ΑΡΘΡΟ
Της Σωτηρίας Γιαννακοπούλου
Πτυχιούχου του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ.
Στην εκπνοή της προθεσμίας ανακοινώθηκε η επίτευξη της εμπορικής συμφωνίας μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω της οποίας οι δύο εταίροι προχώρησαν σε ένα βελούδινο διαζύγιο, θεσπίζοντας τους όρους συνεργασίας, αλλά και συμβίωσής τους, στο χώρο των εμπορικών συναλλαγών, εισάγοντας σε ένα νέο πλαίσιο την πολιτική ανταγωνισμού στις μεταξύ τους σχέσεις, εξασφαλίζοντας, παράλληλα, μία επί ίσοις όροις ομαλή συνεργασία για τα επόμενα χρόνια. Έπειτα από 9 μήνες σκληρών και, στις περισσότερες περιπτώσεις ατελέσφορων, διαπραγματεύσεων οι δύο συνομιλητές κατάφεραν να καταλήξουν σε συγκεκριμένες διατάξεις, οι οποίες περιλαμβάνουν ρυθμίσεις σχετικά με τα αγαθά, την αλιεία, τον ανταγωνισμό, τη δικαστική συνεργασία, την εξωτερική πολιτική, την επίλυση διαφορών, τις μεταφορές και τα ευρωπαϊκά προγράμματα. Τόσο ο Μπόρις Τζόνσον, όσο και η Πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δήλωσαν ικανοποιημένοι από τη συμφωνία, εκφράζοντας την ευχαρίστηση και την ανακούφισή τους για το τελικό αποτέλεσμα, επισημαίνοντας ότι οι εν λόγω διατάξεις εγγυώνται τη σταθερότητα στην περιοχή, περιορίζοντας ασφαλώς τις απρόβλεπτες συνέπειες που θα σηματοδοτούσε μία άτακτη αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Κύριο μέλημα κατά τη διάρκεια των συζητήσεων ήταν η διευθέτηση των τελωνειακών δασμών, δεδομένου ότι η αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας από το ευρωπαϊκό οικοδόμημα συνάδει με την αποχώρηση της από την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά και την τελωνειακή ένωση. Οι δύο πλευρές είχαν εκφράσει εξ αρχής τις προθέσεις τους για προστασία των εμπορικών συναλλαγών, συνεπώς η λύση των μηδενικών δασμών και ποσοστώσεων θεωρήθηκε μονόδρομος, προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε επιπλέον επιβάρυνση που θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την εμπορική κίνηση, υπογραμμίζοντας την αξία του σεβασμού στους κανόνες ευρωπαϊκής κοινής αγοράς. Ωστόσο, παρά την παράκαμψη των ποσοστώσεων, προβλέπεται η επιστροφή των τελωνείων στα σύνορα με σκοπό τον αυστηρό έλεγχο των εμπορευμάτων, ο οποίος ασφαλώς συνεπάγεται την έμμεση οικονομική επιβάρυνση, αλλά και την ύπαρξη καθυστερήσεων κατά τη μεταφορά των προϊόντων.
Παρά τις σαφείς προβλέψεις όσον αφορά τη μετακίνηση των αγαθών, στο ζήτημα της διακίνησης υπηρεσιών η συμφωνία κρίνεται μάλλον γενικόλογη. Συγκεκριμένα, προβλέπει ότι οι επενδυτές και οι πάροχοι υπηρεσιών δεν θα αντιμετωπίζουν περιορισμούς ως προς την πρόσβασή τους στην αγορά, αποβλέποντας σε ένα σύστημα ίσων όρων ανταγωνισμού, χωρίς την ύπαρξη διακρίσεων. Η είσοδος στην αγορά καθιστά επομένως εξασφαλισμένο δικαίωμα του εκάστοτε παρόχου υπηρεσιών. Εντούτοις, η συμφωνία δεν ορίζει το πλαίσιο διακίνησης των υπηρεσιών, αφήνοντας ένα ανοιχτό παραθυράκι για νέες επιβαρύνσεις σε αυτό το κομμάτι, γεγονός που ενδεχομένως να κοστίσει στη Μεγάλη Βρετανία, αν αναλογιστούμε το ότι οι υπηρεσίες αποτελούν το 80% της βρετανικής οικονομίας. Ασφαλώς, και οι
μετακινήσεις των ευρωπαίων πολιτών δεν θα μπορούσαν να βγουν αλώβητες από το εν λόγω διαζύγιο, επιφέροντας περιορισμούς στους οικονομικούς μετανάστες, ελαχιστοποιώντας την παραμονή τους στη χώρα στις 90 μέρες χωρίς την έκδοση βίζα, αλλά και στους ευρωπαίους φοιτητές, οι οποίοι θα δουν αύξηση στα δίδακτρα των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, ενώ δεν θα έχουν το δικαίωμα χορήγησης φοιτητικού δανείου.
Το κύριο σημείο αντιπαράθεσης κατά την διάρκεια των συζητήσεων ήταν ασφαλώς το θέμα των αλιευτικών δραστηριοτήτων στη Μάγχη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πριν την αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας είχε πρόσβαση στα βρετανικά ύδατα, στα οποία είχε έντονη παρουσία εκμεταλλευόμενη ένα μέρος του αλιευτικού της πλούτου. Το Λονδίνο, μάλιστα, είχε εκφράσει επανειλημμένα τη δυσαρέσκεια του για το εν λόγω γεγονός, κατηγορώντας την Ε.Ε. για εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της. Ασφαλώς, μία συμφωνία, η οποία θα απαγόρευε τα ευρωπαϊκά αλιευτικά πλοία στην περιοχή θα επέφερε μεγάλη σύγχυση στην αλιευτική ευρωπαϊκή κοινότητα, δημιουργώντας σημαντικά προβλήματα στην τροφοδοσία των ευρωπαϊκών αγορών. Δεδομένων, λοιπόν, των συνθηκών, η συμφωνία αυτή εγκαινιάζει ένα μεταβατικό στάδιο για τις αλιευτικές δραστηριότητες, το οποίο θα διαρκέσει πεντέμισι χρόνια, κατά την διάρκεια των οποίων τα ευρωπαϊκά πλοία θα έχουν το δικαίωμα να αλιεύουν σε βρετανικά ύδατα σε μικρότερο προοδευτικά βαθμό, εξασφαλίζοντας για τη Βρετανία υψηλότερη ποσόστωση. Η μείωση των αλιευμάτων στην περιοχή για τα κράτη-μέλη, σύμφωνα με τη συμφωνία, αναμένεται να φτάσει στο 35%, ποσοστό το οποίο βρίσκεται αρκετά κοντά στην πρόταση της Ε.Ε., που επιδίωκε μείωση της τάξης του 25%, τη στιγμή, μάλιστα, που η θέση του Λονδίνου προέβλεπε μείωση 60%.
Ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εν λόγω διάταξη εξυπηρετεί το Λονδίνο, αυξάνοντας τα κρατικά έσοδα και ικανοποιώντας τους επιχειρηματίες του αλιευτικού κλάδου. Ωστόσο, η άρνηση της Ε.Ε. στο αίτημα Τζόνσον για επέκταση της ΑΟΖ κατά 12 ναυτικά μίλια, αποτέλεσε σοβαρό πλήγμα για τη Βρετανία, επιφέροντας απογοήτευση στα σχέδια τους για επέκταση των αλιευτικών δραστηριοτήτων τους. Τόσο το ζήτημα της ΑΟΖ όσο και η συμφωνία για την αλιεία αποτέλεσαν τα δύο βασικά θέματα, στα οποία κυριαρχούσε ο αντίλογος από πλευράς του Λονδίνου, επιβραδύνοντας έτσι, την επίτευξη της τελικής συμφωνίας. Πού αποδίδεται ο συμβιβασμός των Βρετανών; Ασφαλώς στις εξελίξεις της πανδημίας και πιο συγκεκριμένα στην απαγόρευση των μετακινήσεων στα σύνορα της Γαλλίας, εξαιτίας της μετάλλαξης του κορωνοϊού. Η εν λόγω συγκυρία θεωρήθηκε εξαιρετική για την Ε.Ε. αποδεικνύοντας έμμεσα, τις δυσκολίες που θα επέφερε ο αποκλεισμός και η απομόνωση της Βρετανίας από τους ευρωπαϊκούς εμπορικούς δρόμους, αποδεικνύοντας την αναγκαιότητα της επίτευξης συμφωνίας.
Όσον αφορά τη δικαστική συνεργασία, με τη νέα συμφωνία το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν θα έχει κανένα ρόλο στη Μεγάλη Βρετανία, γεγονός που αποτελούσε ένα από τα κύρια επιχειρήματα υπέρ του Brexit, με τον Μπόρις Τζόνσον, μάλιστα, να δηλώνει ότι «Οι βρετανικοί νόμοι θα δημιουργηθούν αποκλειστικά από το βρετανικό κοινοβούλιο, θα ερμηνεύονται από Βρετανούς δικαστές, που κάθονται στα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου». Η συγκεκριμένη πρόβλεψη ικανοποιεί ιδιαιτέρως τις βρετανικές φιλοδοξίες στο κομμάτι των βιοεπιστημών και της τεχνητής νοημοσύνης, στο οποίο επιδίωκαν την ανεξαρτησία τους από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς.
Οι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των δύο εταίρων αποτελούν ακόμη ένα σημείο στο οποίο δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση, διατηρώντας σε υψηλό επίπεδο τα μέτρα για την
προστασία του περιβάλλοντος, την κλιματική αλλαγή, τα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα, τη φορολογική διαφάνεια και τις κρατικές επιδοτήσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση μη τήρησης των διατάξεων της συμφωνίας προβλέπεται βάσει της συμφωνίας η επιβολή αυστηρών «διορθωτικών μέσων», όπως για παράδειγμα η επιβολή δασμών. Η εφαρμογή της συμφωνίας θα επιτηρηθεί μέσω ενός θεσπισμένου μηχανισμού επίλυσης διαφορών, το «Κοινό Συμβούλιο».
Η αναίμακτη και θριαμβευτική, κατά τις δηλώσεις του Μπόρις Τζόνσον, αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση ανέδειξε την ενότητα των κρατών-μελών της, τα οποία έχοντας συλλογικούς στόχους και διεκδικήσεις συμπορεύθηκαν, χαράσσοντας μία κοινή πορεία καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Δυστυχώς, δεν θα μπορούσαμε να πούμε κάτι ανάλογο για την κατάσταση που επικρατεί αυτή τη στιγμή στη Μεγάλη Βρετανία, δεδομένου ότι η Σκωτία εξακολουθεί, παρά τους νέους όρους, να αντιδρά έντονα για την αποχώρηση της από την Ε.Ε., κατηγορώντας το Λονδίνο για αδιαφορία έναντι του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος και της λαϊκής βούλησης, υπενθυμίζοντας ότι το 66% των κατοίκων της τάχθηκε υπέρ της παραμονής του στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Μάλιστα, η Πρωθυπουργός της Σκωτίας, τόνισε ότι η έξοδος της από την Ε.Ε. κρίνεται εξαιρετικά επιζήμια για τη Σκωτία, επαναφέροντας το ζήτημα της ανεξαρτησίας της από την Μεγάλη Βρετανία, προβάλλοντας εκ νέου το αίτημα για διεξαγωγή νέου δημοψηφίσματος εντός της επικράτειας της, με στόχο την οριστική ανεξαρτητοποίηση της, επιδιώκοντας παράλληλα την επανένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Είναι η εν λόγω συμφωνία ικανή να δαμάσει τις αποσχιστικές εσωτερικές φωνές της Μεγάλης Βρετανίας και τις ανταγωνιστικές σχέσεις που καλλιεργήθηκαν μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών όλο αυτό το διάστημα, επικυρώνοντας το οριστικό τέλος των διαπραγματεύσεων περί Brexit; Η συνέχεια επί της οθόνης.
*Το άρθρο της κ. Γιαννακοπούλου δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα www.offlinepost.gr