την σκυτάλη στην γραφειοκρατία, η οποία με τη σειρά της αιχμαλωτίζει τους πολίτες και τους καθιστά έρμαια κατά περίπτωση ερμηνειών. Είναι γνωστές σε όλους μας οι ερμηνευτικές εγκύκλιοι που εκδίδονται (δεκάδες κάθε μήνα) και αυτές που αναμένεται να εκδοθούν προκειμένου να εφαρμοσθούν οι διατάξεις της νομοθεσίας.
Το κόστος της αναποτελεσματικότητας είναι τεράστιο και δεν ξέρω αν έχει γίνει μέχρι σήμερα κάποια μελέτη για να το μετρήσει. Η μελέτη αυτή θα πρέπει να λάβει υπόψη της το κόστος και το χρόνο που σπαταλάται από φυσικά και νομικά πρόσωπα, προκειμένου να μην βρεθούν υπόλογα για κάτι που δεν ευθύνονται και τον παραγωγικό χρόνο που χάνεται σε ουρές στις εφορίες για χαρτιά και εξηγήσεις. Το σημαντικότερο όμως κόστος από όλα είναι σίγουρα μετρήσιμο. Είναι η δαπάνη συντήρησης της γραφειοκρατίας και ο μηχανισμός που είναι αναγκασμένη η πολιτεία να διατηρεί προκειμένου να διαχειρίζεται το πολυδαίδαλο σύστημα. Είναι σίγουρο ότι έχουν γίνει και γίνονται σημαντικά βήματα για να λυθούν τα προβλήματα αυτά και είναι βέβαιο ότι μια φορολογική μεταρρύθμιση συμβάλλει στην επίτευξη του σκοπού αυτού.
Διαχρονικά, έχουμε βιώσει πολλές φορολογικές αναμορφώσεις (εντός και εκτός εισαγωγικών). Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι το φορολογικό μας σύστημα έχει ήδη υιοθετήσει, ένα εν μέρει flat tax σύστημα. Ναι μεν το εισόδημα από μισθούς και συντάξεις εξακολουθεί να φορολογείται με προοδευτική κλίμακα, ωστόσο τα λοιπά εισοδήματα, όπως τόκοι, μερίσματα και γενικά εισόδημα από την εκμετάλλευση κεφαλαίου ή από υπεραξία φορολογούνται με ενιαίο συντελεστή, πλην όμως διαφορετικό κατά περίπτωση και ο οποίος μόλις πρόσφατα έχει εκλογικευθεί σε αποδεκτά ποσοστά, της τάξης του 10% ή 15% κατά κανόνα (με κάποιες εξαιρέσεις βέβαια).
Ποιοι όμως είναι οι στόχοι, που πρέπει να επιδιώκει μία φορολογική μεταρρύθμιση προκειμένου αυτή να είναι αποτελεσματική και κυρίως εφαρμόσιμη; Μία τέτοια μεταρρύθμιση θα πρέπει να εστιάζεται γύρω από τα τέσσερα παρακάτω σημεία αναφοράς.
-Δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών, απλό φορολογικό σύστημα,
-Αναπτυξιακός χαρακτήρας στον οποίο συμβάλει και η σταθερότητα του φορολογικού πλαισίου και
-Πάταξη της φοροδιαφυγής (φορολογία όλων των εισοδημάτων που αποκτώνται στη χώρα).
Ας δούμε όμως, με ποιο τρόπο το λεγόμενο flat tax ανταποκρίνεται στους στόχους αυτούς.
Δίκαιη κατανομή φορολογικών βαρών με απλό φορολογικό σύστημα
Η απλότητα είναι προφανής, ένας συντελεστής για όλα τα εισοδήματα ανεξαρτήτως πηγής, ο ίδιος για φυσικά και νομικά πρόσωπα. Τα οφέλη πολλαπλά:
-Ο καθένας θα ξέρει εκ των προτέρων, το μερίδιο που του αναλογεί στα δημόσια βάρη και θα γνωρίζει ότι αντιμετωπίζεται ισότιμα με τους υπόλοιπους (ίση φορολόγηση για εισοδήματα διαφορετικών πηγών, ίση φορολόγηση για εισοδήματα της ίδιας πηγής).
-Θα γνωρίζει ότι δεν θα χρειαστεί να ζητήσει διευκρινήσεις από τη διοίκηση ή από ειδικούς, ανάλογα με την πηγή εισοδήματος.
-Θα αποφεύγονται τα λάθη ή οι σκόπιμες ή μη παρανοήσεις σχετικά με το ύψος του φόρου.
-Διαφάνεια και ίση μεταχείριση (τα εισοδήματα φορολογούνται σύμφωνα με τη δραστηριότητα, εργασία και κεφάλαιο, με ίδιους συντελεστές).
-Θα μειωθούν σημαντικά τα διοικητικά κόστη διαχείρισης και παρακολούθησης του συστήματος, με άμεσα οφέλη στη μείωση των κρατικών δαπανών (ελάχιστη νομοθετική ρύθμιση).
-Ελάχιστες φοροαπαλλαγές, εξορθολογιμός συντελεστών αποσβέσεων.
Παράλληλα, θα μπορούσε να προβλεφθεί και μια έκπτωση από το φόρο για τα χαμηλά εισοδήματα (κυρίως συνταξιούχους ή συγκεκριμέννες ευπαθείς – χωρίς εισαγωγικά – ομάδες), η οποία θα είναι και η μοναδική «απαλλαγή» που θα προβλέπεται.
Αναπτυξιακός χαρακτήρας φορολογικού συστήματος
-Η προοδευτική κλίμακα φορολογίας, αποθαρρύνει την επιπλέον προσπάθεια για απόκτηση εισοδημάτων και την διενέργεια αποταμίευσης και επένδυσης που έχει τόσο ανάγκη η χώρα στην παρούσα συγκυρία. Από την άλλη η γραμμική φορολογία (flat tax) προκρίνει την φορολογία εισοδημάτων που δεν αποταμιεύονται, την φορολογία για μια μόνο φορά, κοντά στην πηγή.
-Ο ενιαίος φορολογικός συντελεστής, λαμβανομένων υπόψη των δημοσιονομικών αναγκών της χώρας, θα πρέπει να είναι τέτοιος που να αντιμετωπίζει ακόμη και το πρόβλημα του φορολογικού ανταγωνισμού μεταξύ κρατών. Θα πρέπει δηλαδή να ελαχιστοποιηθούν τα κίνητρα μεταφοράς ή έναρξης δραστηριότητας σε χώρες με χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές (χώρες της Βαλκανικής, Κύπρος κλπ). Είναι γνωστό σε όλους μας ότι ο ενιαίος φορολογικός συντελεστής στις χώρες αυτές απετέλεσε, μεταξύ άλλων, καθοριστικό παράγοντα στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων.
Εξάλλου, η διεθνής εμπειρία έχει καταδείξει ότι οι χώρες με χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές, συνδέονται με υψηλά έσοδα ως ποσοστό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.
Πάταξη της φοροδιαφυγής
Βασικό χαρακτηριστικό της εφαρμογής του γραμμικού φόρου είναι ο εκμηδενισμός της φοροαποφυγής, με την μη μετατόπιση του φόρου ή την μεταφορά του στο εξωτερικό.
-Μια άλλη ανάγνωση της γνωστής καμπύλης του Laffer, μας λέει ότι το μόνο που είναι σίγουρο, είναι πως τα φορολογικά έσοδα μπορούν να ισούνται με μηδέν, είτε ο φορολογικός συντελεστής είναι 0% είτε 100%. Έτσι, σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη, η αύξηση των φορολογικών συντελεστών πάνω από ένα όριο, έχει σαν αποτέλεσμα την μείωση των φορολογικών εσόδων.
-Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές και ειδικά η προοδευτική φορολογική κλίμακα, λειτουργούν ως κίνητρο για την φοροδιαφυγή και την παραβατικότητα. Δεν χρειάζεται κανείς να εντρυφύσει στην Θεωρία των Παιγνίων για να καταλάβει ότι όσο μεγαλώνει ο συντελεστής φόρου, τόσο μεγαλύτερο είναι το κίνητρο για φοροδιαφυγή ή φοροαποφυγή.
-Κατά την άποψή μας, θα πρέπει η προσπάθεια για την αντιμετώπιση του φαινομένου να γίνει και στους τρεις αυτούς άξονες (χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές, αποφυγή της πολυπλοκότητας και επιβολή κυρώσεων στους παραβάτες). Για αυτό θεωρούμε ότι το flat tax μπορεί να συμβάλει, από κοινού με άλλα μέτρα, στην ουσιαστική αύξηση των ποσοστών φορολογικής συμμόρφωσης. Πέρα από τα προφανή άμεσα αποτελέσματα, η αύξηση της συμμόρφωσης θα έχει και έμμεσες θετικές συνέπειες, όπως την αύξηση των εσόδων από ΦΠΑ, τη μείωση των ποσοστών «μαύρης» εργασίας και την επακόλουθη αύξηση των εσόδων των ασφαλιστικών ταμείων.
-Η μετάβαση στον προτεινόμενο συντελεστή 12% θα μπορούσε να γίνει με σταδιακές συνεχόμενες ετήσιες μειώσεις, του υφιστάμενου συντελεστή φορολογίας.
Βασικά μειονεκτήματα
-Έλλειψη «δικαιοσύνης». Πότε όμως είναι δίκαιη η φορολογία; Το ερώτημα της απόλυτης ή οριακής θυσίας είναι μάλλον φιλοσοφικό. Η δικαιοσύνη έχει καλύτερους τρόπους να φτάσει στους πολίτες (υψηλότερα εισοδήματα, στοχευόμενες δημόσιες δαπάνες).
-Ανεπαρκής εμπειρική ανάλυση διεθνώς, για την συνεισφορά της γραμμικής φορολόγησης στην οικονομική μεγέθυνση.
Υπάρχουν εμπόδια;
-Ένα γραμμικό σύστημα δεν μπορεί να αποσκοπεί στην μεγιστοποίηση των εσόδων (χαμηλοί μέσοι συντελεστές).
-Οι αδυναμίες του συστήματος, που οδηγούν σε φοροδιαφυγή, πρέπει ούτως ή άλλως να εκλείψουν και αυτό απαιτεί αναβάθμιση της φορολογικής διοίκησης (η διοίκηση να υποστηρίζει το σύστημα και όχι το αντίθετο).
-Οι δημόσιες δαπάνες, ιδιαίτερα οι κοινωνικές, θα πρέπει να αυξήσουν κατακόρυφα την αποτελεσματικότητά τους, ώστε να επιτυγχάνεται η επιθυμητή αναδιανομή εισοδήματος, χωρίς στρεβλώσεις.
-Δεν είναι εύκολη η μετάβαση σε μια φορολογική λογική, διαφορετική από αυτή που έχει καλλιεργηθεί εδώ και δεκαετίες.
Είναι ένας γραμμικός φόρος βιώσιμος;
ΝΑΙ, επειδή:
-Είναι κοινωνικά αποδεκτός, εφ’ όσον μπορεί να παρουσιάζει προοδευτικότητα. Ακόμα περισσότερο αν συνδυάζεται με ένα αποτελεσματικό σύστημα κοινωνικών δαπανών.
-Είναι αποτελεσματικός οικονομικά, εφ’ όσον οι στρεβλώσεις που από τη φύση του επιβάλλει ένα φορολογικό σύστημα, είναι ίδιες για όλους.
-Μπορεί να οδηγήσει σε επάρκεια εσόδων και να συμβάλλει στη δημοσιονομική σταθερότητα.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, υποστηρίζουμε την άμεση μείωση των φόρων και την καθιέρωση στην φορολογία εισοδήματος, ενός ενιαίου φορολογικού συντελεστή (flat tax) με ποσοστό 12%. Η θέσπιση ενιαίου φορολογικού συντελεστή συνιστά επιβράβευση και όχι τιμωρία της οικονομικής δραστηριότητας. Επιβραβεύοντας τους πιο παραγωγικούς πολίτες, το μέτρο θα ενθάρρυνε τη νόμιμη απόκτηση πλούτου, τις επενδύσεις και την αποταμίευση. Για την οικονομία, η αντικατάσταση του συστήματος της προοδευτικής φορολογίας με έναν ενιαίο φορολογικό συντελεστή, σε συνδυασμό βεβαίως με άλλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, θα είχε ως αποτέλεσμα την εντυπωσιακή αύξηση του εγχωρίου προϊόντος, την αύξηση της παραγωγής, την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε τραπεζικό δανεισμό και επενδυτικά κεφάλαια, νέες επενδύσεις, την αύξηση της κατανάλωσης, την αύξηση εν γένει της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, την αποτελεσματικότερη είσπραξη του φόρου εισοδήματος και την ενίσχυση της φορολογικής συνείδησης των πολιτών. Επιπλέον, η απλοποίηση του συστήματος θα εξοικονομούσε τεράστιους πόρους για τους πολίτες και το Δημόσιο. Η πρόταση αυτή του συντελεστή φορολογίας στο 12%, έχει να κάνει αφενός για λόγους ανταγωνιστικότητας, αφού εκεί περίπου είναι ο μέσος όρος των συντελεστών φορολόγησης των χωρών της ευρύτερης περιοχής, αφετέρου δε για λόγους αποδοτικότητας σε σχέση με έναν προτεινόμενο συντελεστή ΦΠΑ της τάξης του 15%. Η φορολογική ελάφρυνση του τελικού καταναλωτή από την λήψη παραστατικών για τις δαπάνες του, θα είναι της τάξης του 13,8%. Από την άλλη πλευρά, η αποφυγή εκ μέρους της επιχείρησης της έκδοσης παραστατικού, φέρνει φοροδιαφυγή 12% και φοροκλοπή (ΦΠΑ) 15% μιας και το ποσό του ΦΠΑ το εισπράττει συνήθως από τον πελάτη. Αν λοιπόν η ποινή είναι εξοντωτική, τότε ίσως αντιληφθεί κάποιος, ότι εκτός από ηλίθιο το σπορ, είναι και πολύ ακριβό συνάμα.
Επιπλέον μια καλή ιδέα θα ήταν η εισαγωγή χαμηλών συντελεστών ΦΠΑ για το σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών, με τον βασικό συντελεστή στο 15% και την καθιέρωση ενός χαμηλού συντελεστή για τα είδη πρώτης ανάγκης, με την παράλληλη επανεξέταση όλου του τρόπου λειτουργίας του. Δεδομένου επίσης ότι παρατηρείται πανευρωπαϊκά μια υστέρηση στην εισπραξιμότητα του ΦΠΑ, αφού αυτός «εξαφανίζεται» σε πολλές περιπτώσεις, στα ενδιάμεσα στάδια πριν τον τελικό καταναλωτή, θα μπορούσε να προταθεί σε πανευρωπαϊκό μάλιστα επίπεδο, μια διαφορετική προσέγγιση για την λειτουργία του έμμεσου αυτού φόρου. Αυτή της επιβολής του ΦΠΑ μόνο στον τελικό καταναλωτή του προϊόντος ή τον λήπτη της υπηρεσίας. Όλα τα ενδιάμεσα στάδια παραγωγής ή διακίνησης να εξαιρούνται του ΦΠΑ με μια διαδικασία σαν αυτή (του άρθρου 39α του Κώδικα ΦΠΑ) που ισχύει ήδη για τα smartphone, game console, tablet και notebook.
Αναθεώρηση του συνόλου των λοιπών φόρων, των ειδικών φόρων και τελών που υπάρχουν, η εκλογίκευση τους και κατάργηση των περισσότερων από αυτούς (φόροι υπέρ τρίτων, ΕΝΦΙΑ κλπ).
Ωστόσο, δεν αρκεί μονάχα αυτό. Χρειάζεται μια στρατηγική εκμετάλλευση όλων των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας μας και ένα σύνολο ενεργειών, μεταξύ των οποίων ενδεικτικά είναι, η απλοποίηση και εκσυγχρονισμός της φορολογικής νομοθεσίας, με σταθερή ισχύ. Επιπρόσθετα, η εντατικοποίηση των φορολογικών ελέγχων, η αύξηση της χρήσης του «πλαστικού» χρήματος, η διεύρυνση της φορολογικής βάσης, η καθιέρωση ενός νέου ασφαλιστικού συστήματος, η παροχή κινήτρων για επενδύσεις, η απαλλαγή των επιχειρήσεων από τον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους, ο περιορισμός της γραφειοκρατίας στα πεδία της Δικαιοσύνης (κυρίως), αλλά και της Δημόσιας Διοίκησης, με την παράλληλη διοικητική αναμόρφωση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό τους. Εν κατακλείδι, απαιτείται ένα ολοκληρωμένο σχέδιο με τελικούς στόχους α) το να καταστεί η φοροδιαφυγή ασύμφορη β) την αύξηση του ΑΕΠ μέσω ενός εναλλακτικού παραγωγικού μοντέλου και γ) την «ώθηση» είτε των κεφαλαίων της παραοικονομίας είτε των διαφυγόντων προς το εξωτερικό κεφαλαίων, στην πραγματική εγχώρια οικονομία. Έτσι, δύναται να επέλθει η πολυπόθητη ανάπτυξη, η φορολογική θωράκιση καθώς και η κοινωνικοοικονομική ευημερία. Και αρκετά άλλα, που θα ακολουθήσουν.
Θα ήταν καλό κλείνοντας αυτή την εισήγηση, να αναφερθούμε στο θεμέλιο λίθο κάθε φορολογικού συστήματος, στην φορολογική παιδεία. Κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια ακόμη και η πλέον εύστοχη, θα παραμένει ημιτελής αν τελικά δεν αναπτυχθεί φορολογική συνείδηση μεταξύ των πολιτών. Είναι απολύτως αναγκαίο να κατανοήσει ο πολίτης από μικρή ηλικία, ότι η συμμόρφωση στις φορολογικές διατάξεις αποτελεί αντίτιμο για την απόλαυση των κοινωνικών και άλλων αγαθών που του προσφέρει η πολιτεία, καθώς επίσης ότι η φοροδιαφυγή δεν διαφέρει ουσιαστικά από την κλοπή εναντίον όλου του κοινωνικού συνόλου, αλλά και των γενεών που ακολουθούν. Η φορολογική παιδεία λοιπόν, είναι από τα πρώτα ζητούμενα.