ΑΡΘΡΟ
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου
Τ. Λυκειάρχη
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Τον Αύγουστο του 1902 δια γράμματος της ιεράς Μητροπόλεως οι εκλεγέντες θεοσεβείς και φιλόμουσοι πολίτες εμφορούμενοι όλοι από ζήλο και προθυμία να εργασθούν για τα κοινοτικά πράγματα καταστέφονται με τις πατρικές ευχές και τις ευλογίες του Χρυσοστόμου και συνιστώνται στην αγάπη των κατοίκων της Χωριστής, ώστε με την αγάπη και τη συνεργασία όλων να κατορθωθεί η βελτίωση και η προκοπή των κοινών εκκλησιαστικών και σχολικών πραγμάτων.
Η προπαγάνδα εις βάρος των ορθοδόξων χριστιανών υπό των Βουλγάρων, Τούρκων και Δυτικών, των τελευταίων την προπαγάνδα ενίσχυσε και ο Μητροπολίτης Δράμας Μελέτιος, ο κατά κόσμον Σταραβέρος (1852-1861), ο οποίος υπήρξε άτακτος και σπάταλος στη διαχείριση των κοινών. Επαύθη διά τούτο ο Μελέτιος και επειδή εβεβαιώθηκε ότι θα συλληφθεί και θα εξορισθεί, προσέφυγε στη Δυτική Εκκλησία. Ο διάδοχός του Αγαθάγγελος, ο τέως Σβορνικίου και έπειτα Εφέσου (1872-1893) χαρακτηρίζει την πολιτεία του παράνομη και αντίχριστη, διότι συνετάχθη με τη μοιχαλίδα και προσηλυτική δυτική προπαγάνδα.
Τρεις περίπου μήνες μετά την εγκατάστασή του στον Μητροπολιτικό θρόνο της Δράμας ο αοίδιμος Χρυσόστομος πληροφορείται ότι οι κάτοικοι της Κοινότητας Χωριστής είναι απρόθυμοι να εκκλησιάζονται τις Κυριακές.
Σε τούτο συντελούν και οι παντοπώλες και καφεπώλες, που έχουν ανοιχτά τα καταστήματά τους την ώρα του εκκλησιασμού.
Γι’ αυτό στις 6 Οκτωβρίου 1902 ημέρα Κυριακή προσκαλεί σε συνέλευση υπό την προεδρία του τους παντοπώλες και τους καφεπώλες και τους συνιστά να έχουν από εδώ και πέρα κάθε Κυριακή και μεγάλη εορτή κλειστά τα καταστήματά τους μέχρι να τελειώσει η θεία και ιερά ακολουθία δηλαδή μέχρι να ακουστεί η φράση «Ευλογία Κυρίου και έλεος έλθη εφ’ ημάς».
Όλοι οι παντοπώλες και καφεπώλες δέχονται με ευχαρίστηση να υπογράψουν τη γραπτή τους υπόσχεση, στην οποία γίνεται μνεία και της ποινής για όσους θα τολμήσουν να την αθετήσουν.
Έτσι οι παραβάτες της ενυπόγραφης υποσχέσεως οφείλουν να πληρώσουν στο ταμείο της εκκλησίας την πρώτη φορά τρεις τουρκικές λίρες, τη δεύτερη πέντε και την τρίτη «θέλει εξεκκλησιασθή υπό του Αρχιερέως επ’ εκκλησίας» κάθε παραβάτης.
Την επιστασία και εκτέλεση της γραπτής υποσχέσεως την είχαν ο Κοτζαμπάσης, οι Εφοροδημογέροντες και οι Επίτροποι.
Την υπόσχεση υπογράφουν οι καφεπώλες – παντοπώλες Γεώργιος Αθανασίου, Στέργιος Βασιλείου, Γεώργιος Χρίστου, Ιωάννης Χρίστου κ.ά.
Στις 25 Ιουνίου του έτους 1906 ο Χρυσόστομος παρακολουθεί τις γυμναστικές επιδείξεις του δημοτικού σχολείου της Τσιαταλτζάς. Την ίδια ημέρα προεδρεύει στην εκλογή των νέων Εφόρων και Επιτρόπων.
Για τελευταία φορά, όπως μας πληροφορεί ο κώδικας ο αοίδιμος Χρυσόστομος επισκέπτεται την Τσιατάλτζια στις 19 Οκτωβρίου 1908. Σκοπός της επισκέψεως του είναι να εισηγηθεί στη γενική συνέλευση των κατοίκων της ευλογημένης του κοινότητος να δεχθούν φόρο «είκοσι παράδες κατά οκά στον καπνό τους», προκειμένου να συγκεντρωθούν χρήματα για την ανέγερση σχολών.
Επιθυμούμε στο σημείο αυτό να σχολιάσουμε ορισμένα σημεία του πρακτικού της 28ης Ιουλίου 1902 που αποτελεί μια ζηλευτή πηγή για να σμιλεύσει κανείς την προσωπικότητα του Χρυσοστόμου.
Γράφει λοιπόν ο άγιος εκείνος ιεράρχης ότι η εγκατάστασή του στην Ιερά Μητρόπολη της Δράμας έγινε «εν αισίαις ώραις». Γιατί άραγε χαρακτηρίζει εκείνη την πυρακτωμένη εποχή ευοίωνη ο αοίδιμος ιεράρχης, τη στιγμή που ο ελληνισμός της Δράμας και γενικότερα της Μακεδονίας περνούσε στιγμές δύσκολες και εφιαλτικές; Η αλληλογραφία του, που υπήρξε το πανίσχυρο όπλο για την εξόντωσή του από τους εχθρούς του, Τούρκους και Βουλγάρους, μας δίνει ανάγλυφη την εικόνα της τρομοκρατίας και της φρίκης, που έσκιαζε τις ελληνικές ψυχές.
Ασφαλώς ο Χρυσόστομος γνωρίζει καλά, προτού ακόμη εκλεγεί μητροπολίτης Φιλίππων, Δράμας και Ζιχνών την κατάσταση που επικρατούσε σ’ όλη την έκταση της επικράτειας, που θα ερχόταν σύντομα να καλύψει με τις φτερούγες της αδάμαστης ψυχής του και να συμβάλει θετικά και αποφασιστικά στον Μακεδονικό Αγώνα, που παρεσκεύασε τους απελευθερωτικούς πολέμους του 1912-1913.
Γνωρίζει ακόμη καλά ότι η άνοδός του στον μητροπολιτικό θρόνο της επάλξεως του ελλαδικού βορρά δεν ήταν συμπτωματική. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης ο Ιωακείμ ο Γ’ παρακολουθώντας άγρυπνα και με σφιγμένη την ψυχή την κατάσταση στη Μακεδονία φροντίζει να στέλνει στη Μακεδονία ως μητροπολίτες ράσα φλογερά, πατριώτες απτόητους, που θα στηρίξουν και θα θεριέψουν την Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό, αφού προηγουμένως κατασβήσουν τη λάβα, που απειλεί να κατακαύσει τις δυο αυτές ιδέες-σύμβολα.
(συνεχίζεται…)