ΑΡΘΡΟ

Της Τόλης Καραγιαννίδου – Τσολπίδου

Συνταξιούχου τραπεζικής υπαλλήλου πρώην Α.Τ.Ε.

 

 

Μέρες που είναι και στίχοι που ακούγονται και που συγκινούν και συγκλονίζουν τις ανθρώπινες ψυχές.

Ω! γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον που έδυ το κάλλος και που κάθε μάνα τα το έλεγε αυτό. Η μάνα Παναγιά κηδεύει τον γιό της. Δεν υπάρχει συγκλονιστικότερο δράμα από αυτήν την ύστατη πράξη. Το Θείο αυτό μοιρολόι πέρασε από γενιά σε γενιά και το πλήθος εδώ και αιώνες το ψέλνει τη Μεγάλη Παρασκευή.

Πως οι δρόμοι εβωδάνε με βάγια στρωμένοι

Άνοιξή μου γλυκιά γυρισμό που δεν έχεις

…Σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός;»… Τι να πεις… «Νάμε!»

Ως! Υιέ μου και Θέε μου αν και πληγώνομαι τα σωθικά μου

και η καρδιά μου σπαράζει που σε βλέπει νεκρό.

Ποίημα του Κ. Βάρναλη για τη Μάνα του Χριστού.

Ω! Παναγιά μου αν ήσουν καθώς εγώ μητέρα

βοήθεια στον γιό σου θα ‘στελνες τον Άγγελο από πέρα.

Στίχοι που θα συνεχίσω παρακάτω του ποιήματος «Επιτάφιος» του Γ. Ρίτσου, που έγραψε κλεισμένος στη σοφίτα του για 2 μερόνυχτα, χωρίς φαί, χωρίς ύπνο.

Εμπνεύστηκε από τη σκληρή εικόνα, βλέποντας μια μάνα τον Μάιο του 1936 καταμεσής του δρόμου να μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της «βουίζουν» και «σπάζουν» τα κύματα των διαδηλωτών απεργών καπνεργατών, όταν η διαδήλωση πνίγηκε στο αίμα από αστυνομία και στρατό με εντολή του δικτάτορα Μεταξά στη Θεσσαλονίκη.

Εκείνη η μάνα συνεχίζει το θρήνο της: Γλυκέ μου εσύ δεν χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι. Γιέ μου στις φλέβες ολωνών έμπα βαθιά και ζήσε.

Βλέπουμε: Θάνατο: Πως ‘κλείσαν τα ματάκια σου και δεν θωρείς αν κλαίω.

Απόγνωση: Πως μ’ άφησες να σέρνομαι και να πονώ μονάχη.

Νεκρό σώμα γιού της: Μαλλιά σγουρά που πάνω τους τα δάχτυλα περνούσα.

Θρήνος: Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω.

Μοιρολόι: Και πάλι η έρμη ντρέπομαι γιόκα μου εσύ να λείπεις.

Ανάσταση: Νάχα τ’ αθάνατο νερό, ψυχή καινούργια νάχα να σου ‘δίνα να ξύπναγες για μια στιγμή μονάχα…

Η απλή μάνα θρηνεί, η Μάνα η Παναγιά θρηνεί και κάθε μάνα απεύχεται να της συμβεί ο χαμός του παιδιού της.