*** Cover Photo By Miltos Gikas – https://www.flickr.com/photos/aries_tottle/15843248094/, CC BY 2.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=53132966
Τον βλέπει, τώρα πια τον βλέπει καθαρά. Ως τα χθες απλά τον ένιωθε να την πλησιάζει, με κείνη την αίσθηση του αναπόδραστου –ήταν θέμα χρόνου. Κοιτούσε κάτω απ’ το κρεβάτι της εφημερίας, έψαχνε, ήξερε το χρώμα του, τον ένιωθε κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια της, τον ένιωθε ν’ απλώνει. Σήμερα όμως τον είδε. Ένας λεκές που μεγάλωνε μέρα με τη μέρα και κυρίευε τη ζωή, μια κηλίδα που κινούνταν έρποντας και καταλάμβανε κάθε τι που συναντούσε. Σε χρώμα καφέ λαδί, στο χρώμα που απεχθάνονταν. Παιδιόθεν. Από τότε που η μάνα την υποχρέωσε να φορέσει, ήταν δεν ήταν δώδεκα χρονών, το παλτό εκείνο στο καφέ λαδί. Δεύτερο χέρι πάντα, τούτο ήταν αυτονόητο στο μικρό τόπο που το τελευταίο νέο του κόσμου ήταν η εφημερίδα της προηγούμενης εβδομάδας. Η μάνα όμως, η Κλεονίκη, που με το δικό της τρόπο κατάφερνε πάντα μικρές νίκες στις καθημερινές ενδοοικογενειακές διαφορές, ήταν πολύ περήφανη για το απόκτημα. «Σαν καινούριο είναι» έλεγε και ξανάλεγε, λες κι η φράση θα το μεταμόρφωνε στα μάτια της κόρης της που δεν ήθελε ούτε να το δοκιμάσει. Τελικά η Θεοδώρα το φόρεσε, μια φορά μόνο αλλά το φόρεσε. Παραμονή Χριστουγέννων που τους έσυρε αξημέρωτα στην εκκλησιά, χωρίς δικαίωμα αντίρρησης – το αυστηρό βλέμμα έπεφτε πάνω τους και έκαμπτε κάθε υποψία αντίστασης στο εθιμοτυπικό της οικογενείας, χωριό μικρό, η Δράμα των προσφύγων πάντα φύλαγε τις παραδόσεις της.
Κατά την περίεργη εκείνη διαστροφή της παιδικής ηλικίας, όταν πια ελεύθερη απ’ τη μέγγενη της μάνας ήταν, πάντα παραμονή Χριστουγέννων αξημέρωτα σ’ ένα στασίδι άπλωνε την προσευχή της. Τα πρώτα χρόνια σποραδικά, από τη μέρα που ξεστόμισε τον όρκο του Ιπποκράτη, αριστούχα του Α.Π.Θ. , ανελλιπώς. Η λειτουργία της αγάπης ηρεμούσε την αντάρα της ζωής της, έπαιρνε μακριά τον πόνο των ανθρώπων που κουβαλούσε πάνω της, τη θλίψη των γεμάτων θαλάμων. Η Θεοδώρα επέλεξε να είναι γιατρός πρώτης γραμμής αρνούμενη τα μετόπισθεν της ασφάλειας σε κάποιο ιατρείο κι αυτή η επιλογή φόρτωνε τους νεαρούς της ώμους με βάρος δυσανάλογο. Συνήθως επέλεγε μικρές εκκλησιές, να μπορεί να βυθίζεται απερίσπαστη. Οι ψαλμοί, οι κανόνες, τα αντίφωνα γίνονταν το νήμα που την συνέδεε με την αθωότητα, εκείνο το κατάλευκο ένδυμα ψυχής που την προστάτευε από τα οικεία και τα ανοίκεια.
Το παλτό το φόρεσε μόνο εκείνο το βράδυ, περνώντας απ’ τα φλεγόμενα μανουάλια φρόντισε το μανίκι ν’ ακουμπήσει εκεί που έπρεπε, χτυπιόταν η μάνα, το καλό το παλτό πάει. Δεν το έβαλε κάτω όμως η Κλεονίκη, δεν ήξερε το αδύνατο και το υπεράνω των δυνάμεων. Το μάνταρε, πόση ζημιά να κάνει μια δωδεκάχρονη. Η Θεοδώρα όμως αρνήθηκε πεισματικά να το ξαναφορέσει, της μύριζε καμένο, αρνήθηκε να συνοδεύσει ξανά τη μάνα στη λειτουργία της αγάπης. Εκείνο το καφέ λαδί είχε γίνει η παντιέρα της επανάστασης της στην εξουσία της μάνας, έτσι χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Η αγάπη της μάνας όμως, πάντα την κύκλωνε κι όταν δεν κατάφερε να νικήσει το θεριό του καρκίνου η Κλεονίκη, τότε πια τη στοίχειωσε. Η τελευταία μάχη δεν είχε κλέος, δεν έφερε νίκη, ήταν υπεράνω ακόμη και των δικών της ανεξάντλητων δυνάμεων. Η Θεοδώρα όμως καφέ λαδί στη ζωή της δε φόρεσε. Ήθελε να το ξεχάσει κι αυτό και το παλτό κι όλα όσα της θύμιζαν.
Ότι θέλεις να ξεχάσεις όμως, δε σε ξεχνά… Επιστρέφει, σε χρόνο ανύποπτο. Τη στιγμή που νομίζεις πως έχεις συμβιβαστεί με το παρελθόν και κοιτάς αισιόδοξα το μέλλον. Η Θεοδώρα επέστρεψε στη Δράμα , διόρθωσε το πατρικό της, συμφιλιώθηκε με τα φαντάσματα του, άπλωσε καινούρια ζωή. Στο νοσοκομείο τα πράγματα ήταν σχετικά καλά τους πρώτους μήνες της πανδημίας, ήρεμα και διαχειρίσιμα. Το φθινόπωρο μπήκε με τα χρώματα του ώριμου κίτρινου στα πλατάνια της Αγίας Βαρβάρας – απολάμβανε τον καθημερινό της περίπατο ακούγοντας τον ήχο του τρεχούμενου νερού, πολλές φορές του μιλούσε, αφηγούνταν τους εφιάλτες της προηγούμενης νύχτας ζητώντας να τους πάρει μακριά, έτσι της έλεγε η Κλεονίκη όταν ήταν παιδί, «το νερό που τρέχει παίρνει τα λόγια του κακού, άμα θα βλέπεις όνειρο άσχημο να το λες το πρωί στο νερό που τρέχει και κακό δε θα σε βρει, τη χαλά την προφητεία και δε βγαίνει». Της άρεσε το κίτρινο που βάθαινε μέρα τη μέρα για να γίνει βαθύ κόκκινου στο τέλος του φθινοπώρου. Και το πράσινο της άρεσε, που κυρίευε τον τόπο την άνοιξη, φωνακλάδικη μαμή διαλαλούσε τη γέννα της φύσης . Μόνο το καφέ λαδί δεν ήθελε ούτε να βλέπει, ούτε να σκέφτεται. Όταν όμως μπήκε ο Νοέμβρης τη στοίχειωσε ξανά. Στην αρχή ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος, εκείνο το ίδιο που είχε να νιώσει από δώδεκα χρονών στη θέα του παλτού, δεν έδωσε σημασία, δεν είχε χρόνο ούτε να σκεφτεί άλλωστε. Οι κλινικές άρχισαν να γεμίζουν περιστατικά, φίλοι χάθηκαν χωρίς τελευταίο αντίο. Πλησίαζαν Χριστούγεννα, μα πιο πολύ έμοιαζαν με εβδομάδα των Παθών, χωρίς τέλος. Τις τελευταίες βδομάδες το καφέ λαδί έμοιαζε να κυριεύει τη ζωή της, να φυλακίζει μέσα του ζωές που είχαν χρόνο και κείνο τον έκλεψε. Σταμάτησε τον αγαπημένο της περίπατο τη μέρα που είδε τα φύλλα του μεγάλου πλάτανου να γίνονται καφέ λαδί, φοβήθηκε ακόμη και στο νερό να μιλήσει μήπως και κείνο χρωματίζονταν απ’ τα λόγια της…
Παραμονή Χριστουγέννων. Βραδιά μια ακόμη εφημερίας για το Γενικό Νοσοκομείο Δράμας. «Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν ὑπερούσιον τίκτει, καὶ ἡ γῆ τὸ Σπήλαιον, τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει.» Προσάγει, οδηγεί, Παναγία βόηθα. Αντίφωνο, « Ἐκ νεότητός μου πολλὰ πολεμεῖ με πάθη, ἀλλ’ αὐτὸς ἀντιλαβοῦ, καὶ σῶσον Σωτήρ μου». Τα δικά μου πάθη συγχώρεσε, σώσον, σώσον… Ο λεκές απλώνει, τώρα πια τον βλέπει καθαρά, κολλάει την πλάτη στον τοίχο, κοιτά τα γυμνά της δάχτυλα που πατούν στο πάτωμα… θυμάται το δακρυσμένο πατέρα στην ορκωμοσία της , «καλό έλαβες, καλό να κάμεις» . Η μάνα αγέρωχη, « τους πόνους της γέννας σου , χάρισμά σου, τον πόνο των ανθρώπων, θηλιά στο λαιμό σου». Τέτοια θηλιά ποτέ δεν περίμενε, όμως όταν η ώρα ήρθε τη φόρεσε, αυτή κι άλλοι πολλοί, με όνομα, με ζωή, με τραπέζι με αγαπημένους να περιμένει, με δέντρο να καρτερεί στολίδια να του βάλουν, όχι στολίδι του στη μνήμη να γίνουν. Ο λεκές πλησιάζει, μια μάζα παχύρευστη που έρπει αργά προς το μέρος της, διέξοδος που; Το καφέ λαδί της ζωής της ζητά χώρο, τι άλλο να δώσει για να εξευμενίσε… Τι άλλο να πει. Πλησιάζει, αδιάφορος για κείνη, αδιάφορος για τη ζωή προσφοράς που καθρεφτίζουν τα γαλανά της μάτια, καθρεφτίζεται πια μέσα τους, λερώνει τον ουρανό τους. Τώρα τον νιώθει, τα δάχτυλά της τον νιώθουν, τα δάχτυλα έγιναν η πρώτη αφή, τα δάχτυλα είναι η πιο αξιόπιστη ανίχνευση. Κολλάει την πλάτη στο τοίχο, ο λεκές πλησιάζει, θέλει με τα δάχτυλα να ξύσει το τοίχο, να βγει έξω, να ξεφύγει, ο λεκές γελά…Γελά; Ναι, γελά, ξαφνικά έχει πρόσωπο.. «Καταδέξου τοὺς ὕμνους τῶν δούλων, εὐεργέτα, τοῦ ἐχθροῦ ταπείνωσε τὴν ὑπεροπτικὴ ματιά, κι ἀνέβασέ μας, παντεπόπτα, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία πιὸ πάνω, ἀκλόνητα στερεωμένους..» Ο λεκές την έφτασε πια , καφέ λαδί απλώνεται στο δωμάτιο, καφέ λαδί αισθάνεται στα δάχτυλά της, το παλτό την τυλίγει, το καφέ λαδί της ζωής της την κατακλύζει, γεμίζει κάθε μικρή ρωγμή, καταπίνει κάθε ελπίδα…
«Θεοδώρα, Θεοδώρα ξύπνα, αποκοιμήθηκες, έχουμε διακομιδή, ξύπνα!» η Σωτηρία φωνάζει, η Σωτηρία δεν ξέρει, δεν ξέρει πως τα δάχτυλά της βάφτηκαν σκούρο καφέ λαδί, Σωτηρία δεν υπάρχει, τουλάχιστον η ψυχή, να σωθεί η ψυχή…
«Νὰ στέργουμε εἶν᾿ εὐκολότερο τὴν σιωπὴ ἀπὸ φόβο,καθότι ἀκίνδυνη· ἐνῶ ἀπ᾿τὸν πόθο, Παρθένε, νὰ ὑφαίνουμε ὕμνους ἁρμονικὰ ταιριασμένους ἐπίπονο εἶναι. Ἀλλά, Μητέρα, τὸ σθένος ἀνάλογο μὲ τὴν προαίρεση δίνε. Οὐράνιαι Δυνάμεις τεχθέντα τὸν Σωτῆρα, Κύριον καὶ Δεσπότην, μηνύουσι τῷ κόσμῳ.»
Η Θεοδώρα ανοίγει τα μάτια, ψιθυρίζει ξανά και ξανά την προσευχή που δε μπόρεσε φέτος να κάνει στο φθαρμένο στασίδι ξημέρωμα Χριστουγέννων: «..τὸ σθένος ἀνάλογο μὲ τὴν προαίρεση δίνε». Ετοιμάζεται βιαστικά, δεν έχει χρόνο. Κοιτά έξω από το παράθυρο, ένα λεπτό πριν φύγει. Η Δράμα ξημερώνει, σε καφέ λαδί.
*** Η Αθανασία Θεοδωρίδου ζει και εργάζεται στο Καλαμπάκι Δράμας. Ως πάρεργο ψυχής ασχολείται ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική, τη γραφή και τον πολιτισμό γενικότερα.
Πηγή: literature.gr