ΑΡΘΡΟ
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου
Τ. Λυκειάρχη
ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΔΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ
- Το κείμενο, που ακολουθεί, αφιερώνεται στην αποφράδα συμπλήρωση 565 χρόνων από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Πώς να παρακάμψει κανείς την προσφορά του Ιανού Λάσκαρη, ο οποίος έκαμε συλλογή πολυτίμων χειρογράφων από τα Μοναστήρια της Χριστιανικής Ανατολής διασώζοντάς τα από την καταστροφή με τη συγκέντρωσή τους στην Ιταλία και των εν συνεχεία έκδοσή τους. Μεγάλος διδάσκαλος της ελληνικής δίδαξε τα ελληνικά γράμματα στην Ιταλία και στη Γαλλία, σπέρνοντας τον φλογερό σπόρο του ελληνικού πνεύματος στους πανεπιστημιακούς χώρους της Ευρώπης και καλλιεργώντας τον φιλελληνισμό. Τα σχόλιά του στην Ιλιάδα και στις τραγωδίες του Σοφοκλή εξακολουθούν και σήμερα ακόμη να προσφέρουν υψηλή βοήθεια στους εγκρίτους φιλολόγους και να κινούν τον θαυμασμό.
Αλλά και στον Λέοντα τον Αλλάτιο, Χιώτη στην καταγωγή, ανήκει σημαντικό μερίδιο για την προώθηση των ελληνικών γραμμάτων στη Δύση. Έχοντας στη συγγραφική του φαρέτρα σωρεία μελετών προέβη σε πολλές εκδόσεις έργων των Πατέρων της Εκκλησίας μας με ιδιαίτερη προτίμηση στο σοφώτατο Φώτιο και στον Ιερό Χρυσόστομο. Θα ήταν ασφαλώς παράλειψη αν δεν προβαίναμε σε έξαρση του έργου και της προσφοράς του Φραγκίσκου Πόρτου, του Αιμιλίου Πόρτου, του Νικολάου Σοφιανού, του Ανθίμου Γαζή, του Γεωργίου Ερμωνύμου, του Ανδρόνικου Καλλίστου, του Δημ. Χαλκοκονδύλη, του Ματθαίου Λάσκαρη, του Δημητρίου Σγουρόπουλου, του Κοσμά του Μεδίκου, του Ιωάννη Αργυρόπουλου, του Μιχαήλ Αποστόλη, του Δημητρίου Δούκα και πλήθους άλλων, ων ουκ έστιν αριθμός.
Η μελίρρυτος διδασκαλία των Ελλήνων φυγάδων λογίων, η ευρυμάθεια και η σοφία τους προσελκύουν ευρωπαίους ανθρωπιστές και πολιτικούς να ακούσουν τη διδασκαλία τους. Στα ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια συγκροτούνται κυψέλες του ελληνισμού, ενώ σε πολλές πόλεις ευρωπαϊκές ιδρύονται με την οικονομική συνδρομή ευρωπαίων Μαικήνων κέντρα διδασκαλίας και μελέτης της ελληνικής κλασσικής παιδείας. Σταθμό στο χώρο αυτό αποτελεί η ίδρυση της Πλατωνικής Ακαδημίας στη Φλωρεντία, έργο του Κοσμά Μεδίκου. Ακολουθεί η ίδρυση παρομοίων ακαδημιών στη Ρώμη από τον Γεώργιο Γεμιστό και στη Βενετία από τον Άλδο Μανούτιο με κύριο σκοπό τη μελέτη εκδόσεων αρχαίων συγγραφέων. Μνημειώδεις μέχρι σήμερα παραμένουν οι εκδόσεις της Βενετίας, έργο του λογίου Μάρκου Μουσούρου καθώς και πλειάδας Ελλήνων και Ιταλών ανθρωπιστών.
Η αγάπη για τα ελληνικά γράμματα και τον ελληνικό πολιτισμό μεταδίδεται ως ιός και στα ευρωπαϊκά ανάκτορα και στις αυλές των μεγιστάνων του πλούτου. Όλοι θεωρούν τιμή τους και το καυχώνται ιδιαίτερα ότι γεύονται το νέκταρ της ελληνικής σοφίας.
Εύγλωττα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι όσα παραθέτει στον πρόλογο της έκσοδής του έργου του Πλουτάρχου «περί παίδων αγωγής» ο σοφώτατος φιλόλογος Νικόλαος Σοφιανός: «Και όλοι από μίαν γνώμην ήσαν, ότι αν ήθελαν διαβάσει και να γροικήσουν τα βιβλία όπου αφήκαν εκείνοι οι παλαιοί και ενάρετοι άνδρες, εύκολα ήθελεν διορθωθεί η απαιδευσιά. Δια τούτο λοιπόν ώρμησα και εγώ, Θεού οδηγούντος, να πεζεύσω από τα βιβλία εις το να ανακαινισθεί από την απαιδευσιάν το δούλον γένος. Λοιπόν αν γένει τούτο εύκολα και από την δουλοσύνην και από τα άλλα πάθη, όπου είναι χειρότερα και από αυτήν την δουλοσύνην, ήθελαν λυτρωθεί…».
Και ασφαλώς η απαιδευσιά και η δουλοσύνη δεν χαρακτήριζαν μόνο το γένος των Ελλήνων, αλλά και των Ευρωπαίων και των αρχόντων τους, όπου η ελευθερία ελάχιστο δικαίωμα είχε να καυχάται για την αυθυπαρξία της. Ζοφερός ο Μεσαίωνας ως σκηπτός επέκειτο επί των κεφαλών τους.
Και οι φυγάδες λόγιοι δεν αρκούνται μόνο στην πρωτότυπη και σχολιασμένη έκδοση των θησαυρών του ελληνικού πνεύματος. Προχωρούν και στη μετάφρασή τους στις ευρωπαϊκές γλώσσες, όπως στη λατινική, ιταλική και γαλλική. Έτσι αποδυναμώνουν την απαξιωτική και αυτοσυχγωρητική δικαιολογία των Ευρωπαίων «Γκρέκα σουντ, νον λεγκούντουρ = Ελληνικά είναι, δεν διαβάζονται», συνεπώς δεν μας ενδιαφέρουν.
Η αγάπη για τα κλασικά ελληνικά γράμματα, την οποία καλλιεργούν στους δυτικούς οι φυγάδες του Βυζαντίου φτάνει στα όρια του παροξυσμού. Αυτοκράτορες, ευγενείς, αυλικοί, πάπες, καρδινάλιοι και αρχιεπίσκοποι επηρεασμένοι από το πνεύμα του ανθρωπισμού καταβάλλουν τιτάνιες προσπάθειες για να αποκτήσουν χειρόγραφα κείμενα αρχαίων και βυζαντινών συγγραφέων. Απεσταλμένοι δυτικοί λόγιοι, αλλά και διπλωμάτες φθάνουν στα κέντρα τα ελληνικά της Ανατολής και συλλέγουν χειρόγραφα με τα οποία πλουτίζουν τις ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες. Άρχοντες και μαικήνες προσφέρουν μυθώδη για την εποχή τους ποσά για να αποκτήσουν κώδικες ιστορημένους με πολυτελείς μικρογραφίες. Αναφέρεται ότι ο Ιωάννης Αουρίσπα πούλησε στην Κωνσταντινούπολη κι αυτά ακόμη τα ενδύματά του για να αγοράσει 250 κώδικες.
Η Βενετία καθίσταται κέντρο μελέτης του ελληνικού πολιτισμού και ειδικότερα του βυζαντινού, ρόλο τον οποίο εξακολουθεί να διαδραματίζει μέχρι σήμερα. Δίπλα στα εμπορικά καταστήματα κάνουν την εμφάνισή τους και καταστήματα, τα οποία εμπορεύονται ελληνικά χειρόγραφα. Κάθε ευκατάστατος ευρωπαίος θεωρεί τιμή του να διαθέτει βιβλιοθήκη, η οποία φιλοξενεί ελληνικά χειρόγραφα και έντυπα του εκδοτικού οίκου της Βενετίας.
(συνεχίζεται…)