Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά

ATPL

AIRLINE PILOT

B737NG AIRBUS 320

Στον Όργουελ αποδίδεται: «Δημοσιογραφία είναι το να τυπώνεις/δημοσιεύεις κάτι, που κάποιος δεν θέλει να δημοσιευθεί. Όλα τα άλλα, αποτελούν δημόσιες σχέσεις».

Φαντάζομαι φυσικά έχετε καταλάβει, ότι για να είσαι δημοσιογράφος, αλλά πάνω από όλα σωστός, ντόμπρος και όχι ρουφιάνος ή αλήτης στις μέρες μας είναι δύσκολο και θέλει κάκαλα που λέει και ο πρώην πολιτικός Παναγιώτης Ψωμιάδης.

Υπάρχουν και δημοσιογράφοι που κάνουν έντιμα την δουλειά τους. Για αυτό τον λόγο λοιπόν κάνουμε εξ αρχής τον διαχωρισμό των δημοσιογραφικών κοινοτήτων τοπικά, δίχως πάντοτε να ξεχνάμε πως παντού υπάρχουν αποκλίσεις σε κάθε χώρο τοπικής ή μη επαγγελματικής κατηγορίας.

Υπάρχει ένα -μικρό- πιστέψτε με, ποσοστό δημοσιογράφων που συνήθως φωνάζουν, ψεύδονται και προσπαθούν να σώσουν (με κάθε τρόπο) το τομάρι της ματαιοδοξίας τους. Αυτοί ωστόσο, σέρνουν το καράβι των ύβρεων εις βάρος όλων. Αν ιδρώνει το αυτί τους; Όχι βέβαια. Δεν τους νοιάζει. Είναι οι υποτακτικοί, οι προσκυνημένοι, οι υπηρέτες των αφεντικών τους, που ό,τι κάνουν, το κάνουν γιατί θεωρούν ότι είναι το σωστό, ότι έτσι πρέπει να πράττουν και είναι και ευτυχείς για τις υπηρεσίες τους.

Υπάρχουν και οι δημοσιογράφοι, οι οποίοι είναι φωτισμένοι, είναι πρωτοπόροι, οδηγούν χωρίς να κάνουν θόρυβο το επάγγελμα μπροστά και κερδίζουν την καθολική αναγνώριση με τη δουλειά τους (και μόνο). Είναι λίγοι, αλλά είναι οι καλοί. Και αυτοί (για κάποιο ανεξήγητο λόγο) δεν γίνονται το σημείο αναφοράς των δημοσιογράφων συνολικά.

Δυστυχώς πολλοί όχι δεν έχουν κάκαλα, αλλά είναι αυτοί που έχουν οδηγήσει τον λαό να γράφει συνθήματα κατά των δημοσιογράφων, που τους ταυτίζουν με τους κρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς, στην καλύτερη των περιπτώσεων.

Γεννάται λοιπόν το ερώτημα:

Δημοσιογραφική αλήθεια ή δημοσιογραφία εντεταλμένη.

Η φάση που ζούμε – διεθνώς, Ευρωπαϊκά, ας μείνουμε όμως εδώ στην άκρια του κόσμου όπου ζει και επιμένει η Ελλάδα, παραδίπλα και η Κύπρος – αυτή την περιγραφή την επαληθεύει και τη νοηματοδοτεί με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο. Οι δε μορφές της ψηφιακής/διαδικτυακής δημοσιοποίησης ειδήσεων/news και απόψεων/opinion, που την κατάληξή της ούτε του Όργουελ η δυστοπική φαντασία μπόρεσε να φαντασθεί – ο Μεγάλος Αδελφός του «1984» φθάνει μέχρι τη συνεχή τηλεοπτική μετάδοση, την οποία δεν μπορεί ο πολίτης να αποφύγει, αλλά το διαδικτυακό Panopticon δεν το έφθασε! – πηγαίνουν αυτή την διαπίστωση ένα βήμα παραπέρα. Μόνον εκείνο που ενοχλεί αποτελεί δημοσιογραφία, μόνον εκείνο που διαταράσσει όσους θέλουν να μην γνωστοποιηθεί. Όλα τα άλλα, δημόσιες σχέσεις…

Στην τελευταία έρευνα του Ινστιτούτου Πουλαντζά, σε συνεργασία με την Prorata, για τη Νεολαία, τις συνήθειες, τις αντιλήψεις και την πολιτική της συμπεριφορά (διεξαγωγή το δεύτερο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου), το 58,6% των νέων 17-34 ετών απαντά πως δεν εμπιστεύεται καθόλου τα Μ.Μ.Ε. και το 34,4% τα εμπιστεύεται λίγο. Αρκετή εμπιστοσύνη εκφράζει μόνο το 6,2% και πολύ το 0,2%, ενώ το 52,9% προτιμά να ενημερώνεται από αναρτήσεις στα social media. Αυτές τις μέρες, στις μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις που γίνονται για το εγκληματικό δυστύχημα στα Τέμπη, ακούγεται μεταξύ άλλων το γνωστό σύνθημα «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι».

 

Η δημοσιογραφική ευθύνη

 

Και πώς να αντιπαρατεθεί κάποιος σ’ αυτά, αν αναλογιστεί τη στάση μερίδας δημοσιογράφων και μέσων κατά την κάλυψη της τραγωδίας; Πέραν της ανθρωποφαγίας και της επίρριψης όλων των ευθυνών στον σταθμάρχη, συγκαλύπτοντας όλους τους άλλους υπευθύνους, το κυριότερο δημοσιογραφικό σφάλμα είναι ότι τόσο καιρό που οι συνδικαλιστές των τρένων έβγαζαν δελτία Τύπου, έκαναν εξώδικα και προειδοποιούσαν για το δυστύχημα που έμελλε να γίνει, δεν κάναμε το χρέος μας και δεν αναδείξαμε (άλλοι καθόλου, άλλοι όχι όσο έπρεπε) το προδιαγεγραμμένο έγκλημα. Και αυτή είναι η δική μας ευθύνη. Μέσα στους σκοπούς της δημοσιογραφίας, ως λειτούργημα της δημοκρατίας, είναι ο έλεγχος της εξουσίας και το βήμα δημόσιου λόγου στους πολίτες, τους οποίους και πρέπει να υπηρετεί. Και δεν αρκεί ο έλεγχος της εξουσίας να γίνεται μόνο εκφέροντας κριτική στην ατζέντα που αυτή θέτει, αλλά αποτελεί δημοσιογραφικό χρέος και η διαμόρφωση της δημόσιας θεματικής ατζέντας με ανάδειξη ζητημάτων από τα «κάτω», που περιθωριοποιούνται, αγνοούνται ή/και αποκρύπτονται από τους ιθύνοντες.

 

Στοχοποίηση των κινητοποιήσεων

 

Σαν να μην έφτανε αυτό, όμως, κάποιοι δημοσιογράφοι συνέχισαν και τις επόμενες μέρες –απροκάλυπτα– να δείχνουν πως καμία σχέση δεν έχουν με το λειτούργημα και μέλημά τους δεν είναι η υπεράσπιση της κοινωνίας, αλλά της κυβέρνησης. Το είδαμε όταν μιλούσαν για «απαράδεκτες» απεργίες και κινητοποιήσεις μέσα στο πένθος, σαν ο σεβασμός στους νεκρούς να μπορεί να αποδοθεί με προβαρισμένες θλιμμένες φάτσες, μαύρα ρούχα και μαύρα φιογκάκια στα λόγκο των καναλιών και όχι από την έμπρακτη απαίτηση να παρθούν τώρα (χθες) μέτρα για να μην ξαναμετρήσουμε νεκρούς και να αποδοθούν ευθύνες στους πραγματικούς υπαίτιους.

(συνεχίζεται…)

 

Πηγή

Η Εποχή

Τζέλα Αλιπράντη