Σε ανακοίνωση της περιφερειακής παράταξης «Αριστερή Αντικαπιταλιστική Παρέμβαση – Ανταρσία στην ΑΜΘ»:

Άλλη μια αντιπυρική περίοδος, θα μας βρει στο κατόπι της ανησυχίας και του προβληματισμού για το αν ο μηχανισμός προστασίας, ο σχεδιασμός για αντιπυρική θωράκιση και τα σχέδια αντιμετώπισης θα είναι ικανά και αποτελεσματικά. Όλα τα παραπάνω αποτελούν ευθύνη διαφόρων υπηρεσιακών παραγόντων και θεσμικών φορέων καθώς επίσης αφορούν ευρύτερο και ουσιαστικό συντονισμό.

Να σημειώσουμε όμως κάποιες βασικές αιχμές πάνω στην αντιπυρική θωράκιση για την οποία την μέγιστη και καθοριστική ευθύνη (ασυγχώρητης ανεπάρκειας), έχουν είτε η περιφερειακή αρχή, είτε ο κεντρικός προσανατολισμός και τα υπουργεία, είτε η γενική γραμματεία πολιτικής προστασίας.

Για άλλη μια φορά τα δασαρχεία της περιοχής ΥΠΟΓΡΑΜΜΙΖΟΥΝ ότι η χρηματοδότηση από το ‘ πράσινο ταμείο ‘, μας βρίσκει ΠΟΛΥ ΚΑΤΩ από τις προβλεπόμενες ανάγκες. Αυτή η μόνιμη εικόνα υποχρηματοδότησης αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της αντιπυρικής υποχώρησης και προετοιμασίας. Ενδεικτικά δασαρχείο της περιοχής του Έβρου προυπολογίζει τις ανάγκες του περίπου στις 400.000 και το υπουργείο αποδίδει ούτε λίγο ούτε πολύ περίπου 25.000! Παράλληλα σημειώνουν ότι οι παρεμβάσεις τύπου ‘ φέρνουμε ένα ισοπεδώτη-γκρέιντερ σε διάφορες δασικές περιοχές και ξεμπερδέψαμε ‘ σαν και αυτές που ετοιμάζει το ΤΑΙΠΕΔ και οι ανάδοχοι δεν επαρκούν, και είναι προφανές! Εδώ επίσης να πούμε ότι η περιφερειακή αρχή πρέπει να μεριμνήσει σοβαρά και να εισακούσει τα αιτήματα των υπηρεσιών και φορέων ότι πρέπει να παρέμβει αποφασιστικά με τεχνικά έργα – τεχνική υποστήριξη σε βασικές περιοχές ( ορεινή περιοχή Σουφλίου ) ώστε να μην αντιμετωπίσουμε τις καταστροφικές συνέπειες.

Απορία προκαλεί επίσης ότι μόνο δύο δήμοι από τους πέντε του νομού Έβρου έχουν συγκροτήσει κάποιο σχέδιο αντιμετώπισης πυρκαγιών. Εντύπωση προκαλεί ακόμα ότι τα τοπικά (δήμοι) συντονιστικά όργανα πολιτικής προστασίας είτε δεν έχουν προετοιμάσει κάποιο σχέδιο ετοιμότητας, είτε απλά δεν έχουν καν μεριμνήσει οι δήμοι ώστε να συνεδριάσουν. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό αγγίζει και τα όρια αδιαφορίας καθώς με τεράστια επικινδυνότητα. Να προσθέσουμε εδώ, ότι το συντονιστικό όργανο πολιτικής προστασίας δεν πρέπει να υπονομεύει τον ρόλο του σε επικοινωνιακό ή ενημερωτικό, αλλά να είναι όργανο δραστήριο και λειτουργικό. Αυτό απαιτεί πολιτική πρωτοβουλία πράγμα το οποίο σε πολλές των περιπτώσεων κρίθηκε ανεπαρκές.

Η λύση δεν πρέπει λοιπόν να περιορίζεται μόνο στις διαβαθμίσεις στα επίπεδα συναγερμών, στις απαγορεύσεις διελεύσεων και στην προσωρινότητα. Υπάρχουν πάγιες ανάγκες όπως αυτές της ενίσχυσης του Πυροσβεστικού σώματος στης περιοχή ( υπογραμμίζουμε την υπηρεσία Σουφλίου ), στην ανάγκη επαρκών υποδομών και μηχανημάτων να στηρίξουν με την αντιπυρική τους δυνατότητα την περιοχή και τους φορείς που έχουν στην ευθύνη τους κάποιες ζώνες (πχ εφορία αρχαιοτήτων) καθώς και στην ανάγκη για παρέμβαση στο οδικό δασικό δίκτυο όπου η εγκατάλειψη είναι πέρα για πέρα προφανής με ότι αυτό συνεπάγεται στην διέλευση κατά την εκδήλωση πυρκαγιών.

Η ενίσχυση της αντιπυρικής ανάγκης, στην σφαίρα της δημόσιας και κοινωνικής προσέγγισης είναι πέρα για πέρα απαραίτητη. Προϋπολογισμοί λιτότητας και ανεπαρκείς κρατικοί χειρισμοί φέρουν μια αποκαρδιωτική πραγματικότητα. Πλάι στα ουσιαστικά σχέδια εκκένωσης, στις ουσιαστικές ασκήσεις μεταξύ φορέων και πολιτών όπου δοκιμάζεται πρακτικά ο συντονισμός, πλάι στις επιμορφώσεις διάφορων επαγγελματικών ομάδων για τον κίνδυνο εκδήλωσης πυρκαγιάς, είναι απαραίτητο να λάβει άλλη στράτα η πολιτική και κοινωνική οργάνωση της αντιπυρικής προστασίας. Χωρίς γενναίες χρηματοδοτήσεις, χωρίς εθνικό στρατηγικό σχέδιο αντιμετώπισης βασισμένο στις τοπικές και υπερτοπικές ανάγκες, χωρίς μηχανήματα και υποδομές, χωρίς χαρτογράφηση των ζωνών επικινδυνότητας με όρους τεχνικής παρέμβασης και όχι αποκλεισμού του κόσμου και της διέλευσης χωρίς αιτία, η αντιπυρική προστασία θα είναι κενό γράμμα και πάντα οι κάτοικοι θα πολιορκούνται από τον ίδιο φόβο.