Η μικρού μήκους ταινία «Left Unsaid» του Iari Varriale από την Ιταλία προβλήθηκε τη δεύτερη μέρα του προγράμματος Cinematherapy με επικεφαλής την ψυχοθεραπεύτρια Ντενίς Νικολάκου, που από φέτος αποτελεί αυτόνομη ενότητα στο Φεστιβάλ Δράμας μετά την πρώτη επιτυχημένη παρουσίασή του τον Σεπτέμβριο του 2020 στο κοινό του 43ου DISFF.
Οι οικογενειακοί δεσμοί και η διαμόρφωση της προσωπικότητας μέσα από τις σχέσεις των μελών της οικογένειας στη σύγχρονη κοινωνία, είναι τα θέματα που πραγματεύεται η ταινία «Left Unsaid», την οποία η επικεφαλής του προγράμματος χαρακτήρισε «επιτομή του Cinematharapy», εξηγώντας ότι «η θεματολογία της περιλαμβάνει τα κύρια χαρακτηριστικά που χρειαζόμαστε για να μπορέσουμε να δούμε μία ταινία ψυχαναλυτικά». Η προβολή πλαισιώθηκε από τη συζήτηση που ακολούθησε με άξονα την κινηματογραφοθεραπεία και προσκεκλημένο τον ψυχολόγο – ψυχαναλυτή Δημήτρη Σταράκη.
Ο λόγος που η Ντενίς Νικολάκου συμπεριέλαβε τη συγκεκριμένη ταινία στο πρόγραμμα του Cinematherapy, όπως εξήγησε στο κοινό αμέσως μετά την προβολή της, είναι κυρίως γιατί ο ίδιος ο σκηνοθέτης ως νέος κινηματογραφιστής επέλεξε να εκτεθεί με ένα προσωπικό του βίωμα και να δημιουργήσει μια ταινία που είναι βαθιά ψυχαναλυτική. «Ο Iari Varriale χρησιμοποιεί την κάμερα ως ψυχαναλυτή. Με άλλα λόγια θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό που έκανε είναι σαν να χρησιμοποίησε ένα άλλου είδους ημερολόγιο», πρόσθεσε, δίνοντας αμέσως το λόγο στον Δημήτρη Σταράκη.
Ο προσκεκλημένος του Cinematherapy, καλησπερίζοντας το κοινό ευχαρίστησε το φεστιβάλ και τον καλλιτεχνικό διευθυντή Γιάννη Σακαρίδη «για την αθόρυβη φροντίδα του σε μια όμορφη πόλη» όπου βρέθηκε για πρώτη φορά, καθώς και τη συνάδελφό του Ντενίς Νικολάκου, η οποία, όπως είπε, «δεν παραβλέπει ποτέ να μου θυμίζει αυτό που έλεγε ο Ζακ Λακάν: το σημαντικότερο σε μια θεραπεία είναι η επιθυμία του αναλυτή που κινεί τη διαδικασία. Και με το Cinematherapy η Ντενίς αποδεικνύει ότι το σημαντικότερο πράγμα τελικά είναι να έρχεσαι κοντά με την επιθυμία σου».
Ο κ. Σταράκης στη σύντομη εισήγηση του ανέδειξε ψυχαναλυτικά τη σημαντικότητα της ταινίας του Iari Varriale, μίας ταινίας που αποτυπώνει κατά την άποψη του, με άκρως ενδιαφέροντα τρόπο, ένα πράγμα: «τη σημασία και τα αδιέξοδα της γλώσσας στη ζωή μας», υπογραμμίζοντας τη σημασία που έχουν τα σημαντικά πρόσωπα στα πρώτα μας χρόνια, οι λέξεις τους και οι επιπτώσεις των σχέσεων μας με αυτά στη ζωή μας.
Ο σκηνοθέτης, και πρωταγωνιστής της ταινίας, στροβιλίζεται γύρω από ένα αίτημα που του δόθηκε από παιδί: «Ρώτα τον πατέρα σου». Χρησιμοποιώντας την κάμερά του, μέσω αυτών που λέμε ημιδομημένες συνεντεύξεις, όπως σημειώνει ο κ. Σταράκης, «ο Iari επιχειρεί να βοηθήσει τον πατέρα του να διαχειριστεί τα ζητήματα που τον απασχολούν και να τον ωθήσει να πει τι είναι αυτό που τον βασανίζει ή πώς μπορεί να σταματήσει να στριφογυρίζει γύρω από συγκεκριμένες συμπεριφορές και δυσφορίες. Για να το πούμε πιο τεχνικά, προσπαθεί να τον κάνει να μιλήσει για το σύμπτωμα του». Η τόσο αναμενόμενη απάντηση από τον πατέρα, γύρω από την οποία κινείται όλος ο άξονας της ταινίας, μένει κενή. «Με την αποδοχή αυτού του κενού, το κλείσιμο της ταινίας μας δείχνει το σημαντικό, από ψυχαναλυτικής πλευράς, συμπέρασμα: Όσο ειδικό βάρος και αν έχουν οι λέξεις, όσο πληγωνόμαστε, όσο χαιρόμαστε, όσο ηδονιζόμαστε από αυτές, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι ως τέτοιες, οι λέξεις αποτελούν τον «θάνατο ενός πράγματος», όπως έλεγε ο Χέγκελ. Είναι κενές στον πυρήνα τους, γυμνές, άρα ίσως αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι απαντήσεις που τόσο πολύ προσμένουμε δεν φαντάζουν ικανές να μας ικανοποιήσουν πλήρως».
Ο άνθρωπος, σημειώνει μεταξύ άλλων ο κ. Σταράκης, προχωρά πάντοτε ως ον της έλλειψης. «Η έλλειψη είναι η έλλειψη του είναι μας. Και τι κάνουμε; Κάνουμε αυτό που διαπιστώνουμε ότι κάνει το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας; Κινητοποιούμαστε από την επιθυμία μας. Με άλλα λόγια, η έλλειψη μας, μας αφήνει ανολοκλήρωτους και επειδή κάτι λείπει, κάτι «χάσκει», σε αυτόν τον τόπο της έλλειψης αναδύεται η ασυνείδητη επιθυμία μας».
Οι λέξεις δεν έρχονται πάντοτε για να μας φέρουν απαντήσεις, καταλήγει ο Δημήτρης Σταράκης. «Ορισμένες φορές έρχονται και μας μπερδεύουν περισσότερο, αφού αδυνατούν να καλύψουν μία ανάγκη, η οποία δεν είναι αυτή που πραγματικά θέλουμε». Γιατί το βλέπουμε αυτό στην ταινία; Με ένα συμπέρασμα από το κλινικό πλαίσιο, ο κ. Σταράκης σχολιάζει ότι «ίσως η ανάγκη μας δε βρίσκεται τελικά στις απαντήσεις που θα πάρουμε αλλά το γεγονός ότι τα πράγματα νομοτελειακά μένουν ανοιχτά, ελλειπτικά, ανολοκλήρωτα, μισοειπωμένα, προκειμένου από αυτό το κενό των ανολοκλήρωτων, αναπάντητων διαδικασιών να αναδύεται η δική μας επιθυμία, η οποία μας θέτει και μας κρατά σε κίνηση. Με άλλα λόγια, ίσως αυτό που μπορεί να μας κατακλύσει με άγχος, το πιο αυθεντικό συναίσθημα, όπως αναφέρει ο Λακάν, είναι όταν παύει να μας λείπει κάτι, όταν δηλαδή λείπει η ίδια η έλλειψη».
Πώς οι ταινίες επηρεάζουν τη συναισθηματική μας κατάσταση κατά τη διάρκεια της θέασης; Οι ταινίες λειτουργούν χρησιμοποιώντας την έννοια της «αναστολής της δυσπιστίας», τόνισε η επικεφαλής του προγράμματος Ντενίς Νικολάκου, σημειώνοντας τα βασικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται στην κινηματογραφοθεραπεία. Τα σύμβολα, οι μεταφορές, η μουσική επένδυση, ο φωτισμός και οι εικόνες που δημιουργεί σε μία ταινία ο δημιουργός της, όπως σημείωσε, «συνομιλούν με το ασυνείδητο και εκείνο με τη σειρά του μεταφράζει τα αλληγορικά αυτά μηνύματα που έχουν εισέλθει μέσω της ταινίας, χωρίς όμως αυτό να γίνεται αντιληπτό από εμάς, δημιουργώντας μια θεραπευτική αλληλεπίδραση στο πλαίσιο της ψυχοθεραπείας». Μπορούν δηλαδή οι θεατές να δεχτούν την ιστορία των χαρακτήρων σαν πραγματική κατάσταση και να δουν τον εαυτό τους μέσω της ταινίας που παρακολουθούν. Έτσι, «μέσω του μηχανισμού της ταύτισης», εξηγεί, «οι ταινίες μπορούν να αναδείξουν κάποια συναισθηματική προσκόλληση στις ιστορίες που παρουσιάζουν που θα τους βοηθήσει να αντιμετωπίσουν τις εσωτερικές τους συγκρούσεις και τα προσωπικά τους ζητήματα».