ΑΡΘΡΟ

Του Κωνσταντίνου Μπλούχου

Βουλευτή Ν. Δράμας της Νέας Δημοκρατίας

 

 

Κι απ’ ό,τι κάλλη έχει ο άνθρωπος τα λόγια έχουν τη χάρη

να κάμουσι κάθε καρδιά παρηγοριά να πάρει.

Κι οπού κατέχει και μιλεί με γνώση και με τρόπο

κάνει και κλαίσι και γελούν τα μάτια των ανθρώπων.1

Κατά το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Φεβρουαρίου είχα την εμπειρία να ταξιδέψω στην Νεάπολη της ιταλικής χερσονήσου, δηλαδή στη Νάπολη, ως εκπρόσωπος του ελληνικού κοινοβουλίου. Μεγάλη έκπληξη η επαφή μου με το έργο ενός σπουδαίου Έλληνα, του καθηγητή Ιωάννη Κορίνθιου. Έργο που συνεχίζει ο πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Νεαπόλεως και Καμπανίας Παύλος Κυπριανού. Έκπληξη η γνωριμία μου με μια πανάρχαιη ελληνόφωνη κοινότητα. Απτή απόδειξη ότι ο ελληνισμός και η ελληνικότητα είναι κάτι που δεν γνωρίζει τόπο, δεν εγκλωβίζεται σε σύνορα. Ότι η γνώση της γλώσσας μας ήταν ένα διαβατήριο κάποτε για όλη τη λεκάνη της Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου. Ότι ο σωβινισμός, ο εθνικισμός και ο φυλετισμός είναι στοιχεία ξένα προς αυτά της ελληνικότητας. Η ελληνικότητα ταυτίζεται με το λησμονημένο όραμα της οικουμενικότητας.

Έγραψα για… οικουμενικότητα και αμέσως σκέφτηκα την τεράστια, άυλη πολιτιστική κληρονομιά που μας κληροδοτήθηκε, ως έναν λαό του 2020 που ομιλεί μια γλώσσα που μιλιέται εδώ και τουλάχιστον 3.000 έτη, μια γλώσσα στην οποία γράφτηκε το βιβλίο που άλλαξε τον κόσμο, το Ευαγγέλιο του Χριστιανισμού.

Στην Νάπολη, το Σαλέρνο, το Ρήγιο, την Καλαβρία, γέμισα με περηφάνια και συγκίνηση. 30 Κλασσικά Λύκεια της Ιταλίας και 10 ελληνικά Λύκεια έδωσαν ραντεβού για τα ελληνικά. Μελοποιημένη ελληνική ποίηση αφενός, Μίκης Θεοδωράκης αφετέρου. Η γλώσσα της μουσικής, συνοδίτης και φορέας συνάμα της συμβολικής, των νοημάτων, των πυκνών και πολυεπίπεδων αναγνώσεων του ποιητικού λόγου.

Άραγε πόσοι από εμάς το έχουμε συνειδητοποιήσει ότι ο Μίκης Θεοδωράκης κυρίως αλλά και άλλοι μουσικοσυνθέτες μας, έκαμαν την υψηλή ποίηση από δύσκολο διανόημα, τραγούδι και γλέντι, στα χείλη ακόμη και του λιγότερο πεπαιδευμένου, φτάνει αυτός να μιλά ελληνικά. Φανταστείτε να καταφέρουμε να διαδώσουμε ως διεθνές σύνθημα το εξής: «Ελληνικά… Η γλώσσα των ποιητών».

Η μεσόφωνος Αλεξάνδρα Γκράβας, αυτό το μουσικό φαινόμενο του ελληνισμού της διασποράς από τη Φρανκφούρτη, μας κατέπληξε και μας ένωσε. Εγώ σαν ελλαδίτης, αισθάνθηκα ότι εντός συνόρων απλώς βράζουμε στο ζουμί μας. Ότι, καθώς λέει ο Διονύσης Σαββόπουλος:

«Ενώ εδώ θα ζούμε καταρρεύσεις,

ο έξω ελληνισμός θα προχωρεί,

Και φως και μουσική μιας άλλης σκέψης

Στη μείζονα Ελλάδα θα εκραγεί (…)»2

με τα ελληνικά στην πρώτη γραμμή. Κάποτε στον τόπο μας η πολιτική σχιζοφρένεια ντύθηκε την αρματωσιά της πολιτικής σκλήρυνσης. Ανάπηρη γλώσσα με δυσκαμψίες και τραγική απίσχναση της εκφραστικής της και του νοηματικού της πλούτου.

Στο πανεπιστήμιο του Σαλέρνο, από μια ομάδα φιλελλήνων Ιταλών καθηγητών, με ακροατήριο κυρίως σπουδαστές τους, αναλύθηκε και εξυμνήθηκε η σπουδαιότητα της ελληνικής γλώσσας, η άυλη πολιτιστική κληρονομιά των δυο πυλώνων των ανθρωπιστικών σπουδών, η αρχαία ελληνική και η λατινική γλώσσα που αυθαίρετα και χωρίς συνείδηση, κάποιοι επιμένουν να τις αποκαλούν νεκρές γλώσσες. Είναι νεκρές, στο βαθμό που τις ακρωτηριάζουμε σε μια συγκεκριμένη περίοδο, αγνοώντας, ή κλείνοντας τα μάτια και το νου στην εξελιξιμότητά τους.

Θέλω να πω επίσης ότι οι άνθρωποι αυτοί, ομιλούν και υποστηρίζουν την παγκοσμιότητα της ελληνικής, όχι απλά τα τελευταία λίγα χρόνια, αλλά επί πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Εμείς, οι Ελλαδίτες, είμαστε αυτοί που καθυστερήσαμε και καθυστερούμε σταθερά να καταλάβουμε την σημασία της οικουμενικότητας της γλώσσας μας. Μιλούμε για Παγκόσμια Ημέρα της ελληνικής και εξαντλούμαστε σε μια ανακύκλωση φιλοφρονήσεων από και προς τον εαυτό μας, ότι τάχα μου, εμείς, είμαστε άξιοι συνεχιστές και ομιλητές, ενώ συχνότατα είμαστε αδαείς και άσχετοι καταστροφείς της γλώσσας μας. Πρέπει να ωριμάσει μέσα μας, ειδικά στα σχολεία και τα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα η ιδέα της θέσπισης εβδομάδας ελληνικής γλώσσας. Ελληνικής γλώσσας όμως, όχι κομμένης και ραμμένης σε ιστορικές περιόδους και σε ιδεολογικές φόρμουλες. Ελληνικής γλώσσας στην ολότητά της. Από τον Όμηρο στον Παπαδιαμάντη. Κι από τη Σαπφώ στον Ελύτη και την Κική Δημουλά. Κι από τον Αριστοτέλη, στον Χρήστο Γιανναρά και τον Στέλιο Ράμφο.

Μαθαίνοντας ελληνικά, μαθαίνουμε δρόμους λέξεων, ήχων και γραφημάτων μαζί, που μας ανοίγουν τις πύλες των εννοιών τις οποίες έχουμε δημιουργήσει διαχρονικά ως λαός και ως πολιτισμός και με τις οποίες πορευόμαστε.

Η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας είναι συνυφασμένη με ένα παιχνίδι παιδευτικό. Να δούμε τη γλώσσα μέσα από το μαθηματικό παιχνίδι της λογικής. Να μάθουμε τη γλώσσα ως μαθηματική λογική και παράλληλα τα μαθηματικά ως μια δική μας γλώσσα.

Μόνον έτσι θα αντιληφθούμε το γιατί ένας φανατικός ζηλωτής Εβραίος, ο Ιωάννης, ο γιος του Ζεβεδαίου, το 66 μ.Χ., δηλαδή 32-33 χρόνια μετά τη Σταύρωση και την Ανάσταση του Χριστού, γράφει στην αρχαία Έφεσο όπου έμενε τότε, ένα κείμενο (Ευαγγέλιο) όπου κάνει μνεία του λόγου με μικρό λάμδα ως Λόγου με κεφαλαίο λάμδα. Δηλαδή της γλώσσας ως λογικής και της λογικής ως υιού του Θεού.

«εν αρχή ην ο λόγος, και ο λόγος ήν προς τον θεόν, και θεός ήν ο λόγος. ούτος ην εν αρχή προς τον θεόν. πάντα δι’ αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν».3

Αυτό το σημείο του εκπληκτικού ελληνικού θεολογικού λόγου, εξηγεί ένας εξαίρετος Έλληνας στοχαστής: «… Αρετή υπάρχει όπου υπάρχει λόγος. Απομακρύνεσαι από τον λόγο; Απομακρύνεσαι από το Θεό».4

Η υπόθεση «γλώσσα ελληνική», είναι μια παγκόσμια υπόθεση. Ως πολιτικός κόσμος, λόγω των δημοσιοοικονομικών και των μεταρρυθμιστικών προτεραιοτήτων μας στα τελευταία χρόνια, δείξαμε να μην αντιλαμβανόμαστε τη σημασία της.

Άλλοι λαοί, πιο ιμπεριαλιστικοί, πιο κατακτητικοί, έκαμαν αποστολές σε άλλες χώρες με ίδρυση ινστιτούτων και σχολείων για να διαδοθούν οι γλώσσες τους ως γέφυρες με τον υπόλοιπο κόσμο. Μας συνέχει και εμάς σήμερα η ίδια αντίληψη. Όχι όμως για την δική μας γλώσσα αλλά για να μάθουμε τη γλώσσα των άλλων.

Όμως ευτυχώς, το παράδειγμα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας στη Θεσσαλονίκη, το παράδειγμα των τμημάτων ελληνικής γλώσσας στο Σισμανόγλειο (στο ελληνικό Προξενείο) Κωνσταντινουπόλεως –με πρωτοβουλία του Έλληνα Διπλωμάτη Βασιλείου Μπορνόβα όπου ο αριθμός μαθητών της ελληνικής ξεπέρασε τους 2.500 μαθητές, όταν πριν 13 χρόνια ξεκίνησε με μόλις 150- μας δείχνει έναν πολύ αποτελεσματικό δρόμο.

Είμαστε κληρονόμοι μιας τεράστιας, άυλης περιουσίας. Της γλώσσας μας. Αν και όπως ήδη αναφέρθηκα, διαφωνώ κάθετα με τον ιστορικό ή ιδεολογικό της διαχωρισμό σε αρχαία και νέα, εντούτοις, για την οικονομία του λόγου θα το δεχτώ.

Αισθανθήκαμε όλοι μας πολύ όμορφα όταν διαπιστώσαμε ότι η πρέσβης του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ελλάδα είναι ελληνομαθής. Σαν την κυρία πρέσβη, υπάρχει πολύς κόσμος. Πολλοί και πολλές σπουδαστές και σπουδάστριες. Οφείλουμε να ζητήσουμε αφενός από το υπουργείο εξωτερικών να κινηθεί προς την κατεύθυνση της αναγνώρισης της παγκοσμιότητας της κληρονομιάς της γλώσσας μας απ’ όλα τα διεθνή φόρα, αφετέρου από το υπουργείο παιδείας να εκπαιδεύσει συστηματικά διδασκάλους ελληνικών ως ξένης γλώσσας (ό,τι κάνει το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας στη Θεσσαλονίκη) και να τους στείλουμε σε όλο τον κόσμο, σε όλα τα πανεπιστήμια. Να ενισχύσουμε όλα τα τμήματα αρχαιοελληνικών και νεοελληνικών σπουδών στον κόσμο και συνάμα όλα τα τμήματα ορθόδοξης θεολογίας στον κόσμο –το άλλο στήριγμα της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού είναι η πατερική γραμματεία και ο τρόπος ζωής που εκπορεύεται από την Ορθοδοξία. Να χρηματοδοτηθούν αρκούντως όλα τα τμήματα διδασκαλίας ελληνικών ως ξένης γλώσσας. Το τονίζω αυτό, διότι στα νεανικά μου χρόνια ήμουν κοινωνός του τραγέλαφου, να αποσπάται στο εξωτερικό ελλαδίτης φιλόλογος που δίδασκε σε ξένους τα ελληνικά, όπως διδάσκονται τα ελληνικά σε ελλαδίτες Έλληνες που έχουν την ελληνική ως μητρική, κάνοντας τους πάντες να αντιπαθήσουν τη γλώσσα μας.

Η γλώσσα έτσι, θα φέρει διπλά καλό αποτέλεσμα: πρώτα την αφομοίωση του ξένου εντός της επικράτειας, και κατόπιν την χειραψία με τον ξένο, τον φίλο αλλά και αυτόν που αισθάνεται εχθρός, όμως, μπορεί να γίνει φίλος, στο εξωτερικό.

Η γλώσσα θα μας ενώσει με όλο τον έξω ελληνισμό, τον ελληνισμό της προόδου τον οποίο κινδυνεύουμε να χάσουμε από γενιά σε γενιά, λόγω της ξεπερασμένης μας αντίληψης περί διατήρησης της ελληνικότητας με τρόπους γραφικής παραδοσιολαγνείας. Ντύνοντας τον ελληνοαμερικανό ή τον ελληνοαυστραλό με φουστανέλα, ποντιακή ή κρητική βράκα, ενώ αυτός δεν αισθάνεται κανένα ειδικό βάρος στον λόγο του όταν λέει στα ελληνικά μια απλή «καλημέρα».

Υπάρχουν δεδομένα, δεν είναι του παρόντος, που μπορούν να αξιοποιηθούν μεθοδικά στην προοπτική της διάσωσης της γλώσσας στον ελληνισμό της διασποράς αλλά και κυρίως να αποτελέσουν αφετηρία και βάση σχεδιασμού πολιτιστικής διπλωματίας του ελλαδικού μας κράτους.

Ό,τι άλλες χώρες επιδιώκουν και μεθοδεύουν -κάποιες μάλιστα με πολυδάπανες επενδύσεις, χαλκεύοντας και πλάθοντας το παρελθόν τους για τη διεθνή προβολή τους- το ελλαδικό κράτος το διαθέτει τουλάχιστον ως αφετηριακή δυνατότητα. Δίχως να το έχει σκόπιμα οργανώσει.

Το επαναλαμβάνω κλείνοντας: Η γλώσσα μας είναι η βασική μας ταυτότητα.

 

  1. Β. Κορνάρος, Ερωτόκριτος Α’ 887-90
  2. Διονύση Σαββόπουλου: Κωλοέλληνες από «Το κούρεμα» Αθήνα 1989
  3. Κατά Ιωάννην 1, 1-3
  4. Γέρων Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης: https://hellenicnews.com/η-πανανθρωπινη-και-διαχρονικη-αξια-τη/